
Για τη σύνδεση της γλώσσας με την πραγματικότητα και για το σύμβολο ως πηγή γνώσης, γράφει ο Δημήτρης Ψαλλίδας
Στο δεύτερο βιβλίο των Ιστοριών του Ηροδότου διαβάζουμε: « Προτού γίνει βασιλιάς τους ο Ψαμμήτιχος, οι Αιγύπτιοι θαρρούσαν ότι ήταν ο αρχαιότερος λαός του κόσμου. Όταν ο Ψαμμήτιχος έγινε βασιλιάς, θέλησε να εξετάσει ποιοι από τους ανθρώπους είχαν δημιουργηθεί πρώτοι […]. Όταν ο Ψαμμήτιχος κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να εξακριβώσει ποιοι από τους ανθρώπους είχαν δημιουργηθεί πρώτοι, σοφίστηκε το εξής: Πήρε στην τύχη δύο νεογέννητα παιδιά και τα έδωσε σε ένα βοσκό για να τα μεγαλώσει ανάμεσα στα κοπάδια του και του έδωσε διαταγή κανείς να μην πει μπροστά στα παιδιά ούτε λέξη. Έπρεπε ο βοσκός να τα βάλει σε μια καλύβα ερημική και να τους πηγαίνει πότε – πότε κατσίκες ώστε να έχουν αρκετό γάλα και να τα φροντίζει για όλα τα άλλα. Ο Ψαμμήτιχος τα έκανε αυτά και έδινε αυτές τις διαταγές , επειδή ήθελε να ακούσει τί γλώσσα θα μιλήσουν πρώτη τα παιδιά, όταν θα έπαυαν να βγάζουν φωνές χωρίς νόημα. Αυτό και έγινε. Όταν πέρασαν δύο χρόνια και ο βοσκός τα φρόντιζε όπως είχε διαταγή, άνοιξε μια μέρα την πόρτα της καλύβας και τα δύο παιδιά προχώρησαν προς αυτόν με τα χεράκια τους τεντωμένα και φώναξαν bekos […]. Όταν ο Ψαμμήτιχος τα άκουσε ο ίδιος, ζήτησε να μάθει σε ποια γλώσσα υπήρχε η λέξη bekos κι έμαθε, ότι οι Φρύγες λένε έτσι το ψωμί. Έτσι υποχώρησαν οι Αιγύπτιοι, που σκέφτηκαν το πράγμα και παραδέχτηκαν ότι οι Φρύγες ήταν αρχαιότεροί τους. » . Η αναζήτηση της παλαιότητας ενός λαού με γνώμονα τη γλώσσα του συνδέεται άμεσα με την προσπάθεια ανεύρεσης μιας Πρωτόγλωσσας ή με τη διευκρίνιση των γενεσιουργών λόγων ύπαρξης των πολλών και διαφορετικών διαλέκτων. Βαθύτερα συνδέεται και με την αυθεντικότητα της σύνδεσης των εννοιών με την ίδια την ουσία των πραγμάτων. Ερωτήματα όπως ποια ήταν η πρώτη γλώσσα που μιλήθηκε πάνω στη γη και αν ήταν ενιαία για όλους, πότε επήλθε η διάσπαση της και για ποιους λόγους, συμπορεύονται με αυτά που ενδιαφέρονται για το αν η γλώσσα αποτελεί προϊόν σύμβασης ή είναι σύμφυτη με τα πράγματα και ορίζει την ουσία τους, ποια είναι η γνωσιοθεωριτική αξία του συμβόλου και το αν η γλώσσα παράγει τη σκέψη ή ισχύει το αντίστροφο.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της γέννησης του κόσμου, αν μπορούμε να μιλάμε για διάρκεια από τη στιγμή που δεν είχε ακόμα εφευρεθεί και υπάρξει στον κόσμο ο χρόνος, η Λέξη έρχεται να επιτελέσει έναν κοσμογονικό ρόλο. Ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης για να δημιουργήσει τον κόσμο εκφράζεται φωναχτά χρησιμοποιώντας την ομιλία, τη Λέξη. Τα αντικείμενα της Δημιουργίας, όλα όσα θα απαρτίσουν το υλικό αυτού του κόσμου, πριν γεννηθούν και για να έρθουν στην ύπαρξη, κατονομάζονται: « καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς . » . Η ομιλία ως έκφραση και ενέργεια δημιουργεί τον Κόσμο. Ο Θεός εκφράζεται τόσο μέσω της γλώσσας, όσο και μέσω της εκδίπλωσης της ουσίας του Είναι του και των ιδιοτήτων του και εισάγει την υπόστασή του στον κόσμο, γίνεται ο Κόσμος και όλα όσα τον απαρτίζουν. Η ζωοποιός πνοή χρησιμοποιείται και κατά τη στιγμή της δημιουργίας του ανθρώπου: « καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν. » . Και αργότερα ο Θεός εκφράζεται ξανά και με καλό λόγο , « ευ – λογεί » τους ανθρώπους με την εντολή – ευχή να αυξάνονται και να πληθαίνουν. Σε ποια διάλεκτο εκφράστηκε όμως το Υπέρτατο Όν; Στα εβραϊκά, στα αραμαϊκά, μήπως στα ελληνικά ή σε μια άγνωστη γλώσσα ασύλληπτη από τον άνθρωπο και ακατανόητη αλλά τόσο βαθιά ουσιαστική και σύμφυτη με τα πράγματα ώστε να σταθεί ικανή να τα δημιουργήσει ex nihilo; Μια απάντηση μπορούμε να λάβουμε από τη βεδική παράδοση. Και εκεί ο Κόσμος δημιουργείται από τον ήχο. Όμως αυτός ο ήχος είναι περισσότερο ένα mantra, ένας ιερός λόγος ακατανόητος από τις αισθήσεις και το νου, παρά μια συγκεκριμένη λέξη που εκφέρεται.

Για τον Mircea Eliade : « Προφανώς οι μεταφυσικές έννοιες του αρχαϊκού κόσμου δεν ήταν πάντοτε διατυπωμένες σε θεωρητική γλώσσα. Αλλά το σύμβολο, ο μύθος, η τελετή εκφράζουν, σε διαφορετικά επίπεδα και με μέσα κατάλληλα σε αυτά, ένα περίπλοκο σύστημα συνεκτικών διαβεβαιώσεων για την έσχατη ουσία των πραγμάτων, ένα σύστημα το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μια μεταφυσική[…]. Είναι ανώφελο να ερευνούμε αρχαϊκές γλώσσες για να βρούμε όρους που δημιουργήθηκαν τόσο επίπονα από τις μεγάλες φιλοσοφικές παραδόσεις: είναι πιθανό ότι λέξεις όπως ‘’ είναι ‘’ , ‘’ μη – είναι ‘’ , ‘’ πραγματικό ‘’ , ‘’ μη – πραγματικό ‘’ , ‘’ γίγνεσθαι ‘’ , ‘’ φαίνεσθαι ‘’ , δεν βρίσκονται στη γλώσσα των Αυστραλών ή των αρχαίων κατοίκων της Μεσοποταμίας. Αλλά μολονότι δεν υπάρχει η λέξη, το πράγμα είναι παρόν. Μόνο που αυτό ‘’ λέγεται ‘’ – δηλαδή αποκαλύπτεται με έναν τρόπο συναφή – μέσα από τα σύμβολα και τους μύθους . » . Το σύμβολο παρότι δυσδιάκριτο βρίσκεται πάντα εκεί από καταβολής κόσμου και περιμένει να ερμηνευτεί, καθώς πολλές φορές « ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει.» .
