
Παράλληλα με την μεγάλη επέτειο της Μικρασιατικής Καταστροφής, που οφείλει να απασχολεί το πανελλήνιο, για να αποδοθεί η δέουσα τιμή στην μνήμη των θυμάτων της γενοκτονίας που διέπραξαν οι Τούρκοι, να παραμείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες στην συλλογική μας μνήμη οι αρχέγονες κοιτίδες του Ελληνισμού στην Ανατολία και να διδασκόμαστε από τα ιστορικά λάθη που οδήγησαν στην μεγαλύτερη υπαρξιακή απειλή που αντιμετώπισε ο Ελληνισμός από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, υπάρχουν δύο ακόμη σημαντικές επετείους στην Ομογένεια που εορτάζονται εφέτος. Τόσο η Ι. Αρχιεπισκοπή Αμερικής όσο και η μεγάλη ελληνοαμερικανική οργάνωση ΑΧΕΠΑ συμπληρώνουν 100 χρόνια από της ιδρύσεώς τους.
Η συμπλήρωση μιας ολόκληρης εκατονταετηρίδας ζωής και δράσης είναι αξιόλογο γεγονός από μόνο του, πόσω δε μάλλον όταν πρόκειται για οργανισμούς παναμερικανικής εμβέλειας, οι οποίοι συνέβαλλαν στην οργανωτική συνοχή του ελληνοαμερικανικού στοιχείου και εξακολουθούν να καθορίζουν πολιτικές, πρακτικές και, εν τέλει, εξελίξεις στο κοινοτικό γίγνεσθαι.

Τα 100 χρόνια της ΑΧΕΠΑ
Το σημερινό άρθρο θα σταθεί στην επέτειο της ΑΧΕΠΑ και την άχρι τούδε σχέση της με την ελληνική γλώσσα, αλλά και τις προοπτικές για το μέλλον. Ως γνωστόν, την ανάγκη ίδρυσης της ΑΧΕΠΑ την επέβαλε ο φυλετισμός που κυριαρχούσε στις αρχές του 20ου αιώνα στην αμερικανική κοινωνία εναντίον των μη Αγγλοσαξόνων μεταναστών που κατέφθαναν μαζικά στις ακτές των ΗΠΑ, για να αποτελέσουν την ραχοκοκαλιά της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης της χώρας κατά τον 20ο αιώνα. Ιδρύθηκε το 1922 στην πόλη της Ατλάντα, με σκοπό την προώθηση της ενσωμάτωσης των Ελλήνων μεταναστών στην αμερικανική κοινωνία και την προάσπιση των πολιτικών τους δικαιωμάτων, καθώς και την υπεράσπισή τους κατά των διακρίσεων, τον φανατισμό και του μίσους ρατσιστικών οργανώσεων, όπως η Κου-Κλουξ-Κλαν.
Κατά τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της, δυστυχώς η ΑΧΕΠΑ, στην προσπάθειά της να επισπεύσει την ενσωμάτωση των Ελλήνων μεταναστών και να καταπολεμήσει την διάχυτη ξενοφοβία που επικρατούσε στις νότιες αμερικανικές πολιτείες, ενδέχεται να έδειξε υπερβάλλον ζήλο και να εμφανιζόταν, κατά περιπτώσεις, «βασιλικότερη του βασιλέως», προωθώντας τον αμερικανισμό εις βάρος της ελληνικότητας των μελών της.
Ως εικός, η τάση αυτή προκάλεσε αντιδράσεις μέσα στις τάξεις της Ομογένειας, η οποία, παράλληλα με την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των μελών της, αγωνιούσε για την διατήρηση και διάδοση της Ορθόδοξης πίστης, της μητρικής γλώσσας τους και των υπολοίπων στοιχείων της πολιτισμικής τους ταυτότητας.
Προτάσεις και αγωνίες για την χρήση της ελληνικής γλώσσας
Το 1923, ιδρύθηκε η GAPA (Greek American Progressive Association), με σκοπό να λειτουργήσει ως το ελληνοκεντρικό «αντίπαλο δέος» της ΑΧΕΠΑ, εστιάζοντας στην χρήση της ελληνική γλώσσας. Επίσης, η κυκλοφορία ενός «μανιφέστου» προς τους αξιωματούχους και τα μέλη της ΑΧΕΠΑ λίγο πριν την Γενική Συνέλευση του 1929, το οποίο εκδόθηκε από την αυτοαποκαλούμενη «μεγάλη συντηρητική μερίδα των εν Αμερική Ομογενών» ασκεί κριτική στον έως τότε παραγκωνισμό της ελληνικής γλώσσας από την ηγεσία της ΑΧΕΠΑ και προτείνει γενναίες μεταρρυθμίσεις που θα καθιστούσαν την ελληνική γλώσσα ισότιμη με την αγγλική, τόσο στο καταστατικό, όσο και στις εργασίες της ΑΧΕΠΑ. Στο μανιφέστο αυτό, τονίζεται ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι αναγκαίες όχι μόνο για να αποκρουστεί η κριτική που ασκείτο στην ΑΧΕΠΑ ότι υποβάθμιζε την ελληνικότητα, αλλά και για να επιτευχθεί η περαιτέρω εξάπλωσή της μέσα στους κόλπους της Ομογένειας και να επωφεληθούν οι νέες γενιές.
