
Το 2019 ξεκινά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο διπλωματικό προσκήνιο, μέσα από ένα παιγνίδι που παίζεται στον εκκλησιαστικό χώρο, ξεπερνώντας όμως την λατρευτική διάσταση της εκκλησιαστικής ζωής και αγγίζοντας την πολιτιστική και γεωπολιτική πτυχή της. Παρουσιάζει, έτσι, μια δυναμική η οποία δεν μπορεί να αναλυθεί έξω από την πολιτική επικαιρότητα. Κυριακή 6 Ιανουαρίου, ανήμερα των Φώτων, αποφασίστηκε να χορηγηθεί επισήμως ο Τόμος της Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πρόκειται για μια ιστορική, αλλά και τολμηρή απόφαση, που ανατρέπει μια κατάσταση που έχει παγιωθεί επί αρκετούς αιώνες και αποσπά την Ουκρανία από την de facto δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας. Φυσικά, εννοείται ότι η απόφαση αυτή έχει πυροδοτήσει έντονες αντιδράσεις στην Μόσχα, με άγνωστες, για την ενότητα των ανά τον κόσμο Ορθοδόξων, συνέπειες.
Συνοψίζοντας την είδηση αυτή, που αποτέλεσε ίσως την σημαντικότερη εκκλησιαστική επικαιρότητα του 2018, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε να δεχθεί τις προσφυγές Ουκρανών ιεραρχών που είχαν ανεξαρτητοποιηθεί από την Μόσχα κατά το παρελθόν και είχαν ιδρύσει δικές τους εκκλησίες, μη υπαγόμενες στην Μόσχα. Η σχισματική αυτή κατάσταση ταλαιπωρούσε την Ουκρανία από τότε που έκτησε την ανεξαρτησία της από την Ρωσία και διαιρούσε τον λαό της, με ένα μέρος του πληθυσμού να ανήκει στις δύο αυτοκέφαλες, πλην σχισματικές παρατάξεις και άλλο μέρος να ανήκει στην τοπική εκκλησία που ήταν ενωμένη με την Μόσχα.
Επικαλούμενος το λεγόμενο «έκκλητον», ένα από τα κορυφαία αρχαία κανονικά δικαιώματα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στο οποίο θεμελιώνεται η οικουμενικότητα του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος αποφάσισε να θεραπεύσει το πολύχρονο σχίσμα βάσει της δυνατότητας που οι Ιεροί Κανόνες παρέχουν σε όλους τους επισκόπους της οικουμένης, να καταφεύγουν στην πρωτόθρονη Εκκλησία και τον Οικουμενικό Πατριάρχη προκειμένου να κρίνει τις υποθέσεις τους. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι η Εκκλησίας της Ουκρανίας αποτελούσε κανονικό έδαφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο παρελθόν και ότι ουδέποτε εκχωρήθηκε στο Πατριαρχείο Μόσχας αποτέλεσαν άλλον ένα λόγο που δικαίωνε την δυναμική παρέμβαση της Κωνσταντινούπολης στο θέμα αυτό.
Η πλεονεξία της Μόσχας την οδηγεί στην απώλεια κεκτημένων
Παρά την πρόσκληση προς την Μόσχα να συμμετάσχει στην διαδικασία του σχηματισμού της νέας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας και της εκλογής του προκαθημένου της, η ίδια αρνήθηκε. Το γεγονός ότι οι επίσκοποι της Ρωσικής πλευράς υπερτερούσαν αριθμητικά, δίνοντας στην Μόσχα την δυνατότητα να εκλέξει πρόσωπα της ευαρεσκείας της, δεν στάθηκε αρκετό ώστε να καμφθούν οι αντιδράσεις του Ρώσου Πατριάρχη κ. Κυρίλλου και των συν αυτώ. Αντιθέτως, προτίμησε να διακόψει τις σχέσεις της Εκκλησίας του με την Κωνσταντινούπολη, να επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου συκοφάντηση και αμφισβήτηση του Φαναρίου και να εμμείνει στην απόφασή του να μην αναγνωρίσει την διοικητική πράξη του Οικουμενικού Θρόνου. Η μόνη εξήγηση που δύναται να δοθεί είναι ότι οι ενστάσεις της Μόσχας πηγάζουν κυρίως από την αντίθεσή της γύρω από την διεκδίκηση των ιστορικών δικαιωμάτων του Οικουμενικού Θρόνου και την υπεράσπιση της πρωτοκαθεδρίας του. Άλλωστε, ο πανσλαβισμός του 19ου αιώνα και η επέκταση της Ρωσικής εκκλησιαστικής παρουσίας σε εδάφη πέραν της δικαιοδοσίας της κατά τον 20ο αιώνα τον ίδιο σκοπό υπηρετούσαν.
Πλέον, όμως, η άκρατη φιλοπρωτία της ηγεσίας του Πατριαρχείου Μόσχας μπορεί να την οδήγησε σε μοιραίο λάθος. Με την άρνησή της να συμμετάσχει στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο που συνεκλήθη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον Ιούνιο του 2016, έχασε την ευκαιρία να διαμορφώσει τον μελλοντικό τρόπο με τον οποίο χορηγείται η αυτοκεφαλία σε τοπικές Εκκλησίες. Τώρα, με την άρνησή της να συμμετάσχει στην διαμόρφωση του νέου εκκλησιαστικού καθεστώς στην Ουκρανία, αυτοπεριορίστηκε και παραιτήθηκε παντός δικαιώματος γύρω από τον καθορισμό των εξελίξεων στο Κιέβο.
Ενισχυμένο το Φανάρι από την διεθνή αναγνώριση της Εκκλησίας της Ουκρανίας
Μετά την επίσημη παράδοση του Τόμου Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας, θα αρχίσουν οι αναγνωρίσεις από τις ανά τον κόσμο Ορθόδοξες Εκκλησίες. Κάποιες, ενδεχομένως, θα ακολουθήσουν τις υποδείξεις της Μόσχας, αλλά οι περισσότερες αναμένεται να επιβεβαιώσουν τον ιστορικό ρόλο και τα δικαιώματα της Κωνσταντινούπολης και να αναγνωρίσουν το Ουκρανικό αυτοκέφαλο. Ίσως ακολουθήσουν και άλλα αιτήματα από τοπικές Εκκλησίες που βρέθηκαν υπό Ρωσική επιρροή (όπως, π.χ. Λιθουανία). Μετά, ο Πατριάρχης Μόσχας και οι συν αυτώ θα πρέπει να λογοδοτήσουν στον Ρώσο πρόεδρο κ. Πούτιν, ο οποίος δεν αποκλείεται να μεθοδεύσει ακόμη και την αντικατάστασή τους για να επιχειρήσει μια αναδίπλωση και να περιορίσει τις απώλειες από τις ανεύθυνες ενέργειές τους.
Παρά τις πολλές και ποικίλες δοκιμασίες που αντιμετωπίζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η ιστορικότητα του θεσμού και η μοναδικότητά του εξακολουθούν να ασκούν επιρροή και να λαμβάνονται υπ’όψιν διεθνώς. Το ίδιο αποτελεί ίσως το πιο ενδεικτικό μέσο «ήπιας ισχύος» και «πολιτιστικής διπλωματίας» που διαθέτει ο Ελληνισμός. Το γεγονός αυτό δεν πρέπει να το παραβλέπουν οι Έλληνες πολιτικοί, ούτε, φυσικά, οι εν Ελλάδι εκκλησιαστικοί παράγοντες.