Στον πλατωνικό διάλογο Κρατύλο συναντάμε δύο αντιμαχόμενες απόψεις. Την άποψη του μαθητή του Ηράκλειτου, Κρατύλου, ο οποίος υποστηρίζει πως το κάθε πράγμα φέρει και το κατάλληλο όνομα, η ορθότητα του οποίου υπάρχει από τη φύση και την άποψη του μαθητή του Σωκράτη, Ερμογένη , ο οποίος διατείνεται πως τα ονόματα αποτελούν προϊόν σύμβασης. Ο τρίτος συμμετέχων στο διάλογο, ο Σωκράτης , στο πρώτο μέρος του διαλόγου, συντάσσεται με την άποψη του Κρατύλου και προσπαθεί να αποκρούσει τη γνώμη του Ερμογένη, παραθέτοντας μια σειρά επιχειρημάτων. Βεβαίως ο ίδιος ο Πλάτωνας θεωρούσε τη γλώσσα ως μη κατάλληλο μέσο για την προσέγγιση και την κατάκτηση της γνώσης και της Αλήθειας , καθώς σύμφωνα με τη θεωρία του, η γλώσσα έπεται της ουσίας του Είναι και αποδεικνύεται υποδεέστερη παρουσιάζοντας μια παραχαραγμένη και αλλοιωμένη εικόνα της πραγματικότητας, όμως η πραγμάτευση του θέματος του διαλόγου μας επιφυλάσσει συναρπαστικά και ενδιαφέροντα αποτελέσματα. « Επομένως, φίλε μου Ερμογένη, η ονοματοθεσία δεν είναι δουλειά του καθενός αλλά μόνο του ονοματουργού. Και ονοματουργός είναι φυσικά μόνο ο νομοθέτης, ο πιο σπάνιος δημιουργός από όλους τους ανθρώπους στον κόσμο[…]. Άρα και το όνομα, που είναι εκ φύσεώς του κατάλληλο για κάθε πράγμα, ο νομοθέτης πρέπει να γνωρίζει καλά τον τρόπο να το αποδίδει, να το περνάει στους φθόγγους και τις συλλαβές και πρέπει, αποβλέποντας σε ότι ακριβώς είναι το όνομα καθαυτό, το πρότυπο του ονόματος εννοώ, πρέπει επαναλαμβάνω να φτιάχνει όλα τα ονόματα και να τα θέτει, αν θέλει να είναι σωστός νομοθέτης[..]. Αυτό σημαίνει ότι και του νομοθέτη δουλειά είναι να φτιάχνει ονόματα με την επιστασία του διαλεκτικού ανδρός, εάν βεβαίως υπάρχει κανείς να ενδιαφέρεται να τεθούν σωστά τα ονόματα και καταπώς αρμόζει[…]. Ορθά, επομένως, κρίνει ο φίλος μας ο Κρατύλος, όταν λέει ότι τα ονόματα ανήκουν εκ φύσεως στα πράγματα και ότι δεν είναι ο καθένας δημιουργός ονομάτων. Δημιουργός ονομάτων είναι μόνο όποιος αποβλέπει στο όνομα, που εκ φύσεως έχει δοθεί στο κάθε πράγμα και μπορεί να αποδίδει το είδος του πράγματος, να περνάει τη μορφή του πράγματος και στα γράμματα και στις συλλαβές. » , ακούμε το Σωκράτη να λέει.
Στην τελευταία ενότητα του διαλόγου όμως όλα φαίνονται να ανατρέπονται. Ενώ αρχικά ο Σωκράτης υποστήριξε τη φυσιοκρατική θέση, τώρα επιχειρηματολογεί με σκοπό να την ανασκευάσει. Ισχυρίζεται τώρα πως το όνομα αποτελεί απομίμηση του πράγματος, κάτι το οποίο το καθιστά κατώτερο του πρωτοτύπου. « Εάν λοιπόν στασιάσουν τα ονόματα και άλλα από αυτά λένε ότι μοιάζουν της αλήθειας και άλλα του εαυτού τους, εμείς πώς θα τα χωρίσουμε; Τι θα κάνουμε για να ηρεμήσουν τα πράγματα; Εννοείται βέβαια ότι δεν πρόκειται να καταφύγουμε σε άλλα ονόματα διαφορετικά από εκείνα , διότι δεν υπάρχουν. Αλλά είναι ολοφάνερο ότι θα πρέπει εκτός των ονομάτων να αναζητήσουμε και κάτι άλλο που θα μπορεί να μας αποκαλύψει, και μάλιστα χωρίς τη συνδρομή των ονομάτων, ποια από τις δύο κατηγορίες είναι η αληθής, αφού προφανώς μας δείξει και την αλήθεια των όντων . » . Στο τέλος του διαλόγου ο Σωκράτης εξετάζει τα πράγματα από γνωσιοθεωριτκή σκοπιά ισχυριζόμενος πως αν τα πράγματα μεταβάλλονται συνέχεια, είναι αδύνατη η οποιαδήποτε μορφή γνώσης είτε μέσω των ονομάτων είτε ανεξάρτητα από αυτά. Άρα το επίστασθαι διασφαλίζεται μόνο μέσω της αποδοχής της ύπαρξης σταθερών και αμετάβλητων πραγμάτων, στη συγκεκριμένη περίπτωση των Ιδεών. Εν τέλει η όλη επιχειρηματολογία μένει εκκρεμής με μια συμφωνία στο ότι : « Μας φτάνει , ωστόσο, να συμφωνήσουμε στο ακόλουθο σημείο: ότι δεν πρέπει να αρχίσουμε από τα ονόματα. Πολύ περισσότερο πρέπει να αρχίσουμε να μαθαίνουμε και να ερευνούμε τα πράγματα ξεκινώντας από τα ίδια τα πράγματα και όχι από τα ονόματα. » .
