Η Αθήνα, λίγο μετά την απελευθέρωση της από την οθωμανική κατοχή, εκτεινόταν σε περιορισμένη έκταση γύρω από το βράχο της Ακρόπολης και όπως ανέφερε και ο τελευταίος διοικητής του φρουρίου της Ακρόπολης, ο Βαυαρός αξιωματικός Νέζερ, που το παρέλαβε από τους Τούρκους στις 29 Απριλίου 1833: «Η ίδια η πόλη ήταν ένας σωρός ερειπίων και μόνον η αγορά είχε έναν κανονικό δρόμο. Επίσης μία οδός υπήρχε κοντά στην εκκλησία της Καπνικαρέας και άλλη μία στους πρόποδες της Ακρόπολης κοντά στούς κίονες της αρχαίας αγοράς και το στύλο του Αιόλου. Στον περιφερικό δρόμο γύρω από την Ακρόπολη υπήρχαν μερικά σπίτια. Όποιος ήθελε να πάρει δρόμο για την Πλάκα, έπρεπε να κατέχει πολλές τοπογραφικές γνώσεις, γιατί τα πολυάριθμα σοκάκια που οδηγούσαν πρός τα κεί, είχαν επιχωθεί απο ερείπια σπιτιών, που υποχρέωναν τον περιηγητή να σκαρφαλώνει».

Το «λαμπρό και ιοστεφές άστι» που ήταν κάποτε η Αθήνα, δεν ήταν τώρα πια παρά «ένας γιγάντιος σωρός ερειπίων, μια άμορφη φαιόχρους μάζα από μπάζα και σκόνη απ’ όπου ξεφύτρωναν μερικές δεκάδες φοίνικες και κυπαρίσσια, που είχαν επιβιώσει της καταστροφής.

Σήμερα η επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας φαίνεται σαν κάτι αυτονόητο. Ωστόσο τη δεδομένη περίοδο μετά την επανάσταση και με την εκλογή του Βαυαρού πρίγκηπα Όθωνα, η αντιβασιλεία στο Ναύπλιο δεχόταν τις πιο αντιφατικές προτάσεις για την τοποθεσία της μελλοντικής πρωτεύουσας – μεταξύ άλλων η Κόρινθος, τα Μέγαρα, ο Πειραιάς, το Άργος, καθώς και το Ναύπλιο – η μέχρι τότε πρωτεύουσα της χώρας.

Η Αθήνα το 1834 ήταν ένα μεγάλο χωριό με μόλις δέκα χιλιάδες κατοίκους, με σημαντικά λειτουργικά προβλήματα, λαμβάνοντας υπόψιν την έλλειψη δικτύου ύδρευσης, καθώς και την ανυπαρξία δημοσίου φωτισμού και συγκοινωνιών ενώ υπήρχε παντελής έλλειψη υπηρεσιών και άλλων κοινωνικών αγαθών.

Στις 11 Ιουλίου 1833, με διάταγμα της αντιβασιλείας, αποφασίστηκε η μελλοντική πρωτεύουσα της χώρας να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Το πολεοδομικό σχέδιο που θα ακολουθούνταν για τη νέα πρωτεύουσα ήταν ένα θέμα μείζονος σημασίας με το οποίο ενεπλάκησαν αρκετοί αρχιτέκτονες της εποχής.

Το πολεοδομικό σχέδιο της νέας πρωτεύουσας ήταν προϊόν αρκετών τροποποιήσεων. Οι συνολικά ασχοληθέντες ήταν οι έξι, οι Σάουμπερτ, Κλεάνθης, Χάνσεν, Γκαίρτνερ και Χοχ.

Οι κύριοι άξονες για την ανάπτυξη του νέου πολεοδομικού σχεδίου της Αθήνας εν έτη 1833-4 ήταν η ανάπτυξη της στους λόφους γύρω από την Ακρόπολη, με τον ισχυρισμό ότι η Αθήνα είναι συνυφασμένη με την Ακρόπολη και θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα για τη σύνδεση της αρχαίας και της νέας εποχής. Από την άλλη, υπήρχαν αρχιτέκτονες με όραμα κάθε σπίτι της Αθήνας να διαθέτει έναν όμορφο κήπο ή την αυλή του και δρόμους με μεγάλο πλάτος και όχι μία πυκνοδομημένη κατά το ευρωπαϊκό πρότυπο πόλη. Το δεύτερο σενάριο αμφισβητήθηκε και υπήρξε ο ισχυρισμός από τον Weissenburg, υπεύθυνο των αρχαιοτήτων της Ελλάδος: «Μια τέτοια πόλη δε θα γίνει ποτέ η Αθήνα».

