Οι μεταναστεύοντες αρέσκονται συχνά να παρατηρούν τις διαφορές της πατρίδας τους με τη νέα χώρα που τους υποδέχεται, μάλλον παρά τις ομοιότητες. Με μια απλή περιήγηση είτε στους δρόμους των πόλεων είτε στις διαδικτυακές πλατφόρμες, είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς πως η σύγκριση  των χωρών, των κρατών, των λαών, των πολιτισμών κουβεντιάζεται παντού και πάντα. Σαν έκφραση μιας ανάγκης να θυμάται ο μετανάστης-άνθρωπος από πού προέρχεται, να γνωστοποιεί τις ιδιαιτερότητες του τόπου του και, αντίστοιχα, να αποκτά ιδέα για τους τόπους καταγωγής των διαφόρων συνομιλητών του. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα γίνεται η συνδιαλλαγή, όταν φαίνεται οι ομοιότητες κι οι διαφορές αυτές να έχουν, κάποτε, κοινό παρονομαστή.

Το πρώτο πράγμα που σκεπτόμουν, όταν μετακινούμουν στο Λονδίνο για την νέα αρχή, δεν ήταν να επισκεφθώ μια εκκλησία. Ειδικά την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα, έχω παρατηρήσει πως η ιδέα να επισκεφθώ κάποιον ναό της χριστιανοσύνης, τις περισσότερες φορές μου έχει προξενήσει κάποια αγοραφοβική σχεδόν δυσφορία για τις ομιλίες, τον θόρυβο, κάποια σπρωξίματα σε μεγάλες γιορτές και άλλα παρόμοια, που είχα παρατηρήσει ως φαινόμενα σε μεγάλους κυρίως ναούς. Κατάσταση που κάθε άλλο παρά δελεαστική φαντάζει για πολλούς ανθρώπους, προκαταλαμβάνοντάς τους πως, παραδόξως, δεν έχουν πολλές πιθανότητες να βρουν ησυχία σε ένα τέτοιο μέρος. Εξαίρεση έχουν αποτελέσει κατά καιρούς κάποιοι ναοί που έχω επισκεφθεί στην γενέτειρά μου, Θεσσαλονίκη, όπως αυτοί της Μονής Βλατάδων, της Παναγίας Λαοδηγήτριας, στην Άνω Πόλη και άλλες ακόμη. Αξιοσημείωτο είναι πως σχεδόν πάντοτε, οι εξαιρέσεις που συνάντησα, ήταν στεγασμένες στους πιο μικρούς, ταπεινούς ναούς της πόλης.

Πρόσφατα, και ζώντας ήδη για δεύτερο χρόνο στο Λονδίνο, έπιασα ένα σαββατόβραδο τον εαυτό μου να διερευνά μέσω του διαδικτύου , ποιες και πόσες ορθόδοξες εκκλησίες υπάρχουν στην μεγαλούπολη, και δη στην ανατολική της πλευρά, όπου κατοικώ. Με έκπληξη διαπίστωσα πως σε πολύ μικρή απόσταση από την γειτονιά μου, υπάρχει ο ελληνικός ορθόδοξος ναός του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, στον αριθμό 184 της Mare Street. Πρόκειται για μια κεντρική γειτονιά της περιοχής του Hackney, με ιδιαίτερα ανατολίτικο χαρακτήρα και για έναν δρόμο πολυσύχναστο που βρίθει εστιατορίων βιετναμέζικης και τουρκικής κουζίνας. Το πρωί της επόμενης Κυριακής, λοιπόν, αποφάσισα να δω από κοντά πώς μπορεί να είναι αυτός ο ναός, με περισσή περιέργεια για την αρχιτεκτονική του αλλά, κυρίως, για την ατμόσφαιρα που θα συναντούσα εντός, δεδομένου του ομογενειακού του χαρακτήρα. Μαθαίνω, όντως, όπως άλλωστε φανερώνει η εξωτερική κι η εσωτερική αρχιτεκτονική του, πως η ύπαρξη του ναού χρονολογείται από το 1886 ως καθολικής αποστολικής εκκλησίας, ώσπου το 1966, ογδόντα χρόνια μετά, παραχωρείται στην ελληνική κοινότητα του Hackney και ξεκινά να λειτουργεί ως ελληνικός ορθόδοξος ναός.

