Η παιδική σκηνή του Χρήστου Τριπόδη κι η θεατρική εταιρεία «Μέθεξις» παρουσιάζουν το έργο του Γιάννη Ξανθούλη με τίτλο «Η Αλίκη στη χώρα των ψαριών» σε περιοδεία ανά την Ελλάδα, που ξεκίνησε από το καλοκαίρι. Ένας από τους σταθμούς της περιοδείας το θέατρο Ράδιο Σίτυ στη Θεσσαλονίκη, όπου και την παρακολουθήσαμε. Μπορεί ο Γιάννης Ξανθούλης να είναι περισσότερο γνωστός στο ευρύ κοινό για τα μυθιστορήματά του, ωστόσο, έχει ασχοληθεί με το θέατρο και δη με τα θεατρικά έργα για παιδιά. Το πιο γνωστό – ίσως – από τα έργα του είναι το «Ανέβα στη στέγη να φάμε το σύννεφο», που πολλές φορές επιλέγεται και από εκπαιδευτικούς στα σχολεία ή από εμψυχωτές σε εργαστήρια λόγω της περιβαλλοντικής θεματικής του.

Παρόμοιος είναι και ο πυρήνας του έργου, που παρουσιάζουμε στο παρόν άρθρο. Στο κέντρο του προβληματισμού του έργου βρίσκεται η ανάπτυξη της οικολογικής συνείδησης. Γύρω από αυτό το θέμα αναπτύσσονται και άλλα επιμέρους θέματα, όπως είναι πχ η ανάγκη ειρηνικής συνύπαρξης των ανθρώπων, η αλληλεγγύη και η ομαδικότητα ως απαραίτητες προϋποθέσεις για την επίτευξη οποιουδήποτε στόχου. Στην περίπτωση της Αλίκης, που βρίσκεται μετά από ένα ναυάγιο στο βυθό μαζί με τα ψάρια, στόχος είναι να εμποδίσουν την Πετρελαιοκηλίδα να μολύνει ολόκληρη τη θάλασσα. Για να το καταφέρουν αυτό πρέπει να μάθουν να κατανοούν ο ένας τον άλλον, να συνεργάζονται και να συνεισφέρει ο καθένας με ό,τι καλύτερο έχει για το κοινό καλό.

Πώς και πού, όμως, θα τα μάθουν τα ψάρια όλα αυτά; Μα, στο σχολείο που ιδρύει η Αλίκη στον βυθό. Ο χαρακτήρας της Αλίκης στο έργο είναι ένας ιδιάζων χαρακτήρας. Στην αρχή μοιάζει πως θα διαφθείρει τα ψάρια. Στην προσπάθειά της να τους μιλήσει για τον κόσμο των ανθρώπων, καταφέρνει μόνο να τα κάνει να νοιάζονται για το χρήμα και την εξουσία. Όταν συνειδητοποιεί ότι τα ψάρια έχουν γίνει σαν τους ανθρώπους, τότε αποφασίζει να τους μιλήσει για την Αγάπη. Μ’ έναν τρόπο, ο συγγραφέας είναι σαν να «κλείνει το μάτι» στο εκπαιδευτικό σύστημα και στο τι είδους ανθρώπους αυτό δημιουργεί, τι αξίες και αρχές εμφυσά στην επερχόμενη γενιά.

Όσον αφορά στο έργο του Γιάννη Ξανθούλη θεωρώ πως έχει κάποιες αρετές. Ωστόσο, αν και εντοπίσαμε έναν κεντρικό πυρήνα στο έργο, υπήρχαν κι άλλα κέντρα βάρους, τα οποία συνεχώς μετέθεταν τον άξονα του έργου. Δεν έχουμε, λοιπόν, εδώ να κάνουμε με μία πορεία που κάνει ο ήρωας, με μια μετάβαση, αλλά με τις χαλαρά συνδεδεμένες περιπέτειες του ήρωα.

Όσον αφορά στην παράσταση, τώρα, η σκηνοθεσία του Χρήστου Τριπόδη ήταν από χωροταξιακή μέχρι και ανύπαρκτη. Απολύτως περιττή η αναφορά σε επίκαιρα θέματα όπως πχ το Survivor – μια πραγματικά άτυχη στιγμή αυτή. Η Μαρία Θωμά στο ρόλο της Αλίκης είχε πολλά τεχνικά προβλήματα. Ξεχώρισαν οι Βασίλης Γιακουμάρος για το κέφι του επί σκηνής, ποτέ δεν άφησε στην τύχη αυτό που έκανε, ο Δημήτρης Ζωγραφάκης για το αβίαστο κωμικό του ταλέντο και η Τζούλι Τσόλκια για τη στιβαρότητα της παρουσίας της.

Εν συνόλω, πρόκειται για μια παράσταση που σε πολλά σημεία της θυμίζει επιθεώρηση, και μάλιστα κακή. Η μουσική του Μιχάλη Τριπόδη ήταν από τα καλά σημεία της παράστασης που ξεσήκωνε και τα παιδιά.

Τελικά, η παράσταση μας άφησε με ένα ερωτηματικό. Γιατί οι ενήλικες καθοδηγούνται να παίξουν στη σκηνή τα παιδιά σαν να είναι «χαζοχαρούμενα»; Κανένα παιδί δεν είναι έτσι. Τα παιδιά είναι χαρούμενα με την ίδια σοβαρότητα που έχουν και όταν κλαίνε, κι όταν παίζουν κι όταν στεναχωριούνται, καθώς κι όταν τρώνε. Τα παιδιά δίνονται – αφήνονται στην στιγμή. Δεν την υπερβάλλουν – μεγεθύνουν. Ας τα αντιμετωπίσουμε, λοιπόν, με την ίδια σοβαρότητα που μας αντιμετωπίζουν κι αυτά.