Η τελική κούρσα για την ανάδειξη της νέας ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ αποτελεί πρόκληση-πρόσκληση για τα μέλη του συγκεκριμένου κόμματος να διαμορφώσουν την μελλοντική ταυτότητα του κατεξοχήν εκφραστή της πάλαι ποτέ κεντροαριστεράς παράταξης εν Ελλάδι. Η εκλογή του νέου αρχηγού τον προσεχή Δεκέμβριο κρίνεται ιδιαιτέρως σημαντική λόγω της διεξαγωγής των επομένων βουλευτικών εκλογών με το σύστημα της απλής αναλογικής. Συνεπώς, η πορεία που θα χαράξει ο νέος πρόεδρος θα επηρεάσει, εν πολλοίς, την δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού, καθώς η απλή αναλογική σχεδόν αποκλείει την ανάδειξη αυτοδύναμης κυβέρνησης. Θα επηρεάσει επίσης και τις «κόκκινες γραμμές» που ενδεχομένως ισχύσουν σε περίπτωση μετεκλογικής διακομματικής συνεργασίας.

Μέχρι στιγμής, οι υποψήφιοι δεν δείχνουν να προσκομίζουν κάτι το νέο ή μεγαλόπνοο. Λίγο-πολύ, το δίλημμα που προκύπτει είναι η προτίμηση των υποψηφίων για εκλογική συνεργασία με την ΝΔ ή τον ΣΥΡΙΖΑ και η διατήρηση του υφισταμένου κομματικού ονόματος και σήματος ή η επιστροφή στην ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ.

Η υποψηφιότητα ΓΑΠ και η αναμέτρηση με το παρελθόν

Η ανακοίνωση της υποψηφιότητας του κ. Γιώργου Παπανδρέου θέτει ένα ξεχωριστό δίλημμα για τα μέλη του ΚΙΝΑΛ και τους συνυποψηφίους του, κάποιοι εκ των οποίων υπήρξαν παλιότερα κορυφαίοι υπουργοί σε κυβέρνηση του. Η τελική απόσυρση υποψηφιοτήτων χάριν της δημιουργίας ενός Παπανδρεϊκού ρεύματος και η ανταπόκριση μελών-ψηφοφόρων στο κάλεσμα ΓΑΠ, επί των ημερών του οποίου η Ελλάς πέρασε μέσα από τα καυδιανά δίκρανα των καταστροφικών μνημονίων θα λειτουργήσει ως βολιδοσκόπηση εν όψει των ερχομένων βουλευτικών εκλογών.

Θα μπορέσουν άραγε οι εσωκομματικές εκλογές στο ΚΙΝΑΛ να λειτουργήσουν ως «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» που θα ξεπλύνει τις πολιτικές αμαρτίες και ευθύνες που φέρει ο ΓΑΠ για την επιβολή των αιματηρών μνημονίων και την μετατροπή της χώρας σε σύγχρονη αποικία της Γερμανίας; Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για άλλους υποψηφίους, που υπηρέτησαν επί κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου και εφάρμοσαν τις μνημονιακές πολιτικές, αλλά οπωσδήποτε σε μικρότερο βαθμό.

Άλλωστε, η ιδέα για την μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ επιβλήθηκε εξ ανάγκης, δεδομένου ότι το ΠΑΣΟΚ ταυτίστηκε με τα μνημόνια και έφερε το στίγμα τους, ως το κόμμα που άνοιξε την κερκόπορτα για την οικονομική κατοχή της Ελλάδος που συνετελέσθη με πρόσχημα την «εξυγίανση» της οικονομίας και την τήρηση των μνημονιακών υποχρεώσεων. Από την στιγμή, όμως, που όλα τα μεγάλα κόμματα – ακόμη και το δήθεν αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ – εφάρμοσαν πιστά τις προσταγές των δανειστών της Ελλάδος και συνεργάστηκαν με τις «κατοχικές δυνάμεις» που προκάλεσαν μοναδική, για περίοδο ειρήνης, οικονομική και κοινωνική καταστροφή στην Ελλάδα κατά την περασμένη δεκαετία, δεν υπάρχει πλέον λόγος να κρύβεται φορώντας την προσωπίδα του ΚΙΝΑΛ. Εξάλλου, η νέα ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ δεν αποδείχθηκε «πιασάρικη», αφήνοντας το πάλαι ποτέ κυβερνητικό κόμμα εκλογικά τελματωμένο σε χαμηλούς μονοψήφιους αριθμούς.

