
Μπαίνουν στη ζωή μας οι Ενεργειακοί Συνεταιρισμοί. Σε όλη την Ευρώπη, ομάδες πολιτών, οργανισμοί της κοινωνικής οικονομίας, επιχειρήσεις και δημόσιες αρχές, Δήμοι και Περιφέρειες συνεργάζονται για την παραγωγή, αποθήκευση, διανομή και προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, όπως ο άνεμος, ο ήλιος, η γεωθερμία και τα νερά. Με νομοσχέδιο που προβλέπεται να καταθέσει σήμερα το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας για συζήτηση στην Βουλή, ο θεσμός των Ενεργειακών Κοινοτήτων αναμένεται να γίνει πραγματικότητα και στην χώρα μας.
Κοινωνική Καινοτομία στην Παραγωγή και Διάθεση της Ενέργειας
Οι συμπράξεις για την παραγωγή και διάθεση ενέργειας είναι ένας πολύ σημαντικός θεσμός που άργησε να αναπτυχθεί στην χώρα μας: ενώ οι ενεργειακές μας ανάγκες είναι τεράστιες και αυξάνονται χρόνο με το χρόνο και ενώ πασχίζουμε να απεξαρτηθούμε, διαφοροποιώντας τις πηγές προμήθειας πετρελαίου, ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, δεν είχαμε δώσει την έμφαση που αρμόζει στους θεσμούς της κοινωνικής καινοτομίας. Κοινωνική καινοτομία είναι η ενδυνάμωση των τοπικών κοινωνιών για να δίνουν οι ίδιες τις βέλτιστες λύσεις σε ζητήματα που μπορούν να αντιμετωπιστούν στο περιφερειακό επίπεδο, χωρίς την τοξική εμπλοκή του κεντρικού κράτους και μέσα από διαδικασίες συνεργασίας και δημοκρατίας.
Γι αυτό και ένας από τους στόχους του νομοσχεδίου είναι η στήριξη της κοινωνικής οικονομίας, που την είδαμε να αναπτύσσεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια με την ίδρυση Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχείρησεων – περισσότερων από 1300 ως σήμερα- χωρίς οι περισσότερες από αυτές να έχουν σοβαρό παραγωγικό αντικείμενο. Ενώ, όμως, αποκρατικοποιείται η αγορά της ενέργειας και νέοι παίκτες από τον ιδιωτικό τομέα εισέρχονται στο μεγάλο παιχνίδι, δεν δόθηκε μέχρι σήμερα η ελευθερία και η δυνατότητα στους πολίτες και στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης να δραστηριοποιηθούν στον τομέα αυτό με σχήματα κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Οι υφιστάμενες Κοινωνικές Συνεταιρστικές Επιχειρήσεις είναι μικρής κεφαλαιοποίησης και με κύριο αντικείμενο υπηρεσίες και όχι βιομηχανική παραγωγή, δίνοντας ελάχιστες θέσεις εργασίας. Αυτά είναι μερικά μόνον από τα ποσοτικά και ποιοτικά ευρήματα που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο συλλογικό έργο “Θέματα Κοινωνικής Οικονομίας“, όπου ειδικοί απ’ όλη την Ευρώπη, καθώς και ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής κύριος Γεώργιος Ντάσης, αναλύουν την υφιστάμενη κατάσταση, τις ευρωπαϊκές πολιτικές, τις χρηματοδοτικές ευκαιρίες και τις βέλτιστες πρακτικές της κοινωνικής επιχειρηματικότητας σε ποικίλα πεδία.
