
Το ταξίδι του Μίκη Θεοδωράκη για την γειτονιά των αγγέλων είναι πλέον γεγονός. Η εκδημία του στερεί τον Ελληνισμό από μια διαχρονικά μάχιμη και συνάμα γνώριμη φωνή, μια απτόητη λεβεντιά που θα είναι πραγματικά δυσαναπλήρωτη. Ειδικά κατά την περασμένη 15ετία, όσο οι σωματικές δυνάμεις του μεγάλου εκείνου μουσικού σταδιακά υποχωρούσαν, τόσο η πνευματική παρουσία του ξεπρόβαλλε πιο λαμπρή από ποτέ.
Ο μεγάλος αγωνιστής Μίκης βγήκε μπροστάρης στα δύο μείζον ζητήματα της σημερινής εποχής, δίνοντας το στίγμα και τον βηματισμό στον αγωνιζόμενο Ελληνισμό, όπως ο διευθυντής σε μια ορχήστρα. Πολέμησε τα μνημόνια που επέβαλλε μια διεθνή στυγερή σπείρα απλήστων τζογαδόρων και γαμψονύχων τοκογλύφων, με τις «Σπίθες» του, όπως και την κατάπτυστη Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία κατακεραύνωσε, μαζί με τους ολέθριους εμπνευστές της, μπροστά στο πανελλήνιο, με την εμπνευσμένη ομιλία του στο μεγάλο και ιστορικό συλλαλητήριο στο Σύνταγμα.

«Σπίθες» και Μακεδονία ξακουστή
Βέβαια, τόσο οι «Σπίθες» του, όσο και ο αγώνας στον οποίο συμμετείχε για να μην περάσει το λιμνοσύμφωνο της ντροπής, πράγματα που ασφαλώς προκάλεσαν μεγάλη απογοήτευση σε εκείνους που θέτουν τα κομματικά συμφέροντα υπεράνω εκείνων της πατρίδας, δεν είχαν την κατάληξη που θα θέλαμε.
Η Ελλάδα παραδόθηκε ολοσχερώς στις ορέξεις των δανειστών της, μη δυνάμενη πλέον να παριστάνει πως είναι ανεξάρτητο κράτος έστω και προσχηματικά. Η εγχώριος διαπλοκή έσπευσε να συμπαραταχθεί με τους δανειστές και τους θεσμούς που ανέλαβαν την τύχη της χώρας, προσφέροντας τον εθνικό πλούτο στους πρώτους για να προφυλάξουν τις τράπεζές τους, με την ελπίδα ότι θα διοριστούν προνομιούχα υποτακτικά τους στην παροικία. Το δημόσιο χρέος παραμένει σε δυσθεώρητα ύψη, σαφώς χειρότερα από πριν, ωσάν οι πολυετείς θυσίες και στερήσεις – πρωτοφανείς για περίοδο ειρήνης – να μην έπιασαν τόπο ούτε στο ελάχιστο. Η κομματοκρατία και όσα στρεβλά γέννησε και συντήρησε εξακολουθούν να ρημάζουν τον τόπο, αφού ο απώτερος στόχος του μνημονίου φαίνεται να ήταν η άλωση της Ελλάδος, όχι η ανόρθωσή της.
Ομοίως, η Συμφωνία των Πρεσπών υπεγράφη και στην συνέχεια «υπερψηφίστηκε» στα κοινοβούλια της Ελλάδος και των Σκοπίων σε ένα πρωτοφανές ρεσιτάλ πολιτικής διαπλοκής, αθέμιτων παρεμβάσεων ξένων παραγόντων και κυνικής καταπάτησης του Συντάγματος και της δημοκρατίας. Παρά τις παρατυπίες, η συμφωνία έγινε πραγματικότητα και η Ελλάς μετατράπηκε σε κλωτσοσκούφι των Σκοπίων από την αμέσως επόμενη ημέρα, με τον αγέρωχο κ. Ζάεφ να προβαίνει σε σωρεία παραβιάσεων των συμφωνηθέντων, «γλεντώντας» κανονικά τις κυβερνήσεις Τσίπρα και Μητσοτάκη και ρεζιλεύοντας την Ελλάδα διεθνώς.
