Στο “Κεφάλαιο για τη φιλοσοφία της αξίας”, ο Simmel εφαρμόζει αυτό ακριβώς το μεθοδολογικό ύφος, όπου εμφανίζεται η συνάφεια του οικονομικού με το σώμα της γνώσης. «…το οικονομικό σύστημα του κόσμου είναι οπωσδήποτε βασισμένο σε μια αφαίρεση, ήτοι, στη σχέση μεταξύ αμοιβαιότητας και ανταλλαγής, την ισορροπία μεταξύ θυσίας και οφέλους. Ενώ στην πραγματική διαδικασία στην οποία αυτό λαμβάνει χώρα βρίσκουμε αξεχώριστα συνυφασμένα τα θεμέλια και τα αποτελέσματα, τις προσδοκίες και τις ικανοποιήσεις τους. Αλλά αυτός ο τρόπος ύπαρξης δε το ξεχωρίζει από άλλες περιοχές στις οποίες, για τους σκοπούς των ενδιαφερόντων μας, υποδιαιρούμε τη συνολικότητα των φαινομένων». Τα επιστημονικά πεδία διακρίνονται στη βάση μιας πρωταρχικής αφαίρεσης. Συνέχουν εντός τους όλες τις αντίθετες έννοιες. Κανένα από τα κατηγορήματα που χρησιμοποιούμε δε μπορεί να αποτελεί κεντρικό σημείο της ανάλυσης, με βαρύτητα μεγαλύτερη από των υπολοίπων.

grecobooks

Ο Simmel χρησιμοποιεί την ιδέα της αξίας για να δείξει αυτό το δυναμικό στοιχείο στη συγκρότηση της γνώσης μας για τις οικονομικές πρακτικές. Η αξία ενός πράγματος έχει μια υποκειμενική διάσταση. Υπάρχει μόνον όταν αυτό το πράγμα σχετίζεται με ένα άλλο στο πλαίσιο της ανταλλαγής. Συνεπώς, όλες οι οικονομικές αξίες αποτελούν αξίες ανταλλαγής. Και η ανταλλαγή συνίσταται στο να θυσιάζουμε κάτι που έχουμε, ώστε να αποκτούμε κάτι που δεν είναι δικό μας. Είτε ο άνθρωπος ανταλλάσσει με άλλους («ανθρώπινη οικονομία»), είτε πασχίζει να εξασφαλίσει πράγματα από την ίδια τη φύση που τον περιβάλλει μέσα από κόπο και εργασία («φυσική οικονομία»), θυσιάζει μια αξία για να αποκτήσει κάποια άλλη.

Η ουσία αυτού του υποκειμενισμού δεν ανάγεται μόνον στην ανταλλαγή. Κάθε παράσταση ανταλλαγής συμβαίνει μέσα στον πραγματικό άνθρωπο. Αυτή η προσωπική διεργασία προσδίδει μια ξεχωριστή αίσθηση της ανταλλαγής για τον κάθε ένα. «…το πάρε δώσε μεταξύ θυσίας και απόκτησης, μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο, είναι η πρωταρχική υπόθεση και ταυτόχρονα, η σταθερή ουσία, κάθε διμερούς ανταλλαγής». Η αξιολόγηση για την αναγκαιότητα της θυσίας αντιστοιχίζεται στην επιθυμία της απόκτησης. Όλα αυτά συμβαίνουν μέσα στον άνθρωπο. «Είναι εξαιρετικής σημασίας να κάνουμε αυτή την αναγωγή της οικονομικής διαδικασίας σ αυτό που πραγματικά συμβαίνει, δηλαδή, στην ψυχή κάθε οικονομικού παράγοντα». Ασχέτως αν απέναντι στη θέση αυτού που ανταλλάσσει κάτι βρίσκεται η φύση ή κάποιος άλλος άνθρωπος, η ουσία της ανταλλαγής παραμένει η ίδια – ασχέτως αν «είναι θέμα μιας γνήσια φυσικής οικονομίας ή μιας οικονομίας των ανταλλαγών»