Το κεντροαριστερό κοστούμι που σφίγγει τον ΣΥΡΙΖΑ

Η προσπάθεια κάλυψης του κενού που άφησε η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ από το αριστερόστροφο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει μετέωρη. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να ηγήθηκε ενός συνασπισμού που κυβέρνησε την χώρα επί μιας πολυτάραχης τετραετίας, αλλά η θητεία του ως αξιωματική αντιπολίτευση, μετά από την μνημονιακή στροφή του, αποδεικνύεται προβληματική. Το κόμμα του κ. Τσίπρα, που δημιουργήθηκε καιροσκοπικά πάνω στα χαλάσματα των συνιστωσών που παραδοσιακά το αποτελούσαν, δυσκολεύεται να βρει τον βηματισμό του. Χωρίς την αντιμνημονιακή μπαντιέρα να ενώνει τους ψηφοφόρους του, χαρακτηρίζεται κυρίως από τον εθνομηδενισμό και έναν νεφελώδη «προοδευτισμό» που κήδεται των συμφερόντων διαφόρων ομάδων πλην εκείνων που χρειάζονται περισσότερο την κρατική αρωγή – δηλαδή, τον ελληνικό λαό, που τα βγάζει πέρα όλο και πιο δύσκολα και αντιμετωπίζει σωρεία κινδύνων, από την γενική εγκληματικότητα και ανομία ως τον τουρκικό επεκτατισμό. Η δε καταψήφιση του ελληνογαλλικού συμφώνου ασφάλειας δείχνει τον βαθμό της ιδεολογικής πώρωσης του ΣΥΡΙΖΑ και την πειθήνια υπακοή του στις γερμανικές υποδείξεις. Όχι ότι η ΝΔ είναι καλύτερη, βέβαια…

Τουλάχιστον το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου εξέφραζε κάποια πατριωτικά αντανακλαστικά, ακόμη και αν το έπραττε για ψηφοθηρικούς λόγους. Αφουγκραζόταν λαϊκές ανησυχίες για την εθνική ακεραιότητα και αριθμούσε, στις τάξεις του, ανθρώπους που τολμούσαν να πουν την λέξη πατρίδα, χωρίς να φοβούνται ότι θα κακοχαρακτηριστούν από τους κομματικούς «ινστρούχτορες» ως  «εθνικιστές».

Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να πάρει την θέση του ΠΑΣΟΚ μοιάζει με κάποιον που προσπαθεί να φορέσει ένα κοστούμι που δεν ταιριάζει στον σωματότυπό του. Δεν είναι καν ξεκάθαρο αν ο σκληρός πυρήνας του κόμματος θέλει να αναλάβει τον ρόλο του μεγάλου κεντροαριστερού κόμματος στην Ελλάδα ή απλά απαιτεί να μετατοπισθούν οι Έλληνες ψηφοφόροι στον πολιτικό χώρο που παραδοσιακά εξέφραζε ο ΣΥΡΙΖΑ και να ασπαστούν τις απόψεις του. Οι άθλιοι χαρακτηρισμοί για όλους εκείνους τους πολίτες (σαφώς αριθμούνται και πολλοί αριστεροί πατριώτες ανάμεσά τους) που αντιστάθηκαν στην Συμφωνία των Πρεσπών και τις αντιδημοκρατικές διαδικασίες που συνόδευσαν την στανική επιβολή του, αλλά και η απροθυμία να ασχοληθεί με την θωράκιση της εθνικής άμυνας μπροστά στις απροκάλυπτες απειλές της Τουρκίας μαρτυρούν ότι στον ΣΥΡΙΖΑ, κάποιοι θέλουν και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη.