Και να πει κανείς πως στην Ελλάδα δεν υπάρχει η ανάγκη για ενεργειακούς συνεταιρισμούς; Έχουμε εκατοντάδες νησιωτικές κοινότητες, που αντιμετωπίζουν το φάσμα της απομόνωσης και ηλεκτροδοτούνται με απαρχαιωμένες και ρυπογόνες μεθόδους. Έχουμε ορεινούς οικισμούς με τα ίδια προβλήματα. Το κόστος του ρεύματος είναι απαγορευτικό για την μικρή και μεγάλη βιοτεχνική και βιομηχανική παραγωγή. Και η χώρα διέρχεται την χειρότερη κρίση που γνώρισε ποτέ. Υπάρχει ανάγκη να στηριχθεί η υγιής και καινοτόμος επιχειρηματικότητα, τα σχήματα κοινωνικής οικονομίας που δίνουν έμφαση στην εξυπηρέτηση των αναγκών στο τοπικό επίπεδο και όχι στην κερδοσκοπία, καθώς και η δημιουργία νέων πόλων επαγγελματικής αριστείας για να βρουν οι αξιόλογοι άνθρωποι δουλειά στον τόπο μας.
Το Νομοσχέδιο για τις Ενεργειακές Κοινότητες
Το υπό συζήτησιν νομοσχέδιο προβλέπει πως μπορούν να συμμετέχουν σε τέτοια συνεργατικά σχήματα φυσικά πρόσωπα, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, καθώς και Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού στην ίδια περιφέρεια.
Διασφαλίζεται η τοπικότητα και η δημοκρατική εκπροσώπηση της τοπικής κοινωνίας με ρήτρα που προβλέπει πως τουλάχιστον το 51% των μελών της Ενεργειακής Κοινότητας πρέπει να σχετίζονται με τον τόπο στον οποίο βρίσκεται η έδρα της.
Τα μέλη που είναι φυσικά πρόσωπα απαιτείται να έχουν πλήρη ή ψιλή κυριότητα ή επικαρπία σε ακίνητο το οποίο βρίσκεται εντός της περιφέρειας της έδρας κάθε Ενεργειακής Κοινότητας ή να είναι δημότες Δήμου της περιφέρειας αυτής.
Τα νομικά πρόσωπα – μέλη πρέπει να έχουν την έδρα τους εντός της ίδιας περιφέρειας.
Βασικό αντικείμενο δραστηριότητας των Ενεργειακών Κοινοτήτων θα είναι:
1.Προσέλκυση κεφαλαίων για την πραγματοποίηση επενδύσεων με στόχο την αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, την Συμπαραγωγή Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης ή παρεμβάσεις βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης εντός της περιφερειακής ενότητας που βρίσκεται η έδρα της Ενεργειακής Κοινότητας.
2. Σύνταξη συναφών τεχνικοοικονομικών μελετών ή παροχή στα μέλη της τεχνικής υποστήριξης στους ανωτέρω τομείς.
3.Διαχείριση ή συμμετοχή σε προγράμματα χρηματοδοτούμενα από εθνικούς πόρους ή πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τους σκοπούς της.
4. Παροχή συμβουλών για τη διαχείριση ή συμμετοχή των μελών της σε προγράμματα χρηματοδοτούμενα από εθνικούς πόρους ή πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τους σκοπούς της.
5.Ενημέρωση, εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο για θέματα ενεργειακής αειφορίας.
6. Δράσεις για την αντιμετώπιση της ενεργειακής ένδειας σε ευάλωτους καταναλωτές ή πολίτες κάτω από τα όρια της φτώχειας, ανεξάρτητα αν είναι μέλη της ενεργειακής κοινότητας, όπως ενδεικτικά παροχή ή συμψηφισμός ενέργειας, ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών ή άλλα μέτρα που μειώνουν την κατανάλωση της ενέργειας στις κατοικίες των πολιτών αυτών.
Στο νομοσχέδιο, προτείνεται η θεσμοθέτηση ισχυρών κινήτρων για την δημιουργία και ανάπτυξη Ενεργειακών Κοινοτήτων, όπως θέσπιση σταθερών φορολογικών συντελεστών, δυνατότητα ένταξης στον Αναπτυξιακό Νόμο, προτεραιότητα στην αδειοδότηση, καθώς και δυνατότητα εφαρμογής εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού (virtual net metering).