fb_img_15123029487601234235691.jpg

Το σχετικό εδώ είναι πως τα πράγματα δεν έχουν μια ειδική αξία από μόνα τους, όσο επίμονα και αν τα παρατηρήσουμε και όσο βαθιά και αν τα αναλύσουμε: «από μόνα τους στερούνται αξίας». Κάθε φορά, η αξία ενός πράγματος καθορίζεται επακριβώς μόνον όταν εισερχόμαστε στην περίσταση μιας συγκεκριμένης ανταλλαγής. «Ειδικές συνθήκες, λοιπόν, είναι αναγκαίες για να αποδώσουμε μια αξία σε ένα πράγμα, επειδή κάθε τέτοια αξιολόγηση αποτελεί περιστατικό του δικού μας πολύπλοκου συστήματος αισθημάτων, το οποίο τελεί σε συνεχή αναδιάταξη, προσαρμογή και ανασύνθεση». Συνεπώς, στην οικονομία των ανταλλαγών δεν αντιπαρατάσσονται καλά και σταθερά καθορισμένες αξίες, αλλά οι στάσεις των ανθρώπων που διαμορφώνονται μέσα στην περίσταση.
Ο δυναμικός χαρακτήρας της αξίας βρίσκεται στο ότι ο άνθρωπος αποφασίζει για την απόδοσή της. «…υπάρχει και σειρά περιπτώσεων στις οποίες η θυσία δεν αυξάνει απλώς την αξία του στόχου, αλλά και τη δημιουργεί». Τόσο οι ηθικές, όσο και οι αισθητικές αξίες ανήκουν ως εξέχοντα παραδείγματα στην κατηγορία αυτή. Ας πούμε, στην περίπτωση ενός ηθικού άθλου, «αν η πράξη συμβεί χωρίς οποιαδήποτε κατάκτηση, ως αυτόματο αποτέλεσμα της ροής των πραγμάτων, δε κατατάσσεται υψηλά στην κλίμακα της αντικειμενικής ηθικής αξίας, άσχετα με το πόσο επιθυμητή είναι αντικειμενικά. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν είμαστε περισσότερο ηθικοί απ’ όσο ένα λουλούδι είναι όμορφο: δε μπορούμε να βλέπουμε την ομορφιά ενός λουλουδιού ως ηθική αρετή».

Η οικονομία είναι μια αφαίρεση και όχι μια υπόσταση. Υφίσταται μόνον μέσα στις ανταλλαγές και οι ανταλλαγές μόνον μέσα στην οικονομία. Τα πράγματα έχουν αξία για την οικονομία μόνον όταν αποτελούν ανταλλάξιμα είδη. «Τα άγρια φρούτα που μαζεύονται χωρίς κόπο και δε δίνονται για ανταλλαγή, αλλά τα καταναλώνουμε απευθείας, δεν αποτελούν οικονομικό αγαθό. Μετρούν ως τέτοια μόνον όταν η κατανάλωσή τους μας σώζει από κάποιο άλλο είδος οικονομικού εξόδου. Αν, παρ’ όλα αυτά, όλες οι απαιτήσεις της ζωής ήταν να ικανοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε καμία θυσία να μην είναι αναγκαία, οι άνθρωποι απλά δε θα εμπλέκοντο με τη βιομηχανία, τουλάχιστον όχι παραπάνω απ’ όσο τα πουλιά και τα ψάρια, ή οι νεράιδες των παραμυθιών».

«Έτσι, υπάρχουν αρκετά πράγματα αξίας που δεν είναι οικονομικά, αλλά δεν υπάρχουν πράγματα με οικονομική αξία που να στερούνται αξίας σε κάθε περίσταση που είναι οικονομικά». Πού βρίσκεται η διαφορά; Στη σκέψη του Simmel, η επιθυμία για πράγματα που λείπουν ή χρειάζεται κόπος για να αποκτηθούν αποτελεί την ψυχολογική έκφραση αυτής της απόστασης μεταξύ του ανθρώπου και των πραγμάτων. Και αυτή η απόσταση εκφράζεται ως αξία. Μόνον η αναφορά σε ένα σκοπό, μόνο η προσθήκη της ανθρώπινης θέλησης και επιθυμίας είναι σε θέση να δημιουργεί αξίες: «…η ίδια διαδικασία που δομεί σε βιομηχανικό σύστημα τις αξίες ως προϋποθέσεις, αυτή η ίδια παράγει τις οικονομικές αξίες». Έτσι, μια σημαντικότητα των πραγμάτων ως τέτοιων δεν υφίσταται και αποτελεί αφαίρεση. Η ψυχολογική διεργασία σε κάθε δοσμένη περίσταση, όπου ο άνθρωπος πρέπει να επιλέξει τί θα θυσιάσει ώστε να αποκτήσει αυτό που επιθυμεί, είναι η απαρχή της οικονομίας και της οικονομικής σκέψης. Τότε είναι που δημιουργούνται οι αξίες. Τόσο οι κοινωνικές πεποιθήσεις όσο και οι προσωπική αίσθηση της ανάγκης συνυπάρχουν, για το Simmel, στη διαδικασία αυτή.