Η σημασία του να αγωνίζεσαι «τον αγώνα τον καλόν»
Παρ’ όλα αυτά, οι τελευταίοι αγώνες του Μίκη δεν ήταν διόλου εις μάτην. Μπορεί, προς το παρόν τουλάχιστον, να μην δικαιώθηκαν εκ του αποτελέσματος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι αγώνες δεν έπρεπε να δοθούν. Εξάλλου, η ιστορία του Ελληνισμού διδάσκει ότι πολλές φορές ο «τρόπος» έχει μεγαλύτερη σημασία από την κατάληξη. Η ψυχή του Ελληνισμού δεν υποφέρει την καιροσκοπία. Το ελληνικό ήθος δεν ασπάζεται το σκεπτικό ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, αλλά μάλλον το αντίθετο∙ το αποτέλεσμα κρίνεται από τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο παρήχθη. Αυτό θα πει αρχοντιά και αυτεξουσία και όσοι βαδίζουν τον ανηφορικό και ενίοτε μοναχικό αυτόν δρόμο διασώζουν ψήγματα από τον οικουμενικό και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα του Ελληνισμού.
Στην ζωή του, ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε φορέας αυτού του αρχαίου, μακρόσυρτου και αδάμαστου ήθους. Επωμίστηκε και ηγήθηκε κινήματα αντίστασης που θα περίμενε κανείς να αναλάβουν άνθρωποι που βρίσκονται σε πιο μάχιμη ηλικία, με σωματικές δυνάμεις και αντοχές πιο ακμαίες. Πλην όμως, ακόμη και σε βαθύ γήρας, έδειχνε να παραβγαίνει πολύ νεώτερούς του σε τόλμη και αγωνιστικότητα.
Σίγουρα οφείλεται εν πολλοίς στο μεγαλείο του συγκεκριμένου ανδρός. Ίσως, επίσης, και στην εποχή κατά την οποία ανδρώθηκε, όπου τα ιδανικά και τα πρότυπα ευνοούσαν την πνευματική παλληκαριά και δεν άφηναν τόπο να επικρατήσει ο ωχαδερφισμός, η τζάμπα μαγκιά, ο φόβος – σχεδόν τρόμος – του ξεβολέματος.
Ένας άξιος αποδέκτης των επαίνων του Δήμου
Ο Μίκης ζούσε σε μια εποχή όπου η ποίηση ενέπνεε ακόμη τους συνθέτες και οι προβεβλημένοι της κοινωνίας έπρεπε να κερδίσουν «τον έπαινο του Δήμου», τα «δύσκολα και ανεκτίμητα εύγε». Δεν ήταν κατασκευασμένοι από τους παραμυθατζήδες της τηλεόρασης (που κάποτε την καταφρονούσε ο σοφός λαός ως «χαζοκούτι») και τα ψεύτικα προφίλ των κοινωνικών μέσων.
Η ουσία είναι ότι οι τελευταίες δεκαετίες παράγουν λιγότερους αγωνιστές και μπροστάρηδες, προβεβλημένους πολίτες με πνευματική παλληκαριά και περισσότερους κουκουλοφόρους, πολιτικούς πουθενάδες, γόνους που αξιώνουν να άρχουν βάσει κληρονομικού δικαίου και αχυρανθρώπους των ΜΜΕ που διαλύονται με τον πρώτο δυνατό βοριά.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ο αγώνας του Μίκη, ειδικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, άξιζε και αποτελεί εθνική παρακαταθήκη. Και όπως ταιριάζει στο έργο κάθε σπουδαίου καλλιτέχνη, η ελπίδα είναι ότι θα μείνει πολύ μετά το εφήμερο πέρασμά του από τον κόσμο τούτο, για να εμπνέει, να διδάσκει και να παραδειγματίζει. Όπως ακούγεται η μουσική του Μίκη σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, όπου βρίσκεται Ελληνισμός, αλλά και πέραν αυτού, αφού αγαπήθηκε τόσο από τόσους λαούς διεθνώς, έτσι και να απλωθεί το παράδειγμα του ήθους και της λεβεντιάς του, ως πρότυπο για τους πολίτες, πρώτα αυτού του τόσο ευλογημένου από τον Θεό και τόσο αδικημένου από τους ανθρώπους τόπου, όσο και όλου του κόσμου.
