
Εάν δεν τηρούσαμε τα προσχήματα και μας ενδιέφερε να κυριολεκτούμε, θα έπρεπε κάποια στιγμή να διεξαχθεί σοβαρή συζήτηση για αλλαγή της επίσημης ονομασίας της χώρας από Ελληνική Δημοκρατία σε Ελληνική Κομματοκρατία. Όχι ότι ο όρος «δημοκρατία» δεν χρησιμοποιείται καταχρηστικά και στην αλλοδαπή – π.χ. κάποιοι μιλούν ανερυθρίαστα για Τουρκική Δημοκρατία (sic) – αλλά επειδή η ελληνική γλώσσα έχει το προνόμιο της εκφραστικής δεινότητας και του ανεξάντλητου εκφραστικού πλούτου, τέτοιες εκπτώσεις βαραίνουν περισσότερο τους ελληνόφωνους. Πώς αλλοιώς να αποδοθεί η έννοια του εκφυλισμού μιας ολόκληρης παράταξης από τις ιδεολογικές προτιμήσεις ενός και μόνο ανθρώπου (π.χ., του προέδρου του κόμματος); Για παράδειγμα, η φιλελεύθερη ιδεολογία του σημερινού προέδρου της Νέας Δημοκρατίας τείνει να αλλάξει ριζικά το κόμμα, να το αλλοτριώσει από τις καταβολές του. Κανονικά, θα έπρεπε να οδηγήσει στην διάσπαση του κόμματος, αλλά η λαϊκή δεξιά μοιάζει ανήμπορη να βρει τον βηματισμό της στην Ελλάδα…
Το ίδιο ισχύει με την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία ετοιμάζεται για αμερικάνικο makeover υπό την επίβλεψη του νέου προέδρου της. Ήδη, τα δύο μεγάλα κόμματα τα ενώνουν πολλά περισσότερα απ’ όσα τα χωρίζουν. Η κεντρομόλα στροφή αμφότερων των «μεγάλων» κομμάτων δεν θα ήταν απαραιτήτως κακό, εάν παρουσίαζαν έστω μια ουσιαστική διαφοροποίηση στις μεθόδους και πολιτικές που ακολουθούν για να φτάσουν στους – λίγο πολύ κοινούς – στόχους που έχουν θέσει. Δυστυχώς, αυτό δεν δείχνει να ισχύει.

Δυσδιάκρτιες οι διαφορές ανάμεσα στα μεγάλα κόμματα
Ο Σύριζα ψήφισε και εκτέλεσε το σκληρότερο απ’ όλα τα μνημόνια που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα. Η Νέα Δημοκρατία τήρησε την Συμφωνία των Πρεσπών κατά γράμμα, ακόμη και τώρα που παραβιάζεται συστηματικά από την σκοπιανή πλευρά. Ακούει κανείς την υφυπουργό Παιδείας κα Μιχαηλίδου να υπερασπίζεται την απόφαση του πρώην υπουργού Παιδείας κ. Γαβρόγλου για περιορισμό της έπαρσης της σημαίας και του εθνικού ύμνου στην Βουλή και αδυνατεί να διακρίνει αν εκπροσωπεί την Νέα Δημοκρατία ή τον Σύριζα.
Ακόμη και η εκλογή του κ. Κασσελάκη στην αρχηγία του Σύριζα δεν έγινε στο πλαίσιο της επικράτησης του επί των εσωκομματικών αντιπάλων του με βάση ουσιαστικά θέματα πολιτικής, αλλά επειδή έπεισε τα μέλη του κόμματος ότι ήταν ο καταλληλότερος να νικήσει τον κ. Μητσοτάκη στις επόμενες εθνικές εκλογές και να επαναφέρει το κόμμα στην εξουσία. Η ίδια η αυτοπροβολή του κ. Κασσελάκη ως «αντιμητσοτάκη», ως έναν πολιτικό που μπορεί να κοντράρει τον πρωθυπουργό στους επικοινωνιακούς τομείς όπου ο τελευταίος υπερτερούσε έναντι του κ. Τσίπρα, δείχνει ότι η ουσία της πολιτικής τον ενδιαφέρει ελάχιστα, μπροστά στην προοπτική της νομής της εξουσίας.
Τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού κράτους, υπήρχε μεγαλύτερη διάθεση ρεαλισμού. Οι ψηφοφόροι καλούντο να ψηφίσουν το «αγγλικό», «γαλλικό» ή «ρωσικό» κόμμα και οι πολιτικοί δεν κρυβόταν πίσω από το δάκτυλό τους ως προς τα συμφέροντα που εξυπηρετούσαν. Σήμερα μοιάζει να περισσεύει η υποκρισία.
Η τοπική αυτοδιοίκηση ως συνέχεια της αυτόνομης κοινότητας
Η τοπική αυτοδιοίκηση ήταν ανέκαθεν η τελευταία ελπίδα για την διάσωση κάποιων ψηγμάτων γνησιότερης δημοκρατίας. Η «μικρή κλίμακα» και η εντοπιότητα ταίριαζαν ανέκαθεν στην ελληνική θεώρηση των πραγμάτων. Η προσωπική επαφή με τους υποψηφίους επέτρεπε και τον ψηφοφόρο να σχηματίσει καλύτερη εικόνα για τις δυνατότητες και ικανότητες του εκάστοτε υποψηφίου. Άλλωστε, ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης ήταν ο πλησιέστερος στον θρυλικό θεσμό της αυτόνομης κοινότητας, που αποτέλεσε, με την σειρά της, ιστορική συνέχεια της αρχαίας πόλεως-κράτος και του ρωμέικου κοινοτισμού.
