
Την Πέμπτη που μας πέρασε, ο χρηματιστηριακός δείκτης Dow Jones έσπασε το φράγμα των 25.000 μονάδων. Η ραγδαία άνοδος των χρηματοοικονομικών αποτίμησεων στις ΗΠΑ ακολούθησε την ανακοίνωση των θετικών στοιχείων για την απασχόληση που ξεπέρασαν τις προσδοκίες. Πέρυσι τέτοιο καιρό, είχε πάρει 24 ημέρες για να καλύψει ο Dow Jones τις χίλιες μονάδες απόσταση, από τις 20.000 στις 21.000. Στις ημέρες του Προέδρου κυρίου Ντόναλντ Τράμπ, αυτό το έδαφος καλύφθηκε μόλις σε μία μέρα. Μετά την εκλογή του, η αμερικανική οικονομική μηχανή βρυχάται.
Ένας βασικός λόγος που οι ψηφοφόροι στράφηκαν προς τον κύριο Τράμπ ήταν ξεκάθαρα οι προσδοκίες τους πως θα έκανε την οικονομία των ΗΠΑ ξανά οργιώδη: στην χώρα των ευκαιριών, η δυσαρέσκεια από την οικονομική πολιτική του κυρίου Ομπάμα είχε πάρει ενδημικά χαρακτηριστικά. Αντίθετα με την γραμμή που προβάλλουν αρκετά αντιπολιτευμόμενα μέσα μαζικής ενημέρωσης στις ΗΠΑ, διεθνώς και στην Ελλάδα, η δηλητηριώδης οπτική των ανθρώπων του καθεστώτος των Δημοκρατικών δεν δείχνει να συγκινεί τους Αμερικανούς και ιδίως τους βιοπαλαιστές επαγγελματίες και τους προκομένους μετανάστες. Στον κύριο Τραμπ είδαν την επιθετικότητα και την εμπειρία του businessman που όλοι θα ήθελαν να είναι. Και ο κύριος Τραμπ τους δικαιώνει πανηγυρικά.
Τα νομοσχέδια για τις γιγάντιες περικοπές φόρων, η παλαιάς κοπής διαχείριση της χρηματιστηριακής πιάτσας, η ρητορική περί υποκατάστασης των εισαγωγών και επιστροφής στις ΗΠΑ όσων μεγάλων πολυεθνικών έχουν τα εργαστάσια και τις θέσεις εργασίας τους έξω, καθώς και οι σχεδιασμοί για mega-δημόσιες επενδύσεις για υποδομές στο εσωτερικό έχουν ενθουσιάσει την αγορά και τους εργαζομένους. Ιδίως οι τελευταίοι επλήγησαν βαριά από τις πολιτικές των Δημοκρατικών, που οδήγησαν τις ΗΠΑ σε μια αποκατάσταση της απασχόλησης με τσιμεντωμένα χαμηλά μεροκάματα: από την ανάπτυξη χωρίς απασχόληση (jobless growth) στην εργασία χωρίς ανταμοιβή (moneyless jobs).
Το μάθημα από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είναι χρήσιμο για όλους, σε μια περίοδο που λέγεται πως οι αγορές ποδηγετούν την πολιτική. Στην περίπτωση του κυρίου Ντόναλντ Τραμπ, αυτό ακούγεται σαν χαριτωμένο αστείο.