
Μπαίνοντας σε ένα νέο έτος είθισται να κοιτάμε μπροστά, αλλά η πρόσφατη συνάντηση της Μικτής Επιτροπής για την αναθεώρηση του συντάγματος της Αρχιεπισκοπής Αμερικής θυμίζει κάτι το μπαγιάτικο. Τα ήξεις αφήξεις γύρω από το θέμα, που ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 2019 με την ξαφνική αναστολή του συντάγματος έμοιαζαν επιτέλους να είχαν καταλλαγιάσει με την επαναφορά της ισχύος του μετά από «αίτημα» (sic) της Αρχιεπισκοπής. Όμως, πριν καν προλάβει να κοπάσει ο θόρυβος, η υπόθεση επανήλθε στο προσκήνιο με μια αινιγματική ανακοίνωση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Το θέμα συζητείται επισήμως πλέον μεταξύ του Πατριαρχείου και της Αρχιεπισκοπής. Παραδόξως πως, στα τρία και πλέον χρόνια που ανέκυψε το ζήτημα, οι περισσότεροι άμεσα εμπλεκόμενοι (αρχιερείς και ιερείς που υπηρετούν στις ΗΠΑ και ο λαός, που κρατά τις ενορίες και τις διακονίες της Αρχιεπισκοπής σε λειτουργία με την συνεισφορά του) δηλώνουν άγνοια για τις προτεινόμενες αλλαγές, πολύ δε περισσότερο τους λόγους που τις επιβάλλουν. Πιθανόν το ίδιο να ισχύει για τους περισσότερους ιεράρχες της Μητέρας Εκκλησίας και συνοδικούς πάρεδρους. Ωστόσο, η διαδικασία συνεχίζεται, παρά τα ρίσκα που μπορεί να κρύβονται για αμφότερες τις πλευρές.

Η τροποποίηση του συντάγματος δεν αναμένεται να λύσει ουσιαστικά προβλήματα
Για τους περισσότερους Ομογενείς, δεν αξίζει τον κόπο να ξοδέψουν και πολύ φαιά ουσία συλλογιζόμενοι το σύνταγμα επειδή δεν άπτεται ουσιαστικών πτυχών της ζωής τους. Όποιες και να είναι οι τροποποιήσεις, δεν αναμένεται να προσφέρουν σχεδόν τίποτε για την αντιμετώπιση χρονίων προβλημάτων που ταλανίζουν την Ομογένεια και την τοπική Εκκλησία, όπως δεν προσέφεραν και οι προηγούμενες αλλαγές. Ασχέτως εάν ο Αρχιεπίσκοπος πετύχει να διαλυθούν οι Μητροπόλεις και επεκτείνει κι άλλο τον διοικητικό του έλεγχο επί ολόκληρης της επαρχίας ή οι Μητροπολίτες καταφέρουν να διατηρήσουν τα σημερινά τους προνόμια, δεν αλλάζουν οι προκλήσεις που καλείται ο Ελληνισμός της Αμερικής να αντιμετωπίσει. Οι περισσότερες ενορίες θα εξακολουθούν να τα βγάζουν πέρα ίσα ίσα, τα ελληνικά κοινοτικά σχολεία θα παραμείνουν αντιμέτωπα με την συρρίκνωση του αριθμού των μαθητών τους και την οικονομική δυσπραγία, εν πολλοίς, εξαιτίας της παντελούς απουσίας στρατηγικού σχεδιασμού και συνεργασίας, οι μεικτοί γάμοι θα αυξάνονται ολοένα και περισσότερο με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την συνοχή της Ομογένειας, εκτός αν βρεθεί τρόπος να ενεργοποιηθούν τα νεαρά αυτά ζευγάρια και τα παιδιά τους στα κοινοτικά δρώμενα μακροπρόθεσμα, η Σχολή του Τιμίου Σταυρού και το Ελληνικό Κολλέγιο θα συνεχίζουν να είναι απαγορευτικά κοστοβόρα, κτλ.
