Η εθνική επέτειος δίνει αφορμή για περισυλλογή. Το θαύμα του 1821 δείχνει ότι η ιστορία, ιδίως εκείνη του ελληνικού λαού, είναι γεμάτη από εκπλήξεις και ανατροπές. Στην εθνική μας Παλιγγενεσία, βλέπουμε τους λίγους να νικούν έναντι των πολλών, τους φτωχούς να επικρατούν επί των κατεχόντων, τους Ρωμιούς Καπεταναίους και Κλέφτες να κατατροπώνουν τον οργανωμένο τουρκικό στρατό, την ανατρεπτική φορά της Επανάστασης να κλονίζει την καθεστηκυία τάξη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των συμμάχων της. Το θαυμάσιο και θαυμαστό ιστορικό αυτό γεγονός διατυπώνει με ξεχωριστό τρόπο ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, γράφοντας χαρακτηριστικά «κι όταν οι ολίγοι αποφασίσουν να πεθάνουν γι’ αυτήνη την πατρίδα, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν»!

Στην ιστορία του νεώτερου Ελληνισμού, υπήρξαν και μερικές ακόμη στιγμές ανάλογης δόξας, οι οποίες έμοιαζαν όντως να είναι βγαλμένες από «τα κόκκαλα των Ελλήνων, τα ιερά». Η νικηφόρα πορεία των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913, όπου η Ελλάς υπερδιπλασίασε τα εδάφη και τον πληθυσμό της, βγαίνοντας από την αναμέτρηση ως ο μεγάλος κερδισμένος. Το θρυλικό Έπος του ’40, όταν η Ελλάς κατήγαγε την πρώτη μεγάλη ιστορική νίκη απέναντι στις δυνάμεις του Άξονα, κερδίζοντας τον στρατό του Μουσολίνι και εμπνέοντας όλον τον ελεύθερο κόσμο με την ηρωϊκή αντίσταση που πρόβαλε απέναντι στους Ναζί, τόσο κατά την υπεράσπιση του πατρίου εδάφους, όσο και κατά την περίοδο της Κατοχής, μέσα από την Αντίσταση. Επανερχόμαστε στον Μακρυγιάννη, που τονίζει ότι «κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ ένα τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά».

Η αναμέτρηση της αξιοκρατίας με την οικογενειοκρατία

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, στα σύγχρονα μεγαλεία του Έθνους οι πρωταγωνιστές υπήρξαν άνθρωποι που αναδείχθηκαν με «το σπαθί τους», βασισμένοι στην ευφυία και τα προσόντα τους. Διακρίθηκαν αξιοκρατικά, κτίζοντας την φήμη τους μέσα από τις πράξεις και την αυτοθυσία τους. Στην πλειονότητά τους, δεν προήλθαν από «τζάκια». Στην συνέχεια, όσοι εξ αυτών απέκτησαν κάποια κοινωνική θέση, τιμή, αναγνώριση ή βαθμό φαίνεται ότι είχαν την απαίτηση να αναδειχθούν οι όποιοι απόγονοί τους με τον ίδιο τρόπο, ως «αυτόφωτοι» και όχι «κληρονομικώ δικαιώματι».

 Ίσως γι’ αυτό και δεν δημιούργησαν οι ίδιοι κάποια «δυναστεία», διότι προτιμούσαν τα παιδιά και εγγόνια τους να διακριθούν μέσα από την τιμιότητα του καθημερινού μόχθου, ως απλοί στρατιώτες, παρά να προβιβασθούν σε κάποια επιτελική θέση εφ’ όσον δεν διέθεταν τα απαιτούμενα προσόντα. Πρόκειται κι αυτό για μια σπουδαία πτυχή του ήθους τους που οφείλει να τονισθεί και να γίνει μέρος της υστεροφημίας τους, ώστε να εκτιμηθεί δεόντως από τον λαό και να αποκτήσει διδακτικό χαρακτήρα. Θα πρέπει να λογισθεί ως μια ακόμη θυσία και προσφορά τους προς την πατρίδα, παραμένοντας πιστοί στο «εμείς» και όχι στο «εγώ».  Τι λέει ο Μακρυγιάννης;: «Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι Όταν εργάζονται πολλοί και φτιάνουν, τότε να λέμε “Εμείς”. Είμαστε στο ”εμείς” κι όχι στο “εγώ”», αποπνέουν το πνεύμα ομοψυχίας, συλλογικότητας, συνεργασίας και ταπεινοφροσύνης που τον διακατείχε.

Αν συγκρίνουμε το ήθος αυτό με την κατάσταση στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας, ιδίως μετά την Μεταπολίτευση, παρατηρούμε μια μεγάλη απόκλιση από την αρχή της αξιοκρατίας. Τα τζάκια και η κληροδότηση πολιτικών θέσεων εξουσίας έχει φτάσει σε πρωτοφανές σημείο στα ελλαδικά χρονικά. Και δυστυχώς, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα παιδιά και τα εγγόνια των αρχηγών της πολιτικής δυναστείας αποδεικνύονται σαφώς κατώτεροι των προγόνων τους, με κύριο εφαλτήριο το όνομα που φέρουν και τις σκολιές ατραπούς της ελλαδικής κομματοκρατίας που συντηρεί και ευνοεί τέτοιες συνθήκες.