Σύμφωνα με τον Επίκουρο η γλώσσα μπορεί να αποτελέσει πηγή αποπροσανατολισμού, όταν οι λεκτικές διατυπώσεις δε συνδέονται με την άμεση εμπειρία. Η γλώσσα οδηγεί από το ειδικό στη γενική έννοια, η οποία εξασφαλίζει μια καθολικότητα αλλά πολλές φορές η αμφισημία των λέξεων μπορεί να οδηγήσει σε πλάνη. Αυτοί όμως που απαξιώνουν απόλυτα τη γλώσσα και την ικανότητά της να οδηγήσει όχι μόνο στην περιγραφή αλλά και στη βαθύτερη κατανόηση της ουσίας των πραγμάτων, είναι οι αρχαίοι ταοϊστές φιλόσοφοι. Τόσο η σχετικότητα των πραγμάτων όσο και η ρηχότητα της ανθρώπινης διάνοιας καθιστούν τη χρήση των λέξεων περιττή πολυτέλεια , η οποία οδηγεί μακριά από το δρόμο της φύσης. Στο βιβλίο Chuang Tse διαβάζουμε : « Ο αληθινός σοφός καλλιεργεί τη γνώση μέσα του, ενώ οι άνθρωποι γενικά εκθέτουν τη δική τους με επιχειρήματα για να πείσου ο ένας τον άλλο. Έτσι λέγεται ότι εκείνοι που επιχειρηματολογούν δεν, κατανοούν. Το τέλειο Τάο δεν έχει όνομα, η μεγάλη θεωρία δεν εκφράζεται με λόγια[…]. Οι άνθρωποι δίνουν αξία στα βιβλία και νομίζουν ότι αντιπροσωπεύουν το Τάο. Αλλά τα βιβλία είναι μόνο λέξεις και το αξιόλογο μέρος των λέξεων είναι το νόημα που περιέχεται σε αυτές. Το νόημα είναι αυτό που αναζητείται αλλά δεν μπορεί να διατυπωθεί με λέξεις και να δοθεί κι όμως ο κόσμος αξιολογεί τις λέξεις, λες και είναι η ουσία των βιβλίων. » . Αλλά και στο Tao Te King αναφέρεται πως : « Αυτό που μπορούμε να ονομάζουμε Τάο δεν είναι το αιώνιο Τάο. Όποιο όνομα κι αν του δώσουμε, δεν θα του ταίριαζε απόλυτα. Όνομα δεν έχει η προέλευση του ουρανού και της γης. » . Σε αντίθεση με την κατάχρηση των λέξεων, προκρίνεται από την ταοϊστική παράδοση η ευεργετική χρήση της σιωπής : « Όσοι γνωρίζουν δε μιλούν, όσοι μιλούν δε γνωρίζουν. Κράτα το στόμα σου κλειστό, διαφύλαγε τις αισθήσεις σου . » . Δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός , ότι η σιωπή θεωρείται πεμπτουσία σε πολλές θρησκευτικές και μυστικιστικές παραδόσεις. Σιωπώ σημαίνει , δεν αποπειρώμαι να ορίσω λάθος και να παραμορφώσω αλλά αφουγκράζομαι και υπομονετικά προσλαμβάνω την ουσία των πραγμάτων.