Η νομική μορφή των Ενεργειακών Κοινοτήτων προβλέπεται να είναι αυτή του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την δυνατότητα να είναι ή εμπορικού ή μή-κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Στην πρώτη περίπτωση, οι επιχειρηματικές Ενεργειακές Κοινότητες θα μπορούν να διανέμουν τα κέρδη τους στους συνεταίρους. Στην περίπτωση μή κερδοσκοπικών Ενεργειακών Κοινοτήτων δεν θα διανέμεται πλεόνασμα στα μέλη.
Το παράδειγμα της Γερμανίας
Οι γερμανικές επιχειρήσεις συνεχώς επικεντρώνονταν σε πολιτικές αύξησης των πωλήσεων και μεγιστοποίησης των κερδών. Πρώτα σημάδια αυτής της εξέλιξης υπήρξαν οι μεγάλης κλίμακα εταιρικές συγχωνεύσεις και συνεργασίες: από αρχικώς οκτώ μείζονες εταιρείες διακίνησης, προέκυψαν εν τέλει οι τέσσερις ενεργειακές εταιρείες: E.ON, RWE, Vattenfall Deutschland και EnBW. Προς όφελος των μετοχικών συμφερόντων, οι εταιρική πολιτική των ονομαζομένων «τεσσάρων μεγάλων» υπόκειτο σε κεντρική διαχείριση και έλεγχο. Η παραγωγή ηλεκτρισμού από μεγάλης κλίμακας εργοστάσια καύσης άνθρακα και χρήσης πυρηνικής ενέργειας συνέχισε να αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα, αγνοώντας την απειλή της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής και την καταστροφή στον πυρηνικό αντιδραστήρα του Τσερνόμπιλ. Οι όμιλοι αγνοούσαν την φιλική προς το περιβάλλον παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και από την αποκεντρωμένη συνδυαστική παραγωγή θερμότητας και ενέργειας. Επιπλέον, οι τεχνολογίες αποτελεσματικότητας από την πλευρά της ζήτησης εμποδίστηκαν προς ικανοποίηση των μελών των διοικητικών συμβουλίων, ενώ θα μπορούσαν να έχουν μειώσει την κατανάλωση ηλεκτρισμού κατά 25% σε διάστημα δέκα ετών χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα της κατανάλωσης.
Σήμερα, οι επιχειρήσεις αυτές είναι αντιμέτωπες με τα συντρίμμια τις αποτυχημένης ενεργειακής τους πολιτικής. Αφ ης στιγμής οι γερμανικές ενεργειακές εταιρείες «έχασαν το πλοίο» της ενεργειακής μετάβασης, το συμβατικό επιχειρηματικό τους πρότυπο απέτυχε πλήρως. Οι συνέπειες: ζημίες δισεκατομμυρίων, αναστολή πληρωμής μερισμάτων, μειούμενες μετοχικές αποτιμήσεις, παύση λειτουργίας μεγάλων εργοστασίων, μαζικές απολύσεις και θεμελιακές αλλαγές στις δομές των εταιρειών.
Αφ ετέρου, χάρη στον Νόμο περί Ανανεώσιμης Ενέργειας, πολλές χιλιάδες ιδιωτών, συνεταιρισμών και όσων είχαν απομείνει από τις δημοτικές επιχειρήσεις διασφάλισαν πως η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Γερμανία θα μεταμορφωνόταν. Το μερίδιο του ηλεκτρισμού που παράγεται από μικρά εργοστάσια φυσικού αερίου, αιολική ενέργεια, φωτοβολταϊκά και μονάδες βιοαερίου αυξήθηκε ραγδαία τα τελευταία είκοσι χρόνια. Σήμερα, περισσότερο από 30% του γερμανικού ηλεκτρικού ρεύματος παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ οι μεγάλες ηλεκτρικές εταιρείες παράγουν το ρεύμα τους από περίπου 95% συμβατικές πηγές, όπως ο άνθρακας και η πυρηνική ενέργεια. Κατά την διάρκεια αυτής της εξέλιξης, πολλά μεγάλα εργοστάσια ενέργειας κατέστησαν ασύμφορα οικονομικώς και έπρεπε να παύσουν την λειτουργία τους. Η παραγόμενη από τον άνεμο ηλεκτρική ενέργεια είναι σήμερα πολύ φθηνότερη.
