Άξιον απορίας πως τὰ κατάφερουμε να εχουμε ακόμα σε αυτήν την χώρα αξιόπιστα ερευνητικά ιδρύματα που δίνουν τον μακροοικονομικό παλμό της οικονομίας. Σαν
τηλαισθαντικοί αεροπειρατές μπαίνουν στὸν ἐναέριο χώρο της αλήθειας καὶ σημαδεύονουν με μακρύκανο κυνηγετικὸν αἰφνιδιασμὸ της πραγματικής κρίσης και γνώσης. Πρόσφατα ο καθηγητής Χρηματοοικονομικών του Πανεπιστημιου Πειραιώς και ιδρυτής του Hellenic Financial Literacy Institute Νικόλαος Φίλιππας ένας από τους εναπομείναντες οικονομολόγους απεικονίζει την δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας. Η αναφορά του Ινστιούτου εστιάζει στην στασιμότητα και την φτωχοποίηση της Ελλάδας όπου συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό. Συγκρίνοντας την Ελλάδα με χώρες όπως η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Λιθουανία παρατηρείται ότι το ΑΕΠ της Ελλάδος στερείται πραγματικά πολλών μονάδων.
Στην περίπτωση της Ελλάδας το spread είναι η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που δανείζεται η Γερμανία και του επιτοκίου με το οποίο δανείζεται η Ελλάδα. Το spread δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαφορά επιτοκίου (της απόδοσης που προσφέρεται στους επενδυτές) μεταξύ των ομολόγων δύο διαφορετικών χωρών παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Η αξιολόγηση του οίκου Moody’s κατέταξε την χώρας μας σε B1/B3, δηλαδή ομόλογα τα οποία απέχουν από τον επιθυμητό τύπο επένδυσης.
Η δέσμη των σημερινών μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους δεν διασφαλίζει ότι οι υποχρεώσεις εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας θα είναι εύχρηστες τα επόμενα 10 χρόνια. Η επιστροφή της κυβέρνησης στη χρηματοδότηση της ιδιωτικής κεφαλαιαγοράς μετά από μια δεκαετία ανεμπιστοσύνης δεν είναι εύκολη διαδικασία χωρίς την δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων.
Το πολύ υψηλό χρέος της Ελλάδας σχεδόν το 180% του ΑΕΠ, ένα από τα υψηλότερα στο σύστημά της κυριαρχίας rating του οίκου Moody’s θα αρχίσει να μειώνεται από το 2019 και μετά, αλλά θα παραμείνει πολύ υψηλό για τις επόμενες δεκαετίες. Ο συνδυασμός πολύ μεγάλης διάρκειας χρέους και χαμηλών επιτοκίων εμφανίζουν κινδύνους από ένα τέτοιο υψηλό επίπεδο χρέους, άρα η Ελλάδα πρέπει να απαιτήσει περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους όπως στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Η Ελλάδα χρειάζεται επίσης μεγαλύτερες επενδύσεις για τη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα. Σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ που προέκυψαν από την ύφεση και την κρίση, οι επενδυτικές επιδόσεις της Ελλάδας ήταν πολύ αδύναμες, με το σχηματισμό κεφαλαίου να ανέρχεται μόλις στο 40% του επιπέδου πριν από την κρίση. Ενώ η κυβέρνηση δεν έχει δεσμευτεί να μειώσει τον υψηλό φορολογικό συντελεστή και, γενικότερα, να μην εργαστεί για τη δημιουργία φιλικότερου προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ο τραπεζικός τομέας παραμένει σε ευπάθεια, παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις. Σε αυτόνομη βάση, οι συστημικές τράπεζες παραμένουν αδύναμες, με χαμηλή ποιότητα ενεργητικού, χαμηλή κερδοφορία και μεγάλο μερίδιο κατώτερης ποιότητας κεφαλαίου με τη μορφή αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Ταυτόχρονα οι τράπεζες δεν συνεχίζουν να απορροφούν και να μειώνουν τα υπόλοιπα δανείων τους μέσω διαγραφών και πωλήσεων NPEs
Χρειάζεται άμεσα μια ελληνική κυβέρνηση όπου δεν θα αποκλίνει από τις δεσμεύσεις της θα αντιστρέψει τις μεταρρυθμίσεις και θα μειώσει την ένταση με τους επίσημους πιστωτές. Η σημερινή πολιτική δεν θα πρέπει να είναι μια σκιά που κάνει παιχνίδια με τον ήλιο και δεν θα φοράει την στολή του δισταγμού αλλά θα πρέπει να είναι μια δημοκρατική πολιτική που θα βγάζει τα χέρια έξω από τα κάγκελα των μεταρρυθμίσεων θα πιάνει ακόμα και τις σταγόνες της βροχής και θα κάνει πράγματα χειροπιαστά.