Μια παρακαταθήκη που θα μας απασχολήσει στο μέλλον
Η Ελλάς, η σκλαβωμένη από το μνημόνιο και ξεφτιλισμένη από την προδοτική Συμφωνία των Πρεσπών, θα κληθεί κάποια στιγμή να έλθει αντιμέτωπη με τις πράξεις των «εφιαλτών» της, όπως έκανε πάντα. Ή θα πολεμήσει, όπως στις Θερμοπύλες ή στον Μακεδονικό Αγώνα ή στο έπος του ’40 ή στην Εθνική Αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών και θα περάσει στην αθανασία, γράφοντας νέα έπη, κερδίζοντας χρόνο ώστε να ανασυνταχθεί και να κάνει την ιστορική ανατροπή ή θα φύγει «οδοιπόρος για τα Σούσα» να επιζητήσει έναν Αρταξέρξη για να την βάλει ευνοϊκά στην αυλή του, με την φτηνή ελπίδα ότι ίσως της προσφέρει και σατραπείες.
Η φωνή του ποιητή ηχεί δυνατά και είναι ξεκάθαρη: «Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις (η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις)»! Τέτοια μέρα, ευτυχώς, δεν ξημέρωσε ποτέ για τον αείμνηστο Μίκη, που ξυπνούσε με τον ήλιο της ελπίδας και κοιμόταν με το φεγγάρι της καρτερίας. Όσο σπουδαία ήταν η μουσική του, άλλο τόσο σπουδαία ήταν η ζωή του, που υπήρξε ένας συνεχής αγώνας. Ένας ωραίος, παλληκαρήσιος, ελληνικός αγώνας, αντάξιος της ιστορίας του τόπου. Μακάρι να έχουμε όλοι οι συμπατριώτες του την ευχή του και να βρεθούν μιμητές και συνεχιστές του μέσα στις νεώτερες γενιές.
Για λόγους παιδαγωγικούς, παρατίθεται κάτωθι, η πύρινη ομιλία του μεγάλου μουσικοσυνθέτη και Έλληνα Μίκη Θεοδωράκη, στο συλλαλητήριο εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών που πραγματοποιήθηκε στο Σύνταγμα στις 2 Απριλίου 2018:
Η ιστορική ομιλία του Μίκη στο μεγάλο συλλαλητήριο υπέρ της Μακεδονίας
«Καλοί μου Έλληνες, αδέρφια μου, “φασίστες”, “ναζιστές”, “τρομοκράτες”, “ναζιστές”, “αναρχικοί”, “τραμπούκοι”, θα μάθατε ασφαλώς ότι οι “πατριώτες” που μας κυβερνούν και τα βαποράκια τους οι αριστεριστές μάζευαν υπογραφές και χθες έριξαν μπογιές στο σπίτι μου για να με εμποδίσουν να μιλήσω μπροστά σ’ εσένα ΚΥΡΙΑΡΧΕ ΛΑΕ! Για να μήν σου μιλήσω με λόγια σταράτα, πατριωτικά, φλογερά και ασυμβίβαστα όπως έμαθα να μιλώ σε όλη μου την ζωή κι όπως εσύ με δίδαξες ΚΥΡΙΑΡΧΕ ΕΛΛΗΝΙΚΕ ΛΑΕ. Να μιλώ και να πράττω σε όλη μου την ζωή με κάθε θυσία και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό.
