Η κρίση, η προτεραιότητα που δίδεται στη μακροοικονομική σταθεροποίηση και οι χρόνιες ελλείψεις του κοινωνικού κράτους έχουν υπονομεύσει σοβαρά την κοινωνική συνοχή στην Ελλάδα, με τη διεύρυνση των ανισοτήτων, την αποεπένδυση, την ανεργία, τη διαρροή εγκεφάλων και τη φτώχεια να φτάνουν σε νέα ύψη. Δημόσια διοίκηση και οι κοινωνικοί εταίροι δεν έχουν ακόμα παρουσιάσει ένα στερεό πλαίσιο κοινωνικής πολιτικής που θα μπορούσε να προσφέρει μια βιώσιμη και πειστική διέξοδο από τους δολίχους της υπανάπτυξης.

Οι επενδύσεις στην Κοινωνική Οικονομία θα μπορούσαν να είναι μια βιώσιμη εναλλακτική λύση. Η Κοινωνική Οικονομία είναι το άθροισμα των οικονομικών δραστηριοτήτων που περιλαμβάνουν ιδιωτικά μέσα και επιδιώκουν συλλογικούς, κοινωνικούς ή δημόσιους σκοπούς. Αποτελεί τον τρίτο οικονομικό τομέα μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού. Τα πιο ορατά συστατικά της μέρη παρουσιάζουν είτε επιχειρηματική ή μη-κερδοσκοπική δραστηριότητα, και σε ορισμένες περιπτώσεις συνδυάζουν και τις δύο. Παραδοσιακοί οργανισμοί της Κοινωνικής Οικονομίας είναι τα σωματεία, τα ιδρύματα, οι συνεταιρισμοί και τα ταμεία αλληλασφάλισης. Η πιο ενδιαφέρουσα προσθήκη σε αυτή την πλούσια παλέτα είναι οι κοινωνικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι εταιρείες που έχουν συσταθεί για την επιδίωξη κοινωνικών στόχων, παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες στην αγορά σε οικονομικά σημαντικές τιμές και παρουσιάζουν μετρήσιμες θετικές κοινωνικές εξωτερικότητες.

Γνωρίζουμε ήδη ότι οι οργανισμοί της Κοινωνικής Οικονομίας είναι καλοί εργοδότες, είναι αρκετά ανθεκτικοί στην κρίση και παρέχουν έδαφος για επιχειρηματικό και αναπτυξιακό πειραματισμό. Αυτός ο εναλλακτικός οικονομικός τομέας συνδέει τις επενδύσεις με την απασχόληση και τη συνοχή. Και αυτό είναι το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Κοινωνικής Οικονομίας.

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας που είχαμε πριν από την κρίση αντιμετωπίζει σήμερα συστημική αποεπένδυση (π.χ. λιτότητα, ιδιωτικοποιήσεις, ισομορφισμς των δημόσιων θεσμών σε ιδιωτικούς, απόσυρση του κράτους από θεματικά πεδία παροχής υπηρεσιών). Η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των ιδιωτικών φορέων, των δημόσιων αρχών και του τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας μετατοπίζεται και αναδιοργανώνεται, επηρεάζοντας την προσβασιμότητα, την τιμολογιακή πολιτική, την ποιότητα και την ανάδραση της παροχής υπηρεσιών γενικού συμφέροντος. Η δημόσια χρηματοδότηση των οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα παροχής υπηρεσιών γενικού συμφέροντος και οι περικοπές στους δημόσιους προϋπολογισμούς αφήνουν σημαντικά τμήματα του πληθυσμού να υποεξυπηρετούνται. Ταυτόχρονα, η αυξανόμενη ζήτηση για εξατομικευμένες υπηρεσίες, το νέο προφίλ των προσωπικών αναγκών, η εξέλιξη των κοινωνικών αναγκών και κοινωνικών κινδύνων αλλάζουν το πεδίο. Έτσι, η ωριμότητα, οι αποτυχίες ή ο κορεσμός της αγοράς εκφράζονται άμεσα ως ευκαιρίες και απειλές για την Κοινωνική Οικονομία.

Αυτή η ατζέντα είναι ζωτικής σημασίας για τον ελληνικό λαό και την ελληνική οικονομία. Μέσα από μια άνευ προηγουμένου προσπάθεια, οι Έλληνες κατάφεραν να υπερασπιστούν το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και είναι τώρα αποφασισμένοι να οδηγήσουν την οικονομία τους προς μια αναπτυξιακή πορεία που να έχει νόημα. Φυσικά υπάρχουν προϋποθέσεις στο μακρο-επίπεδο, υπό το πρίσμα του σημερινού πλαισίου δημοσιονομικής εξυγίανσης. Η πρόσφατη άνοδος του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ συνεπάγεται μια αυξανόμενη αναλογία των πληρωμών τόκων προς το ΑΕΠ. Αυτό με τη σειρά του αυξάνει την αναλογία του φόρου εισοδήματος. Ένας υψηλότερος συντελεστής φορολογίας εισοδήματος υπονομεύει την οικονομική δυναμική και ως εκ τούτου περιορίζει τις ευκαιρίες για καινοτομία στην κοινωνική πολιτική. Έτσι, δεν πρέπει να αγνοηθούν οι δεσμοί μεταξύ των οικονομικών δυναμικών και της διαθεσιμότητας επενδυτικών κεφαλαίων. Η αξία της Κοινωνικής Οικονομίας θα μπορούσε να αποδειχθεί στη δημιουργία βέλτιστης απόδοση της επένδυσης, όταν συνυπολογιστούν και τα κοινωνικά οφέλη. Στην εποχή της διαρροής και της σπανής κεφαλαίων και ενώ έχουμε συστημική κοινωνική κρίση, θα έπρεπε να εξετάσουμε την επένδυση στην Κοινωνική Οικονομία.

Originally posted 2018-04-01 10:22:20.

Written by

Ιωάννης ΝΑΣΙΟΥΛΑΣ

Ο Ιωάννης Νασιούλας είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, Εμπειρογνώμων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής Οικονομίας. Είναι Επικεφαλής της Δημοτικής Παράταξης "Νέα Αρχή για την Θεσσαλονίκη", Δημοτικός Σύμβουλος και Υποψήφιος Δήμαρχος του Δήμου Θεσσαλονίκης.