Στη σιωπή αναφέρεται και το ακροτελεύτιο απόφθεγμα του Ludwig Wittgenstein στον Tractatus Logico – Philosophicus: « Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει . » . Ο Wittgenstein προσπάθησε να χαράξει τα όρια ανάμεσα στη γλώσσα, τη σκέψη, το νόημα και τον κόσμο. « Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου[…]. Όπως κάθε τι μεταφυσικό, έτσι και η αρμονία ανάμεσα σε σκέψη και πραγματικότητα θα πρέπει να αναζητηθεί στη γλώσσα. » , γράφει. « Τίποτα δεν είναι δυσκολότερο από το να αντιμετωπίζεις τις έννοιες απροκατάληπτα. » . Σύμφωνα με την προσέγγιση του αυστριακού φιλοσόφου η γλώσσα μέσω της γοητείας που ασκεί, μπορεί να προκαλέσει συγχύσεις. Η αποστολή λοιπόν της φιλοσοφίας και της σκέψης είναι να ξεκαθαρίσει αυτές της συγχύσεις και να διασαφηνίσει τα πράγματα, όσο αυτό μπορεί να καταστεί δυνατόν: « Δουλειά της φιλοσοφίας δεν είναι να κατασκευάσει μια καινούρια ιδεώδη γλώσσα αλλά να διασαφήσει τη χρήση της δικής μας – της υφιστάμενης – γλώσσας. Σκοπός της είναι να άρει συγκεκριμένες δυσκολίες κι όχι να αποφέρει για πρώτη φορά την πραγματική κατανόηση[…]. Πρέπει να οργώσουμε ολόκληρη τη γλωσσική επικράτεια . » . Για τον Wittgenstein οι προτάσεις και όχι οι λέξεις πρέπει να μπορούν να περιγράψουν έναν κόσμο που συντίθεται όχι από αντικείμενα αλλά από γεγονότα. Παρά τις προσπάθειές μας όμως η ικανότητα της γλώσσας για τον ορισμό και καθορισμό των πραγμάτων μπορεί να φτάσει μέχρι ένα σημείο. Πέρα από αυτό βρίσκεται η επικράτεια του άρρητου, του μη εκφράσιμου, του σκοτεινού: « Υπάρχει οπωσδήποτε κάτι που δεν εκφράζεται με λόγια αλλά μόνο φαίνεται. Είναι το μυστικό στοιχείο ( Das Mystische )[…]. Το ανείπωτο ( εκείνο που μου φαίνεται μυστηριώδες και που δεν είμαι σε θέση να εκφράσω ) είναι ίσως το πλαίσιο μέσα στο οποίο αποκτά νόημα εκείνο που μπορώ να εκφράσω. » .
Μπορεί άραγε η γλώσσα , η λέξη , το σύμβολο να μας καθοδηγήσουν στην ερμηνεία και στην κατανόηση του κόσμου; « Τα ονόματα που έχουμε είναι όνειρα, ποιόν θα ονειρεύομαι αν ονειρευτώ το όνομά σου; » . Προηγούνται της δημιουργίας αυτού του κόσμου, όπως τον γνωρίζουμε ή έπονται; « Αν ο κόσμος είναι μια ψευδαίσθηση, τότε και η απώλεια του κόσμου είναι κι αυτή μια ψευδαίσθηση. » . Μας ενώνουν με τον κόσμο ή μας χωρίζουν από έναν κόσμο , που τιμωρεί την αλαζονεία μας να χτίσουμε τον Πύργο της Βαβέλ ; « Ο κόσμος δεν έχει όνομα. Τα ονόματα των λόφων και των ερήμων υπάρχουν μόνο στους χάρτες. Τα ονομάζουμε για να μη χάνουμε το δρόμο μας. Κι όμως ακριβώς επειδή αυτό το δρόμο τον είχαμε ήδη χάσει, δημιουργήσαμε αυτά τα ονόματα. Ο κόσμος δεν μπορεί να χαθεί. Μόνο εμείς μπορούμε . » . Ίσως όλα αυτά τα ερωτήματα να έπρεπε να τεθούν, για να μείνουν για πάντα αναπάντητα. Ίσως η στόχευσή μας να πρέπει να εστιάζει στο δημόσιο ρόλο της γλώσσας. Η γλώσσα και το σύμβολο να αρχίσουν να διαφεύγουν από την ιδιωτική σφαίρα, που δημιουργεί σκιές, αντανακλαστικά απομόνωσης, εγωισμού αλλά και απόκρυψης και να ξεκινήσουν να « κοινωνούνται » σε μια προσπάθεια εκδημοκρατισμού τους . Όπως γράφει ο Spinoza στη Θεολογικοπολιτική Πραγματεία του, κανένας δεν κατάφερε να βγάλει κέρδος αλλάζοντας το νόημα μιας λέξης, μολονότι έβγαλε πολλές φορές αλλάζοντας το νόημα ενός κειμένου. Όλες οι λέξεις, όλα τα νοήματα να είναι προσιτά σε όλους με στόχο την επι – κοινωνία και τη σαφήνεια, που διασφαλίζουν την ελευθερία. Και όλα αυτά χωρίς να ξεχνάμε ποτέ την πραγματικά άρρητη και απροσδιόριστη φύση τόσο των πραγμάτων και των ονομάτων, όσο και του εαυτού μας, από τη στιγμή που, όπως μας προειδοποιεί ο συγγραφέας : « Μέσα μας υπάρχει κάτι που δεν έχει όνομα και αυτό το πράγμα είμαστε εμείς . » .
Originally posted 2018-01-19 18:35:51.