Λοιπόν άκουσε, σήμερα το πρωί έλαβα μια ποιητική συλλογή από την Θεσσαλονίκη και σας την διαβάζω, ένα σημαδιακό απόσπασμα: «Το πνεύμα, ο νούς ανθίζουν με τον Θαλή, τον Θουκυδίδη, τον Πρωταγόρα, τους τραγικούς, την τόλμη του Θεμιστοκλή και του Κολοκοτρώνη».
Φίλοι και φίλες, αφιερώνω την ομιλία μου στον Έλληνα που μας έβγαλε από τον οθωμανικό ζυγό και που πέθανε σαν σήμερα στις 4 του Φλεβάρη το 1843, στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Εγώ δεν ντρέπομαι, όπως οι εθνομηδενιστές που μας κυβερνούν, να παραμείνω πιστός στις ιερές σκιές των προγόνων μας που μας δίδαξαν την αγάπη και την θυσία για το έθνος και την πατρίδα. Μια πατρίδα που σέβεται και αγαπά ΟΛΕΣ τις πατρίδες του κόσμου. Ναι, είμαι πατριώτης διεθνιστής και συνάμα περιφρονώ και μάχομαι τον φασισμό σε όλες του τις μορφές και προπαντώς στην πιό πονηρή, απατηλή και επικίνδυνη μορφή του, την αριστερόστροφη. Σαν αυτή με τις ομαδούλες των εξτρεμιστών που είναι σκέτοι δειλοί τρομοκράτες. Σαν αυτή των μειοψηφιών που μας κυβερνούν και καταστρέφουν την χώρα μας οχυρωμένοι πίσω από τις εκλογικές αλχημείες των πολιτικών που είναι πονηροί, θλιβερές αποφύσεις ενός συστήματος που μας δαγκώνει και μας πονά γιατί πεθαίνει και το ξέρει και γι’ αυτό είναι ακόμα πιό επικίνδυνο.
Και τώρα που ξεδίπλωσα την ταυτότητά μου προς όλες τις κατευθύνσεις μπορώ να αρχίσω την ομιλία μου.
Αγαπητοί μου πατριώτες και πατριώτισσες, σε μια δύσκολη για την πατρίδα μας ώρα, όπου μαύρα σύννεφα φαίνεται να συσσωρεύονται γύρω μας απειλητικά, εμείς καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ενωμένοι όσο ποτέ αυτά τα νέα αλλά απροσδόκητα για μας προβλήματα. Τα Σκόπια με όχημα το όνομα Μακεδονία και παραμορφώνοντας τα ιστορικά γεγονότα σε βαθμό γελοιότητας επιδιώκουν στην πραγματικότητα την επέκταση των συνόρων τους εις βάρος των δικών μας για την δημιουργία της λεγόμενης Μακεδονίας του Αιγαίου. Ο στόχος αυτός λειτουργεί εδώ και δεκαετίες ως βασικός εθνικός στόχος της γειτονικής χώρας με αποτέλεσμα να έχουν γαλουχηθεί γενιές Σκοπιανών με την ιδέα αυτή και να έχουν σήμερα την πεποίθηση ότι είναι κατ’ ευθείαν απόγονοι των βασιλέων της Μακεδονίας, του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Με μία κολοσσιαία πραγματικά προπαγάνδα κατόρθωσαν να παρασύρουν σε αυτήν την ιστορική γελοιότητα μεγάλο αριθμό κρατών επωφελούμενοι συγχρόνως και από την στάση των Ελλήνων κατά καιρούς υπευθύνων που δεν έκαναν καμμιά προσπάθεια να ανασκευάσουν στα μάτια των ξένων αυτή την χοντροειδή παραποίηση της ιστορίας. Πρέπει επομένως κι εμείς να αναγνωρίσουμε ότι είναι και δική μας ευθύνη το γεγονός ότι επιτρέψαμε να ανατρέφονται τόσες γενιές Σκοπιανών με τις ιδέες που ανέφερα ώστε σήμερα