
Μια αλεπού και ένας αετός κατοικούσαν κοντά κοντά, και σκέφτηκαν να συνάψουν επίσημη συμμαχία, όπως έκαμναν οι άνθρωποι με όρκο, για να βοηθά ο ένας τον άλλο. Αφού λοιπόν συνήψαν επίσημα φιλία, ο αετός έκανε φωλιά πάνω σε ένα δέντρο, και στο ίδιο δέντρο από κάτω σε έναν θάμνο μέσα η αλεπού έκανε τη δική της φωλιά, και ζούσαν μαζί ως φίλοι ο αετός με την αλεπού. Μια φορά, ο αετός δεν είχε κάτι άλλο να φάει, οπότε άρπαξε τα νεογέννητα αλεπουδάκια και τα έφαγε μαζί με τα αετόπουλά του. Η αλεπού εκείνη την ώρα έλειπε ψάχνοντας για τροφή· επέστρεψε, και τι να δει, έλειπαν τα αλεπουδάκια. Κατάλαβε τι συνέβη: ο αετός αντί να τα προστατέψει, τα έφαγε. Δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα, παρα μόνο πήγε στάθηκε μακριά και καταράστηκε τον αετό. Λίγο αργότερα συνέβη το εξής: κάπου σε έναν αγρό θυσιάζαν μια κατσίκα· οι αρχαίοι στις θυσίες τους προσέφεραν κάποια καλά κομμάτια απο το κρέας των θυσιαζόμενων ζώων στη φωτιά να αποτεφρωθούν, έτσι να τα φάει η φωτιά και μέσω της φωτιάς η τιμώμενη θεότητα. Αυτά τα κομμάτια που δίνονταν στη φωτιά λεγονταν στα αρχαία θυηλαί. Μιά θυηλή λοιπόν που καιγόταν άρπαξε ο αετός, δεν είχε καεί ακόμα, αλλά σε κάποιο μέρος του κρέατος υπέφωσκε φωτιά. Φέρνει ο αετός αυτό το κομμάτι στη φωλιά του να το φάει με τα αετόπουλά του. Από τη φωτιά όμως που υπέφωσκε στο κρέας, φύσηξε ένας δυνατός άνεμος και απλώθηκε η φωτιά στα φρύγανα και ξερόκλαδα της φωλιάς, η οποία κάηκε και τα αετοπουλάκια, απτέρωτα ακόμη, πέσανε στη γη, τα άρπαξε τότε η αλεπού και τα έφαγε μπροστά στα μάτια του αετού.
Η ιστορία διδάσκει ότι όσοι προδίδουν τη φιλία, ακόμα κι άν αποφύγουν την εκδίκηση αυτών πού αδίκησαν, λόγω αδυναμίας των τελευταίων, δε θα γλιτώσουν τη θεία τιμωρία.