Το χρήμα ως αυταξία
Το χρήμα καταλαμβάνει μια θέση στη σύγχρονη ζωή, μέσα από μια αξεδιάλυτη ενότητα των κοινωνικών συμβάσεων και των βαθύτερων ψυχολογικών τοποθετήσεων του ανθρώπου απέναντι σ’ αυτό. Στη συμβατική ακολουθία των σκοπών, το μέσο είναι αναγκαίο για να εξασφαλίζει το σκοπό. Στο “Χρήμα στην ακολουθία των σκοπών”, ο Simmel δείχνει τους βαθύτερους ψυχολογικούς μηχανισμούς που καθιστούν το χρήμα αυταξία, σκοπό από μόνο του και απόλυτη αξία.

Ονομάζει το σχετικό μηχανισμό «ψυχολογική επέκταση των ποιοτήτων». Είναι μια ανθρώπινη κατάσταση, όπου οι ποιότητες που διαθέτει ένα αντικείμενο αποδίδονται σε διπλανά του, στην ακολουθία των σκοπών που ανήκει. «Η αίσθηση της αξίας που προκαλεί ένα μεμονωμένο στοιχείο μεταβαίνει και διαχέεται μέσα από τη ρίζα του συστήματος και στα άλλα στοιχεία, που είναι καθαυτά ξένα προς τούτη την αίσθηση». Στην περίπτωση του χρήματος αυτή η ψυχολογική ακολουθία ανατρέπεται με το δικό της τρόπο. Ο τελικός σκοπός απομειώνεται σε αξία και αναδεικνύεται η απόλυτη αξία του μέσου. Το χρήμα μετατρέπεται σε αυτόνομη αξία: δεν αξιολογείται από αυτά που μπορεί να εξασφαλίσει, αλλά αναδεικνύεται σε μια οριστική και αξιοσέβαστη αξία τόσο κεφαλαιώδη, όσο ήταν παραδοσιακά η κατοχή της γης ή η γνωριμία με ένα άνθρωπο κύρους και εξουσίας. Χάνεται η μεσολαβητική ιδιότητα του χρήματος στις δοσοληψίες. Χάνεται η αγοραστικότητα. Δε μετατρέπεται σε μια οριστικότερη αξία. Κατέχεται και αυτό αρκεί.

Ο αυξανόμενος εκχρηματισμός της οικονομίας σημαίνει πως αυξάνονται τα πράγματα που αποκτώνται επί χρήμασι. «Καθώς αυξάνει η αξία του ως μέσου, αυξάνει η αξία του ως μέσου και μάλιστα τόσο πολύ ώστε να ισχύει ως απόλυτη αξία και η συνείδηση του σκοπού σ’ αυτό να παύει οριστικά». Η εξασφάλιση που νιώθουν οι άνθρωποι από την κατοχή του ενέχει θρησκευτικές διαστάσεις. Υπάρχει το εύγλωττο παράδειγμα του τσιγκούνη, που δεν ενδιαφέρεται να χρησιμοποιεί το χρήμα, αλλά απλώς να το κατέχει και έτσι νιώθει την απόλυτη εξασφάλιση. Και το αντίστοιχό του στη σπατάλη, όπου η σημασία δε βρίσκεται στο τι αγοράζει κανείς, αλλά στην εσωτερική επιβεβαίωση αυτού που ξοδεύει πως έχει την απόλυτη εξουσία στα χέρια του. Η ίδια ψυχολογική τοποθέτηση υπάρχει και απέναντι στη φτώχεια ως απόλυτη χρηματική ένδεια. Αναδεικνύεται ως ένα απόλυτο ηθικό ιδεώδες και πηγή συμπάθειας. Και εμφανίζεται σε κοινωνίες με υψηλό βαθμό εκχρηματισμού, όπου η απεμπλοκή από την ανάγκη για χρήμα εκφράζει την απελευθέρωση από τις δαιμονικές του επιδράσεις στην ψυχή.

 

Απόσπασμα από το έργο: “Η Κοινωνική Οικονομία της Ελλάδος και το Κοινωνικό της Κεφάλαιο – Μια συνολική, θεσμική και εθνικολογιστική αναγνώριση”, του Ιωάννη ΝΑΣΙΟΥΛΑ, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις του Ινστιτούτου Κοινωνικής Οικονομιας. Αποκλειστικά διαθέσιμο στο www.grecobooks.com

Written by

Ιωάννης ΝΑΣΙΟΥΛΑΣ

Ο Ιωάννης Νασιούλας είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, Εμπειρογνώμων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής Οικονομίας. Είναι Επικεφαλής της Δημοτικής Παράταξης "Νέα Αρχή για την Θεσσαλονίκη", Δημοτικός Σύμβουλος και Υποψήφιος Δήμαρχος του Δήμου Θεσσαλονίκης.