να εμφανίζεται ως μάταιο ή ακόμα και άδικο να ζητάμε από αυτούς να αλλάξουν το όνομά τους που έχει γίνει ένα με τον εαυτό τους και να έχουμε φθάσει στο θλιβερό σημείο που μας θίγει ως λαό να είμαστε σήμερα αναγκασμένοι να απολογούμεθα για τον πατριωτισμό μας. Απ’ την άλλη μεριά δεν μας επιτρέπεται να συμφωνήσουμε με αυτήν την παραχάραξη της ιστορίας γιατί τότε γινόμαστε συνένοχοι με τις δυνάμεις που στοχεύουν ανοιχτά κατά της εδαφικής μας ακεραιότητας. Τότε τί μπορεί να γίνει; Νομίζω ότι πρέπει να παραδεχθούμε τα λάθη και τις ευθύνες μας απέναντι στον γειτονικό λαό. Σας ρωτώ, έχουμε ευθύνες; Η μόνη λύση, κατά την άποψή μου, είναι να αφήσουμε τους Σκοπιανούς να πιστεύουν στον εθνικό τους μύθο και παράλληλα εμείς να παραμένουμε πάντα πιστοί και ανένδοτοι στην ελληνικότητα της Μακεδονίας και να μήν συμφωνήσουμε ποτέ ότι υπάρχει μια άλλη χώρα, μια άλλη νόθα Μακεδονία. Γιατί αν το κάνουμε είναι σαν να θέλουμε να βγάλουμε εμείς τα μάτια μας με τα ίδια μας τα χέρια. Το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών στα 1992 αποφάσισε για μια εθνική κοινή γραμμή πλεύσης σε μια ονομασία στην οποία δεν θα περιέχεται καθόλου και με κανένα τρόπο η λέξη Μακεδονία με γεωγραφικούς ή άλλους προσδιορισμούς όπως λόγου χάρη Άνω, Κάτω, Επί τα αυτά ή ακόμα χειρότερα Νέα Μακεδονία, γιατί διαγράφει την ιστορική Ελληνική Μακεδονία και ανακηρύσσει ως διάδοχό της μια περιοχή με άλλο λαό. Τυχόν υποχώρηση από αυτή την γραμμή θα έχει ολέθρια αποτελέσματα για το μέλλον της χώρας μας. Εάν υποχωρήσουμε αυτή την στιγμή από την θέση μας για το όνομα είναι σαν να ανοίγουμε διάπλατα τα σύνορά μας σε αυτούς που μας απειλούν ανοιχτά και ξεδιάντροπα μέσα από το ίδιο τους το σύνταγμα. Οφείλομε να επαγρυπνούμε για την διαφύλαξη της εθνικής μας ακεραιότητας δεδομένου ότι υπάρχουν οι ισχυρές διεθνείς δυνάμεις που έχουν στόχο τους την σαλαμοποίηση της περιοχής των Βαλκανίων. Η περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας είναι ακόμη νωπή. Το επόμενο θύμα θα είναι η χώρα μας. Τα μαύρα σύννεφα που μας απειλούν γίνονται κάθε μέρα και περισσότερο ορατά. Εάν υποχωρήσουμε τώρα στην ανοιχτή πρόκληση των Σκοπίων χωρίς να έχουν παραιτηθεί από τον κύριο στόχο της εθνικής τους πολιτικής, επιδιώκουν σήμερα για να γίνουν μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρώπης με την δική μας ψήφο για να μπορούν αύριο-μεθαύριο να μας απειλούν από ισχυρότερη θέση, τότε θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Αν υποχωρήσουμε στην ουσία ανοίγουμε τις πόρτες διάπλατες για να περάσει και να επιβληθεί διά παντός ένα τραγικό ιστορικό ψέμα με απρόβλεπτες συνέπειες για την πατρίδα μας. Οι περίφημες παραχωρήσεις του κυρίου Ζάεφ όπως και τα σχετικά