Αυτές οι ενδεικτικές εξελίξεις παρείχαν το κίνητρο σε πολλές πόλεις και δήμους να επαναδημοτικοποιήσουν τις προηγουμένως ιδιωτικοποιημένες δημόσιες εταιρείες τους ώστε να επανέλθει ο έλεγχός τους επί της τοπικής ενεργειακής μετάβασης. Επιπλέον, νέες δημόσιες επιχειρήσεις δημιουργήθηκαν σε περισσότερες των 120 κοινότητες, από το 2005. Εδώ, δεν είναι το συμφέρον των μετόχων, αλλά η έννοια του δημοσίου συμφέροντος και η αξία για τους πολίτες που έχουν προτεραιότητα.
Έναντι αυτής της αναστροφής, είναι σχεδόν αναχρονιστικό οι «πολιτικές διάσωσης» της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ελλάδα να απαιτούν ακόμη την ιδιωτικοποίηση κερδοφόρων επιχειρήσεων. Οι αρνητικές εξελίξεις στην Γερμανία έχουν δείξει πως τα δημόσια αγαθά, όπως το νερό, η ενέργεια και οι δημόσιες συγκοινωνίες στο πλαίσιο δημοτικής διαχείρισης μπορούν να παρέχονται με περισσότερο περιβαλλοντικά φιλικό, ανανεώσιμο και κλιματικά αποδοτικό τρόπο απ ότι στην περίπτωση κερδοσκοπικών ιδιωτικών εταιρειών. Τα οφέλη από τις δημοτικές επιχειρήσεις είναι επίσης απότοκο των χαμηλού κόστους δομών που ενέχει το επιχειρηματικό τους πρότυπο, υποστηριζόμενο από τον προσανατολισμό τους όχι αναγκαστικά προς το κέρδος, τις φοροαπαλλαγές, την καλύτερη πιστοληπτική αξιολόγηση και της δυνατότητάς τους να συμβάλλονται με τοπικούς προμηθευτές ενέργειας.
Μια Καινοτόμος Πολιτική Προοπτική
Η πρωτοβουλία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας είναι καινοτόμος και αναμένεται να προσφέρει μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας προς παραγωγικές και σοβαρές επιχειρηματικές δραστηριότητες. Έτσι, αφ ενός δίδεται επιχειρηματική και επαγγελματική διέξοδος σε πλήθος ανθρώπων που αναζητούν ατελέσφορες λύσεις σε παρωχημένα σχήματα μη κερδοσκοπικών οργανισμών και άπραγων Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων. Αφ ετέρου, ανοίγει μια κερδοφόρος και αναπτυσσόμενη αγορά, αυτή της παραγωγής και διάθεσης ενέργειας, στους πολίτες και στις τοπικές αυτοδιοικήσεις, που είναι ταυτόχρονα παραγωγοί και καταναλωτές. Έτσι συμβάλλουμε στον εκδημοκρατισμό της οικονομίας, στην δημιουργία περιβάλλοντος υγιούς ανταγωνισμού και στον μετριασμό των αθέμιτων ή κερδοσκοπικών πρακτικών των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων ή στην εξαιρετικά σπάταλη, αδιαφανή και κακή μέθοδο λειτουργίας και εξυπηρέτησης των δημοσίων οργανισμών ενέργειας.