Φαίνεται πως τα λόγια του Weissenburg για την πρωτεύουσα ήταν προφητικά: κάνοντας τον απολογισμό την περίοδο της ιλιγγιώδους ανάπτυξης 1950-1980, διαπιστώνεται μεγάλη απόκλιση ως προς την πολεοδομική και αρχιτεκτονική πορεία της Αθήνας σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Υπήρξαν φωτεινές εξαιρέσεις από τη μεταπολεμική περίοδο και εξής, για παράδειγμα οι μοντέρνες πολυκατοικίες του πρωτοπόρου αρχιτέκτονα της εποχής Νίκου Βαλσαμάκη, το εργοστάσιο της Φιξ στη λεωφόρο Συγγρού μετά την ανάπλαση του 1957 από τον αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτο και τον συνεργάτη του Μαργαρίτη Αποστολίδη, η πρεσβεία των ΗΠΑ, το ξενοδοχείο Hilton, καθώς και το κτίριο επιβατών του Ανατολικού Αερολιμένα στο Ελληνικό κ.α.

Τη δεκαετία μεταξύ 1980-1990, υπήρξε στην Αθήνα δημογραφική σταθερότητα έναντι του διαστήματος 1950-1980, όπου σημειώθηκε αύξηση του πληθυσμού κατά 220%. Οι εξελίξεις που σημειώνονται είναι προς δύο κατευθύνσεις: αφενός η αναβάθμιση του ιστορικού κέντρου, οι αστικές αναπλάσεις η αποκατάσταση και η αξιοποίηση ιστορικών κτιρίων, ενώ από την άλλη, κάτοικοι του υποβαθμισμένου κέντρου της πόλης μετακινούνται μαζικά προς την περιφέρεια, συμβάλλοντας στην ήδη άναρχη αστικοποίηση και την περιβαλλοντική υποβάθμιση του λεκανοπεδίου της Αττικής. Η εικόνα της Αθήνας του 1980 είναι χαοτική και απρόσωπη, ωστόσο διατηρεί ένα πρόσφορο έδαφος για καλλιτέχνες και διανοούμενους καθώς δεν παύει να αποτελεί και πόλο έλξης για επισκέπτες από πιο οργανωμένες και όμορφες πόλεις.

Κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990 έγιναν σημαντικές αναπλάσεις στο κέντρο της Αθήνας, για παράδειγμα ο πεζόδρομος στο Μοναστηράκι, ο Εθνικός Κήπος, το Παναθηναϊκό Στάδιο και το νεοκλασικό Πανεπιστήμιο. Τουναντίον πολλές αξιόλογες προτάσεις πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής ανάπλασης των προαστίων θα μείνουν στα χαρτιά. Άξια λόγου η πρόταση του αρχιτέκτονα Αλεξάνδρου Τριποδάκη για τη διαμόρφωση της κεντρικής περιοχής των Θρακομακεδόνων, η οποία κέρδισε το πρώτο βραβείο πανελλήνιου αρχιτεκτονικού διαγωνισμού το 1988.

Θεμελιώδη ρόλο στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής εικόνας της Αθήνας του σήμερα διαδραμάτισε η διεύρυνση του δημόσιου τομέα, αλλά περισσότερο η νοοτροπία των ιθυνόντων. Ωστόσο από πλευράς πολιτείας αλλά και ιδιωτών υπάρχει ζωηρό και ένθερμο ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική της πόλης, κάτι που όμως δεν υπερτερεί των μικροπολιτικών και κοντόφθαλμων ενεργειών καθιστώντας την Αθήνα σε μεγάλο βαθμό μία πόλη που αναπτύχθηκε σε εγγενώς αντιφατικό πλαίσιο.

Originally posted 2017-11-13 07:55:36.