με την σύνθετη ονομασία είναι σκέτο κουτόχορτο. Είναι κουτοπονηριές που θα μπορούσαν να απευθύνονται μόνο σε λαό ηλιθίων και γονατισμένων. Για εμάς είναι ντροπή ακόμα και να αναφερθούμε σ’ αυτό αφού η ονομασία του όποιου αεροδρομίου και της όποιας λεωφόρου είναι στην δική τους αποκλειστική ευχέρεια να αλλάξει ξανά αμέσως μόλις επιτύχουν τους σκοπούς τους. Αλήθεια, τόσο βλάκες μας θεωρεί ο Σκοπιανός πρωθυπουργός; Ή τόσο έτοιμους να κατεβάσουμε τα παντελόνια μας; Και ζητώ συγγνώμη γι’ αυτή την έκφραση, όμως είναι η μοναδική κατανοητή από όλους αυτούς τους ξένους και τους δικούς μας που πιστεύουν ότι επειδή μας έχουν οδηγήσει με τα μνημόνια που μας επέβαλαν στο τελευταίο σκαλοπάτι του κακού ότι ξεχάσαμε την ιστορία μας, ξεχάσαμε ποιοί είμαστε, ξεχάσαμε τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του χαρακτήρα και της ψυχής μας. Όμως δεν είναι η πρώτη φορά που μπορεί όλοι οι γύρω να πιστεύουν ότι ο Έλληνας έχει μεταβληθεί σε ραγιά αλλά εκείνος σηκώνεται όρθιος ξανά. Βεβαίως είμαστε πάντα ένας λαός φιλειρηνικός που επιθυμεί την ειρηνική και φιλική συνύπαρξή τους με τους γειτονικούς λαούς. Παράλληλα θα πρέπει όμως να γνωρίζουμε από την άλλη μεριά υπάρχει ένα βαθύ κράτος που συνωμοτεί με άλλες διεθνείς δυνάμεις εναντίον της ακεραιότητας της χώρας μας και γι’ αυτό τον λόγο θα πρέπει να μην έχουμε αυταπάτες και να παίρνουμε όλα τα μέτρα που θα εξασφαλίσουν την άμυνα της χώρας μας. Εδώ θα πρέπει να προσθέσω ότι αυτή η κατάσταση της συνέχισης του status quo και της ειρηνικής συνύπαρξης πρέπει να θεωρηθεί ως η τελευταία υποχώρηση που κάνουμε μπροστά την αδήριτη πραγματικότητα, την σκληρή πραγματικότητα στην ουσία όμως εμείς δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα. Το γεγονός ότι υπάρχουν χώρες που αναγνωρίζουν τα Σκόπια με το όνομα Μακεδονία παραβλέποντας ότι έτσι γελοιοποιούνται μπροστά στην ιστορία, δεν νομίζω ότι μας αφορά αφού η δική μας απόφαση και μόνο είναι που θα νομιμοποιήσει ιστορικά και θα κρίνει τελεσίδικα το θέμα αυτό. Γιατί μόνο εμείς οι Έλληνες μπορούμε να δώσουμε ή να μην δώσουμε το δικαίωμα στους Σκοπιανούς να οικειοποιούνται στο μέλλον μέσω του ονόματος Μακεδονία ένα αναπόσπαστο από κάθε άποψη, ιστορική και πολιτιστική, τμήμα του ελληνισμού. Για να το πώ πιο απλά ώστε να γίνω κατανοητός, χρειάζεται η βούλα της Ελλάδας για να θεωρούν γνήσιοι Μακεδόνες και όχι χάρτινοι και νόθοι όπως είναι σήμερα. Εφ’ όσον εμείς αρνούμαστε όπως είπα να βγάλουμε οι ίδιοι τα μάτια μας για να είμαστε αρεστοί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στο ΝΑΤΟ και στην Ευρώπη μπορούμε να συνεχίσουμε απρόσκοπτα την ζωή μας όπως κάναμε τόσα χρόνια. (Λίγο νερό δεν βλάπτει, νερό ελληνικό ή μακεδονικό.) Αυτό