Σύγχρονοι πολιτικοί ηγέτες και κληρονομικό δικαίωμα

Καμαρώνουν οι σημερινοί πολιτικοί για την σταθερότητα του πολιτεύματος και την ομαλή εναλλαγή εξουσίας, αλλά λησμονούν ότι «δεν υπάρχει καμμία μα καμμία ευρωπαϊκή χώρα (ούτε η Γερμανία, ούτε η Γαλλία, ούτε η Ιταλία, ούτε η Αλβανία, ούτε η Βουλγαρία, ούτε η Σερβία, ούτε η Πορτογαλία, ούτε η Εσθονία ή οποιαδήποτε άλλη) στην οποία να έχει διατελέσει έστω και ένας Πρωθυπουργός υιός προηγούμενου Πρωθυπουργού. Η απίστευτη περίπτωση της Ελλάδας, στην οποία μετά το 1974 εναλλάσσονται διαρκώς στην εξουσία συγγενείς πρώτου βαθμού και μάλιστα σε όλο το εύρος του κομματικού φάσματος, συνιστά μία “ιδιαιτερότητα” εξευτελιστική για την ποιότητα της δημοκρατίας μας,» όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο διδάκτωρ οικονομικών και κοινωνικών επιστημών και αρθρογράφος κ. Μελέτης Μελετόπουλος. Το ίδιο ισχύει για υπουργούς και βουλευτές που κληροδοτούν την θέση τους κατευθείαν στα παιδιά τους, σε σημείο τέτοιο που δεν προξενεί καν εντύπωση ο σχετικός νεποτισμός. Θεωρείται πλέον φυσικό φαινόμενο, όπως ένας επιχειρηματίας που θα παραδώσει την οικογενειακή επιχείρηση στα παιδιά του!

Αντί να εμβαθύνει την δημοκρατία και την ισοπολιτεία, η κατάργηση της μοναρχίας μοιάζει να λειτούργησε σαν αφιόνι επάνω στην κοινή γνώμη, ώστε να περνούν απαρατήρητα ή έστω να γίνονται ανεκτά τα μικρά φέουδα στα οποία έχουν μετατραπεί τα πολιτικά κόμματα, και μαζί με αυτά, η οικογενειοκρατία που έχει παγιωθεί στην πολιτική σκηνή. Σαν να μην έφτανε αυτό, στις περιπτώσεις όπου την αρχηγία του εκάστοτε κόμματος δεν την κατέχει ένας «κληρονόμος», τα κριτήρια επιλογής του συγκεκριμένου αρχηγού υπήρξαν τόσο στρεβλά (προσωπική επιλογή του αμέσως προηγούμενου αρχηγού, κομματικοί μηχανισμοί που μπορεί εύκολα να χειραγωγηθούν ώστε να ευνοήσουν την ανάδειξη συγκεκριμένου υποψηφίου) που προκρίθηκαν άνθρωποι με ολοφάνερη ανεπάρκεια και κουφότητα, αποτελώντας, κατά κάποιον τρόπο, φύλλο συκής για την οικογενειοκρατία που δεν αφήνει τον τόπο να ανασάνει και να αναδειχθεί η πραγματική αριστεία.

Μπαίνοντας στην πορεία για την τρίτη εκατονταετηρίδα από την εθνική Παλιγγενεσία, η οικογενειοκρατία, η οποία έχει εδραιωθεί μέσα από την κομματοκρατία, αποτελεί ίσως την πιο σημαντική εσωτερική τροχοπέδη στην εθνική πρόοδο, τον κατεξοχήν λόγο που «το προτεκτοράτο δεν φεύγει απ’τον πάτο». Ίσως η εξουδετέρωσησ της κομματοκρατίας, η πραγματική χειραφέτηση των ταλαντούχων και φερέλπιδων να αποτελέσει το εφαλτήριο για μια νέα Μεγάλη Ιδέα, που θα αποβλέπει στην απελευθέρωση του δημιουργικού μεγαλείου του όπου γης Ελληνισμού, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για την διατήρηση των κεκτημένων του ‘21 και την υπεράσπιση μιας ελεύθερης και ευημερούσας Ελλάδας.

Προς μια νέα Μεγάλη Ιδέα

Όσο ανεδαφικό και αν φαίνεται το ενδεχόμενο αυτό, αν μη τι άλλο, η ιστορία του λαού μας αφήνει μια χαραμάδα ελπίδας. Μιλώντας προς του νέους στην Πνύκα το 1838, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναφέρει ότι «όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε “πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα”, αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».

Η ιστορία του Ελληνικού Έθνους είναι μακρόσυρτη και γεμάτη από εκπλήξεις. Μέσα στις αντιξοότητες και τις απειλές που αντιμετώπισε ο Ελληνισμός ανά τους αιώνες, βρέθηκαν πάντα ξεχωριστές προσωπικότητες και ηγετικές φυσιογνωμίες που φρόντισαν, με την βοήθεια του Θεού, να τον κρατήσουν τον όρθιο, παρά τα λάθη και τις ολισθήσεις των εκάστοτε ηγεσιών. Η ελπίδα είναι ότι ο κανόνας αυτός θα επιβεβαιωθεί και τώρα και ότι θα βρει ο Ελληνισμός τον τρόπο, ακόμη και σήμερα, να ξεπεράσει τον κακό του εαυτό και να σταθεί στο ύψος των ιστορικών περιστάσεων. Οι αρχή γίνεται από λίγους, όπως με την Φιλική Εταιρεία, και μεταδίδεται από πατριώτη σε πατριώτη ώσπου να λάβει ευρύτερες διαστάσεις και να κάνει την ανατροπή.

Written by

Χριστόφορος ΤΡΙΠΟΥΛΑΣ

Ο Χριστόφορος Τριπουλάς είναι πανεπιστημιακός και διδάσκει μαθήματα ρητορικής και διαπροσωπικής επικοινωνίας. Ασχολείται με την μετάφραση και την επιφυλλιδογραφία και είναι συντάκτης στην εφημερίδα Αριστεία.