Ωστόσο, οι προτάσεις αυτές δεν υιοθετήθηκαν από την Γενική Συνέλευση του 1929. Αντ’ αυτού, με παρέμβασή του στο Περιοδικό της ΑΧΕΠΑ, ο τότε πρόεδρος της οργάνωσης απέκρουσε τις κατηγορίες περί παραγκωνισμού της ελληνικής γλώσσας, τονίζοντας ότι δεν υπάρχει ρητή αναφορά για «επίσημη γλώσσα» στο καταστατικό της οργάνωσης και ότι η απόφαση για το δικαίωμα χρήσης μιας γλώσσας κατά την διάρκεια συνεδριάσεων επαφίεται στον εκάστοτε προεδρεύοντα των κατά τόπους συνελεύσεων. Δικαιολογεί δε την απόρριψη προσθήκης επίσημης αναφοράς στην ελληνική γλώσσα στο Καταστατικό από την Γενική Συνέλευση του 1929, εξηγώντας ότι θα ήταν περιττή, διότι, κατά το σκεπτικό των συνέδρων, δεν υπήρχε κάποιο γλωσσικό ζήτημα που έχρηζε διευθέτησης.
Στις εννέα δεκαετίες που πέρασαν, πολλά έχουν αλλάξει. Με την συνειδητή στροφή της αμερικανικής κοινωνίας προς την πολυπολιτιστικότητα από την δεκαετία του 1960 και μετά, παράλληλα με την μονιμοποίηση της ελληνικής παροικίας στις ΗΠΑ, οι ομογενείς έπαψαν να στοχοποιούνται λόγω εθνικότητας. Αν και σε φιλοσοφικό επίπεδο είναι αβέβαιο κατά πόσον η παραδοσιακή αγγλοσαξωνική ελίτ στις ΗΠΑ θα μπορούσε ποτέ να δεχθεί έναν λαό με εγγενείς ειδοποιές διαφορές στην πολιτιστική κληρονομιά του ως «σαρξ εκ της σαρκός της», σίγουρα οι σημερινοί ομογενείς κινδυνεύουν περισσότερο από τον αντίστροφο ρατσισμό παρά από την φυλετική διάκριση που αντιμετώπιζαν οι πρωτοπόροι Έλληνες μετανάστες.
Προοπτικές για το μέλλον
Άρα, ως ομογενειακή οργάνωση, οφείλει και η ΑΧΕΠΑ να εξελιχθεί παράλληλα. Σήμερα, ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει αφορά πολύ περισσότερο στην διατήρηση και διάδοση της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, παρά στην διαμόρφωση χρηστών αμιγώς Αμερικανών πολιτών.
Αν και το καταστατικό της περιλαμβάνει πλέον ρητή αναφορά στην αγγλική ως επίσημη γλώσσα της οργάνωσης, υπάρχει και η ρητή πρόβλεψη για την υποχρέωση διάδοσης, μελέτης και προαγωγής του ελληνικού πολιτισμού. Αναπόσπαστο μέρος του πολιτισμού αυτού αποτελεί και η κιβωτός του, που δεν είναι άλλη από την ελληνική γλώσσα.
Συνεπώς, ατενίζοντας προς το μέλλον και την επόμενη εκατονταετηρίδα, η ΑΧΕΠΑ θα πρέπει να αφιερώσει περισσότερη προσοχή και πόρους στο κρίσιμο ζήτημα της ελληνικής γλώσσας. Το θέμα της ελληνικής παιδείας αφορά ολόκληρη την οργανωμένη ομογένεια, όχι μόνο τις ενοριακές κοινότητες που είναι επιφορτισμένες με την λειτουργία ελληνικών εκπαιδευτηρίων.
Η ελληνική γλώσσα παραμένει το «βαρύ πυροβολικό» στην φαρέτρα της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Το διαπιστώνει κανείς από το ειλικρινές αίσθημα θαυμασμού που εισπράττει από ξένους, όταν μαθαίνουν ότι είναι ελληνομαθής. Για παράδειγμα, η δυνατότητα κατανόησης της Αγίας Γραφής στην γλώσσα την οποία συντάχθηκε είναι κάτι που γοητεύει πολλούς καθαρόαιμους Αμερικανούς και δεν θα πρέπει να παραβλέπεται από την τοπική Εκκλησία.
Η «άπλυτη σωβρακοφανέλα!» που θεωρούσε την ελληνική νεκρή γλώσσα
Τα τιτιβίσματα του πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο Ελόν Μασκ, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την ανάρτηση της λέξης «διαλεκτική» στα ελληνικά, αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα του κύρους και της σπουδαιότητας της γλώσσας μας. Όπως αποτελεί και η «πληρωμένη» απάντηση που έδωσε ένας Έλληνας χρήστης σε κάποιον που σχολίασε το τιτίβισμα ρωτώντας τον κ. Μασκ γιατί τιτιβίζει «σε μια νεκρή γλώσσα», για να εισπράξει την επική ατάκα: «τι λες μωρή άπλυτη σωβρακοφανέλα!»
Για να μην αποδειχθούμε κι εμείς «σωβρακοφανέλες», ας μην αφήσουμε ιδεοληψίες και συμπλέγματα κατωτερότητας να σταθούν εμπόδιο στην άσκηση μιας ολοκληρωμένης πολιτιστικής διπλωματίας. Μεγάλες οργανώσεις, της εμβέλειας της ΑΧΕΠΑ, πρέπει να πρωτοστατήσουν στον αγώνα διάδοσης της ελληνικής γλώσσας στον 21ο αιώνα. Εκτός όλων των άλλων, το επιτάσσουν και μεσομακροπρόθεσμοι λόγοι ύπαρξης των ίδιων των οργανισμών, αλλά και του Ελληνισμού της Αμερικής.