Ήταν πρωτόγνωρη η εμπειρία να ακούω το Ευαγγέλιο, το Σύμβολο της Πίστεως καθώς και το “Πάτερ Ημών” να λέγονται και στις δύο γλώσσες, ελληνική και αγγλική. Όλο το υπόλοιπο κομμάτι της Λειτουργίας γίνεται μόνο στα ελληνικά. Ακόμα πιο πρωτόγνωρη, όμως, ήταν η αίσθηση της κοινότητας που αποκόμισα από αυτήν την πρώτη μου επίσκεψη εκεί. Μια ατμόσφαιρα σπιτική, με ανθρώπους απλοντυμένους, που μόλις έμπαιναν στο ναό κι έρχονταν να καθίσουν παραδίπλα, καλημέριζαν οπωσδήποτε ο ένας τον άλλο, με χαμόγελο! Χρειάστηκε, ευχάριστα, να απαντήσω πολλές φορές, εκείνο το κυριακάτικό πρωινό, με ένα νεύμα καλημέρας, σε πολλές γλυκειές, ηλικιωμένες -ως επί το πλείστον- υπάρξεις, που με χαιρέτησαν δίχως να με ξέρουν. Οι περισσότερες γυναικείες φιγούρες εκεί, είναι αλήθεια, μου θύμισαν φυσιογνωμίες γνώριμες, συγγενικές. Μου έκανε τρομερή εντύπωση που σχεδόν όλοι χαίρονταν που αντάμωναν εκεί κι αγκαλιάζονταν μεταξύ τους! Σκέφτηκα για λίγο πως ίσως κάπως έτσι να ήταν οι εκκλησίες στις πρώτες κοινότητες των χριστιανών των αποστολικών χρόνων! Σαν αγκαλιά, σαν σπίτι, με απλότητα, ευλάβεια και περιπτύξεις αδελφοσύνης.

Μερικές φορές, ένα μέρος σαν κι αυτό, αν και φέροντας έναν συγκεκριμένο θρησκευτικό χαρακτήρα, μπορεί, ωστόσο, για κάποιους ανθρώπους που ζουν στο εξωτερικό, να σταθεί η αιτία να νιώσουν ζεστά, να συγκεντρωθούν με έναν τρόπο, να προσευχηθούν ίσως με έναν άλλον. Κοινές αναφορές, κοινή παράδοση είναι βέβαια η αφορμή, μα ακόμα πιο κοινή μου φαίνεται η εγγενής μας ανάγκη για εγγύτητα, οικειότητα, κοινωνία. Το λιγότερο, άξιο παρατήρησης σιωπηλής κι εποικοδομητικής, μου φάνηκε το να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μου μια κοινότητα με τέτοια χαρακτηριστικά, πολύ μακριά από την πατρίδα, με τις μορφές ανθρώπων που δεν γνώριζα.

Στην έξοδο, και μετά από το καθιερωμένο αντίδωρο, παρατηρώ πως σε όλο το εκκλησίασμα μοιράζονται “φιλέματα”: κέηκ, λαγάνες, κόλυβα, φτιαγμένα όλα από τους ανθρώπους που εκκλησιάζονται συστηματικά στο ναό. Τα δέχομαι πρόθυμα! Διαπιστώνω τότε πως η κυριακάτικη Λειτουργία εκεί, ξεκινά στις 10:00 π.μ. και τελειώνει στη 1:00 μ.μ. Ευνοούνται, δηλαδή, κι αυτοί που έχουν παρακοιμηθεί το πρωί της Κυριακής! Οι Κυριακές μπορούν να είναι όμορφες στο Λονδίνο, σκέφτομαι. Ιδίως όταν έχει λίγη ηλιοφάνεια, τέτοια που να σου επιτρέπει, βγαίνοντας από το ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου -εν προκειμένω- να περπατήσεις ολόκληρη σχεδόν τη Mare Street με κατεύθυνση προς Bethnal Green, μέχρι το κανάλι και να πάρεις το δρομάκι που θα σε οδηγήσει στο πανέμορφο Victoria Park. Όπως τώρα!

Originally posted 2017-11-05 07:55:35.