όμως σημαίνει ότι θα πρέπει να αρνηθούμε κάθε άλλη παραχώρηση για όσο καιρό οι Σκοπιανοί θα μας απειλούν με την αλυτρωτική τους προπαγάνδα, το απαράδεκτό για εμάς σύνταγμά τους, τα δήθεν μακεδονικά σύμβολα και τις Μακεδονίες με τους δήθεν Μεγαλέξανδρους, εμείς ως υπεύθυνος λαός, κληρονόμος μιάς μεγάλης ιστορίας θα εξακολουθήσουμε την πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης αλλά όσο περνάει από το χέρι μας δεν θα δώσουμε σε καμμιά περίπτωση την συγκατάθεσή μας για να γίνουν μέλος της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή και μπροστά στην πιθανότητα να οδηγηθούμε ακόμα και σε καταστάσεις εθνικής τραγωδίας θεωρώ ότι την ευθύνη των αποφάσεων δεν είναι ορθό να την επωμισθεί μόνη της η οποιαδήποτε κυβέρνηση, όχι μόνο μια κυβέρνηση μειοψηφίας όπως είναι η σημερινή, αλλά ακόμα και μια κυβέρνηση λαϊκής πλειοψηφίας, ούτε ακόμα και η ίδια η Βουλή. Ποιά λοιπόν είναι η λύση; Το δημοψήφισμα; Για εμάς η θέση του Ελληνικού λαού στο συγκεκριμένο θέμα είναι αρκετά σαφής, σταθερή και αυτονόητη που δεν χρειάζεται δημοψήφισμα. Εάν όμως κάποια κυβέρνηση διανοηθεί να βάλει την υπογραφή της χώρας μας σε οποιαδήποτε ονομασία, απλή ή σύνθετη, που θα περιέχει το όνομα Μακεδονία δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι υποχρεωμένη να ρωτήσει πρώτα τον Ελληνικό λαό. Εμείς, οι Έλληνες πολίτες, που δεν δεχόμαστε να είμαστε παθητικοί παρατηρητές την ώρα που η χώρα μας βρίσκεται μπροστά σε τόσα κρίσιμα προβλήματα ικανά να μας επηρεάσουν για πολλές δεκαετίες, στην περίπτωση αυτή λοιπόν που η κυβέρνηση θα τολμήσει να βάλει μια τέτοια υπογραφή, απευθύνω έκκληση σε όλους τους βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου (‘Κοινοβουλίου’, επίτηδες δεν το λέω καλά) που έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την διενέργεια δημοψηφίσματος για αυτό το εθνικής σημασίας θέμα να προκαλέσουν την σχετική συζήτηση στην Βουλή και να υπερψηφίσουν το σχετικό αίτημα.
Αγαπητοί φίλοι και φίλες, πατριώτες και πατριώτισσες, σε όλη μου την ζωή αγωνίστηκα για την ενότητα του Ελληνικού λαού, πιστεύω απόλυτα ότι και αυτό το μεγάλο πρόβλημα θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ενωμένοι σαν μια γροθιά και πιστεύω απόλυτα ότι είμαστε ενωμένοι γιατί ανεξάρτητα από τις όποιες διαφωνίες μας είμαστε όλοι πατριώτες. Γιατί όταν υπερασπίζεται κανείς τα δίκαια της πατρίδας του και του λαού του αυτό δεν είναι εθνικισμός, είναι πατριωτισμός. Και η Ελλάδα σήμερα έχει περισσότερο από κάθε άλλη φορά την ανάγκη από πατριώτες. Οι Έλληνες σήμερα ενωμένοι δίνουν όλοι μαζί την απάντηση από την πλατεία Συντάγματος, η Μακεδονία είναι μία και ήταν, είναι και θα είναι πάντα Ελληνική. Ζήτω ο Ελληνικός Λαός!»