
Το ταξίδι της Μεγάλης Σαρακοστής, το οποίο οδηγεί στον εορτασμό του Αγίου Πάσχα, χαρίζει μια μοναδική βιωματική εμπειρία στην (προ)οπτική της Ελληνορθόδοξης κληρονομιάς. Η εν λόγω εκκλησιαστική περίοδος κατέχει κεντρική θέση στην ελληνοχριστιανική κοσμοθεωρία. Κι αφού, όπως λέει και η παροιμία, «δεν λείπει ο Μάρτης από την Σαρακοστή», στρέφουμε σήμερα την προσοχή μας στην εμπειρική γνώση που αντλεί ο λαός μας από το ξεχωριστό αυτό πνευματικό βίωμα.
Κατά τα δύο Σάββατα προ της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και το πρώτο Σάββατο των Νηστειών, η παράδοση θέλει να τιμούμε τους κεκοιμημένους αδελφούς μας μέσα από τις ιερές ακολουθίες και την επιμνημόσυνη προσφορά των κολλύβων. Αναπόφευκτα, καθώς δίνουμε τα ονόματα των οικείων μας για να μνημονευθούν στην ιερά πρόθεση και το μνημόσυνο που θα ψαλεί, η σκέψη μας γυρνά στους αγαπημένους μας και την «προσωπική ετερότητά» τους, που καθιστά την μνήμη τους όντως αξέχαστη και αιωνία, διατηρώντας την σχέση μας μαζί τους ζωντανή ακόμη και μετά την εκδημία τους από την εφήμερη τούτη ζωή.

Τα τραγούδια της γιαγιάς και ο ήχος πλάγιος του Δ΄
Μια από τις πρώτες και πλέον αγαπημένες αναμνήσεις του υποφαινομένου είναι τα νανουρίσματα και τραγούδια της γιαγιάς του. Δεκαετίες αργότερα, κατάλαβα ότι η γιαγιά τραγουδούσε σε ήχο «πλάγιο του τετάρτου», έναν από τους οκτώ κυρίους ήχους της Βυζαντινής μουσικής, η οποία προέρχεται, με την σειρά της, από τους «τρόπους» της μουσικής των αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται για τις κλίμακες που αναφέρουν, μεταξύ άλλων, οι μεγάλοι φιλόσοφοι Πυθαγόρας και ο Πλάτων (π.χ. η δώρια, φρύγια, λύδια και μιξολύδια, καθώς και οι πλάγιες κλίμακές τους).
Όπως οι περισσότεροι σύγχρονοί της, η γιαγιά περιόρισε τις σπουδές της στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση λόγω των συνθηκών της εποχής εκείνης, ενώ δεν διδάχτηκε ποτέ την μουσική με συστηματικό τρόπο. Πώς γίνεται λοιπόν να γνώριζε να τραγουδάει σε ήχο Πλάγιο του Δ΄; Προφανώς, γνώριζε τον ήχο εμπειρικά, από φυσική πρόσκτηση. Το ίδιο ισχύει για πολλούς μουσικούς από τον χώρο του δημοτικού τραγουδιού ή του ρεμπέτικου. Ένας από τους πιο γνωστούς Έλληνες καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, ο Μάρκος Βαμβακάρης, αναφέρει χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξή του ότι «όλα είναι βυζαντινά τα δικά μου τραγούδια, αρχαία».
Την θέση αυτή έρχονται να επιβεβαιώσουν οι δύο μεγαλύτεροι συνθέτες της νεώτερης ελληνικής ιστορίας, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που ο Θεοδωράκης, σε κάποια συνέντευξή του, ανέφερε ότι η «Συννεφιασμένη Κυριακή», του Βασίλη Τσιτσάνη, ένα από τα σπουδαιότερα άσματα του περασμένου αιώνα, βασίζεται στον ίδιο ήχο (πλάγιο του Δ΄) με το θαυμάσιο Κοντάκιον «Τη Υπερμάχω», που ουσιαστικά αποτελεί έναν δεύτερο εθνικό ύμνο του Ελληνισμού.
Μίκης και Μάνος για την επίδραση της Βυζαντινής μουσικής
Χρόνια νωρίτερα, στο βιβλίο του «Μουσική για τις Μάζες», που εξεδόθη το 1972, ο Θεοδωράκης σημειώνει: «Tί το καινούργιο τέλος πάντων φέραμε εμείς οι νεοέλληνες συνθέτες; Τί είπαμε που να μην έχει ήδη ειπωθεί από τους ανυπέρβλητους βυζαντινούς ψαλμωδούς; … Μέσα στη μουσική μου υπάρχουν στοιχεία βυζαντινής και δημοτικής μουσικής…. Γράφοντας σε χαρτί τις βυζαντινές μελωδίες διαπίστωσα το πόσο κοντά βρίσκεται ο κόσμος της σύγχρονης λαϊκής και έντεχνης μουσικής μας με το βυζαντινό μουσικό σύμπαν… .Καθώς έζησα μέσα στην εκκλησία τα παιδικά μου χρόνια, με έχουν επηρεάσει βαθιά όλοι οι Ύμνοι και οι Ψαλμοί που άκουσα στις Λειτουργίες, στις Δοξολογίες, στα Μνημόσυνα, στους Χαιρετισμούς… Σχετικά με την επίδραση της βυζαντινής μελωδίας στη μουσική μου μπορώ να πω ότι βρίσκεται μέσα στο κάθε μου έργο, σχεδόν μέσα σε κάθε μου μελωδία…»
Ομοίως, ο Χατζιδάκις εξηγεί ότι «Πάνω σ’ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή διακρίνομε καθαρά την επίδραση ή καλύτερα την προέχταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μα ακόμη παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, που δεν είναι άλλη από την αυστηρή και απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία».
Τα μέσα που διασώζουν την πολιτιστική κληρονομιά μας
Οι αναμνήσεις των παιδικών χρόνων συναντιούνται με τις μύχιες προσευχές καθώς ανάβουμε ένα κεράκι δίπλα στα κόλλυβα, ως ελάχιστη πράξη αγάπης και κοινωνίας, μέχρι να ανταμώσουμε ξανά «αι γενεαί πάσαι». Καθώς η σκέψη ταξιδεύει στο σπίτι της γιαγιάς στο χωριό, τα ευλογημένα έργα των χεριών της, τα τραγούδια της, αναλογίζομαι ένα απόσπασμα από «Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά» του Οδυσσέα Ελύτη, όπου γράφει για «το πόση ευγένεια παράγουν (οι λαοί), ακόμη και κάτω από τις πιο δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες, όπως ο δικός μας λαός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα του αποπνέανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων».
Έχουμε πολλά να μάθουμε από τα τραγούδια μας, την υμνογραφία μας, την οικογένειά μας, όπου συχνά περικλείονται πληροφορίες, εμπειρική γνώση και παραδόσεις παλιότερες και πολυτιμότερες απ’ ότι μπορούμε να φανταστούμε. Αυτά είναι τα εμπράκτως δοκιμασμένα μέσα χάρη στα οποία διασώζονται αρχαίες παραδόσεις και μεταλαμπαδεύονται στις επόμενες γενιές, για να συνεχιστεί αισίως το μακραίωνο ταξίδι του λαού μας.