Θα επαναληφθεί η ιστορία αυτήν την φορά ως φάρσα;

Φυσικά, δεν αμφισβητεί κανείς το δικαίωμα στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να καθορίσουν την ιδεολογική ταυτότητά του κόμματος στο οποίο ανήκουν. Αντιθέτως, οι καθαρές κουβέντες περί κομματικής ταυτότητας και προθέσεις σε περίπτωση συμμετοχής σε κυβερνητικό σχήμα είναι απόδειξη πολιτικής εντιμότητας. Το πρόβλημα προκύπτει όταν ένα κόμμα εκλεγεί προβάλλοντας συγκεκριμένες θέσεις και μόλις αναλάβει την διακυβέρνηση αρχίζει και πράττει το ακριβώς αντίθετο απ’ ότι επηγγείλετο. Χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της μη ειλικρινούς συμπεριφοράς είναι η σημερινή Νέα Δημοκρατία, που υιοθέτησε πολιτικές και προώθησε πρωτοπαλίκαρα του Σημιτισμού και του Ποταμιού, που είναι αμφίβολο αν τυγχάνουν της έγκρισης και επιδοκιμασίας των μελών του κόμματος. Προφανώς, το πιο κόμμα θα ψηφίσει κανείς αποτελεί ασήμαντη πλέον λεπτομέρεια μπροστά στην εκτέλεση των διαταγών του ευρωατλαντικού διευθυντηρίου που κάνει κουμάντο στην χώρα.

Έστω, όμως, η μεταστροφή του ΚΙΝΑΛ σε ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε ενδεχομένως να επαναφέρει τις όποιες υπάρχουσες κομματικές γραμμές (λέμε τώρα) στις παραδοσιακές τους βάσεις. Αρκεί ο διάδοχος της κυρίας Γεννηματά να αποφασίσει ποιο ΠΑΣΟΚ θέλει να επαναφέρει. Το εθνομηδενιστικό Σημιτικό ή το κόμμα του Ανδρέα Παπανδρέου, που εμπεριείχε και κάποια ψήγματα πατριωτικού λόγου; Στην πρώτη περίπτωση, θα αποτελέσει απλά ένα χρήσιμο δεκανίκι στην ΝΔ ή τον ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία τους προς την ανάληψη της διακυβέρνησης. Εναλλακτικά, ίσως καταφέρει να αφήσει το στίγμα του στην πολιτική ζωή του τόπου και να επανακτήσει έναν ρόλο πιο ταιριαστό στην ιστορία του.

Τέλος, εννοείται ότι η πορεία προς την ανασύσταση περνάει από την απόρριψη των φθαρμένων πολιτικών προσώπων του παρελθόντος, που πρωταγωνίστησαν αρνητικά στον διασυρμό της χώρας, καταπατώντας τόσο το σύνταγμα, όσο και κάθε είδους αξιοπρέπειας του έθνους και του λαού που το συγκροτεί. Διαφορετικά, η ιστορία θα επαναληφθεί, αυτήν την φορά ως φάρσα.  Και αυτή την φράση του Μαρξ θα έπρεπε να γνωρίζουν καλύτερα απ’ όλους όσοι καπηλεύονται την λέξη «πρόοδο» και παριστάνουν τους προοδευτικούς.

Written by

Χριστόφορος ΤΡΙΠΟΥΛΑΣ

Ο Χριστόφορος Τριπουλάς είναι πανεπιστημιακός και διδάσκει μαθήματα ρητορικής και διαπροσωπικής επικοινωνίας. Ασχολείται με την μετάφραση και την επιφυλλιδογραφία και είναι συντάκτης στην εφημερίδα Αριστεία.