Δυστυχώς, ο κομματισμός σάρωσε και αυτό το πεδίο, μετατρέποντάς το σε προέκταση του εγχωρίου πολιτικού παιγνιδιού. Ο κομματισμός απλώνει τα πλοκάμια του και στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπου προβάλλονται κατά κανόνα διαλεχτοί της κομματικής καμαρίλας, άτομα που θεωρούνται ότι θα συμπλέουν με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς για την εκάστοτε περιφέρεια ή εν δυνάμει αυριανοί βουλευτές και υπουργοί που πρέπει πρώτα να «χτίσουν προφίλ».
Από ενεργοί συμμέτοχοι στον «άθλο της πολιτικής», οι τοπικοί άρχοντες μεταμορφώνονται σε τοπικοί εκπρόσωποι κομμάτων, με τους εκάστοτε κομματικούς αρχηγούς να πανηγυρίζουν με τις νίκες τους και να επιχειρούν να παρουσιάσουν τα αποτελέσματα ως ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση ή το τάδε ή δείνα κόμμα. Τα λόγια περί ανεξάρτητης τοπικής αυτοδιοίκησης αποδεικνύονται φενάκη που κρατάει μόλις και μετά βίας ως την πρώτη Κυριακή των εκλογών. Αμέσως μετά, τα επικοινωνιακά στρατηγεία των κομμάτων αναλαμβάνουν δράση και επιχειρούν να φιλοτεχνήσουν την εικόνα που τους βολεύει.
Ήδη, στις τοπικές εκλογές του 2023, η κυβέρνηση έσπευσε να δρέψει δάφνες για την εκλογή 6 περιφερειαρχών που προέρχονται από την παράταξή της και να την παρουσιάσει ως λαϊκή ψήφο εμπιστοσύνης για τις πολιτικές της, αγνοώντας την τεράστια αποχή, πού ξεπέρασε το 50%! Σε ανάλογες κινήσεις προέβησαν και κόμματα της αντιπολίτευσης. Ουδείς δείχνει να προβληματίζεται για την αποχή των πολιτών από το πλησιέστερο ίσως σημερινό κατάλοιπο της ακομμάτιαστης δημοκρατίας. Και είναι λογικό, άλλωστε, αυτό, διότι μια πραγματικά ανεξάρτητη τοπική αυτοδιοίκηση αντιστρατεύεται τα κομματικά συμφέροντα.
Ο άθλος της πολιτικής στις τοπικές μας κοινωνίες
Φυσικά, ίσως να υπάρχουν ακόμη κάπου κάποιες εξαιρέσεις…σαν τους Μανιάτες και Σουλιώτες που αντιστεκόταν στην ξένη διακυβέρνηση, ακόμη και μέσα στις πιο σκοτεινές μέρες της Οθωμανικής περιόδου. Ίσως να υπάρχουν ακόμη τοπικοί άρχοντες που μπορεί να διαγνώσουν ότι «αν πονάει η κεφαλή, φταίει η απρόσωπη αγάπη που’ χει βρει» και μπορούν να επαίρονται ότι η δικιά τους «έχει όνομα, έχει σώμα και θρησκεία και παππού σε μέρη αυτόνομα μέσα στην τουρκοκρατία»!
Όπως και να΄ χει, ο πολιτικός άθλος δεν σταματάει με τις εκλογές. Ίσα-ίσα, εκεί αρχίζει. Είτε προέρχονται από τον κομματικό σωλήνα, είτε κατάφεραν και παρέκαμψαν τους πραίτορες και αναδείχθηκαν με το σπαθί τους, το στοίχημα του πολιτικού άθλου για τους αιρετούς αξιωματούχους παραμένει. Ο αριστοτελικός ορισμός της πόλεως εξακολουθεί να είναι βαθύτατα συνυφασμένος με τον όρο δημοκρατία.
Τώρα, εάν επιμένουμε να ονομάζουμε την κομματοκρατία καταχρηστικά ως δημοκρατία, ίσως να χάνει και το νόημά της η οποιαδήποτε αναφορά σε «αυτοδιοίκηση». Εάν και εφόσον η κομματοκρατία θέλει να ελέγχει και την τοπική αυτοδιοίκηση, ίσως τελικά να ήταν πιο έντιμο να καταργούσαμε την αιρετή δευτεροβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση και να επιστρέφαμε στο σύστημα του διορισμού νομαρχών από την κεντρική κυβέρνηση. Τουλάχιστον έτσι θα αποφεύγαμε τις όποιες παρανοήσεις και η εκάστοτε κυβέρνηση θα αναλάμβανε την πλήρη ευθύνη για τις πολιτικές που εφαρμόζει σε κάθε άκρη της χώρας. Εναλλακτικά, το ζητούμενο είναι να αναδειχθούν οι τοπικοί άρχοντες, αλλά και η «εκκλησία του δήμου», τουτέστιν η σύναξη των πολιτών, μέσα από την ειδοποιό διαφορά στον τρόπο που πολιτεύονται. Μια διαφορά που θα μπορέσει να διαφυλάξει ακόμη κάποια τελευταία ψήγματα δημοκρατίας από την κομματοκρατία που ρημάζει τον τόπο σε πείσμα των καιρών.