Εν τούτοις, ο τρόπος χειρισμού της υπόθεσης του συντάγματος προκαλεί προβληματισμό διότι αποκαλύπτει ένα υποβόσκον πρόβλημα που είναι πολύ πιο σοβαρό. Η έλλειψη συντονισμού και ο κατακερματισμός της Ομογένειας αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην επίτευξη προόδου και την επίλυση συστημικών προβλημάτων. Συζητούνται αυτή την στιγμή αλλαγές σε βασικό καταστατικό έγγραφο της Αρχιεπισκοπής και όμως ακόμη και ορισμένα από τα πλέον υψηλά ιστάμενα πρόσωπα στο οργανόγραμμα δηλώνουν άγνοια για τα τεκταινόμενα. Νοείται οίκοθεν ότι άλλοι ομογενειακοί θεσμοί και μεγάλες οργανώσεις έχουν αποκλειστεί εντελώς από τον διάλογο.
Δεν αμφισβητείται φυσικά το δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να τροποποιεί το σύνταγμα της επαρχίας του. Όμως, εν προκειμένω, δεν μπορεί να μην γεννά προβληματισμό η νοοτροπία που επιδεικνύουν βασικοί παράγοντες στην υπόθεση αυτή. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ομογένειας είναι το υψηλό επίπεδο μόρφωσης πολλών μελών της. Αν προστεθεί και η παραδοσιακή έφεση του Ελληνισμού σε θέματα τοπικής αυτοδιοίκησης και αυτοδιαχείρισης, υπάρχει ένας λόγος παραπάνω να επιδιωχθεί η ουσιαστική εμπλοκή όλων των ενδιαφερομένων πλευρών σε ένα δημοκρατικό διάλογο ή μια διαλογική συζήτηση για την διαμόρφωση του νέου συντάγματος και τις υπάρχουσες ελλείψεις που χρήζουν διορθωτικών κινήσεων. Η περιθωριοποίηση ενός τόσο μεγάλου κεφαλαίου δεν μοιάζει και τόση έξυπνη κίνηση – ειδικά με τον άτσαλο τρόπο που πραγματοποιείται κατά την παρελθούσα τριετία.
Αποτίμηση της μέχρι τώρα διαχείρησης της συνταγματικής τροποποίησης
Αν και είναι νωρίς να προβλεφθούν οι αλλαγές που θα προκύψουν από τις διεξαγόμενες συζητήσεις, πόσω δε μάλλον να αξιολογηθούν, δεν είναι δύσκολο να διαπιστωθεί ότι η μέχρι τώρα διαχείριση του θέματος υπήρξε κατώτερη των περιστάσεων. Στην καλύτερη περίπτωση, η διαδικασία χαρακτηρίζεται από υπερβολική μυστικοπάθεια και πατερναλισμό, την στιγμή που η περιορισμένη συμμετοχή από την λαϊκή βάση μοιάζει να αντίκειται στον ίδιο τον δηλωμένο στόχο της βελτιστοποίησης της συνταγματικής λειτουργικότητας. Στην χειρότερη περίπτωση, διεγείρονται υποψίες για παιχνίδι εξουσίας από έναν σχετικά νέο και άπειρο αρχιεπίσκοπο, που όπως το πάει, θα δυσκολευθεί να αποδείξει ότι δεν έχει ως κίνητρο ιδιοτελή συμφέροντα.
Εκτός του ότι όλο αυτό δεν βοηθά την Ομογένεια, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο ότι οι κινήσεις αυτές μπορεί να αποξενώσουν την Μητέρα Εκκλησία από το ποίμνιό της στις ΗΠΑ και να προκαλέσουν δυσαρέσκεια ακόμη και ανάμεσα στους παραδοσιακούς υποστηρικτές του Πατριαρχείου. Αντί να ενδυναμώνει τον δεσμό μεταξύ Φαναρίου και Αρχιεπισκοπής, ένα νέο σύνταγμα, εάν εξακολουθεί να προωθείται με τόση προχειρότητα, μπορεί στο τέλος να τον διαβρώσει και να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από όσους επιδιώκουν να αφαιρέσουν την μεγαλύτερη επαρχία του Οικουμενικού θρόνου από τα χέρια της.
Η εμμονή με το σύνταγμα παρέλκει. Θα ήταν προτιμώτερο να εγκύψουν οι βουληφόροι στα χρόνια προβλήματα και τις προκλήσεις που προϋπάρχουν των τελευταίων συνταγμάτων και θα εξακολουθούν να υπάρχουν και μετά το επόμενο. Εκεί βρίσκεται η ουσία. Όλα τα υπόλοιπα είναι «άλλου παπά Ευαγγέλιο».