Να γινόταν κάπως να άλλαζε ο στείρος αντιπολιτευτικός λόγος στην Ελλάδα, θα γραφόταν στην ιστορία ως η πλέον ανατρεπτική κίνηση πολιτικού κόμματος – συμπεριλαμβανομένου κυβερνητικού κόμματος – στην νεώτερη ιστορία του τόπου. Η αλλαγή της ρητορικής και η εγκατάλειψη του ξύλινου αντιπολιτευτικού λόγου θα προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην πατρίδα – ίσως τις πιο σημαντικές που θα μπορούσε ελλαδικό κόμμα να καταβάλλει ως ελάχιστη αποζημίωση για την καταστροφική δράση δεκαετιών.

Η αλλαγή της κομματικής ρητορικής θα διέσωζε έστω και την ελάχιστη ελπίδα για αλλαγή νοοτροπίας. Θα έθετε την βάση για την εποικοδόμηση νέων υγειών σχέσεων των πολιτικών με την κοινωνία και τους πολίτες. Θα άλλαζε τα κριτήρια με τα οποία αξιολογούμε ένα κόμμα και το πέρασμά του από την εξουσία.

Αμφιδέξιοι καταστροφείς του Ελληνισμού

Στην Ελλάδα, τόσο η αριστερά, όσο και η δεξιά, εργάστηκαν με μεθοδικότητα και συνέπεια (ίσως η μοναδική περίπτωση όπου μπορεί να αποδοθεί τέτοιος χαρακτηρισμός σε ελλαδικό πολιτικό κόμμα) να αφελληνίσουν την χώρα και να διαμορφώσουν μια πλατφόρμα ιδεών εντελώς άσχετη με το άθλημα πολιτικής και την κοινωνία σχέσεων που κληροδότησε στην ανθρωπότητα ο Ελληνισμός ως οικουμενική αξία. Σχεδόν πουθενά δεν εντοπίζεται στον πολιτικό λόγο ή μάλλον στις πολιτικές πομφόλυγες που εκστομίζουν οι επαγγελματίες εν Ελλάδι πολιτικοί το παραμικρό ψήγμα της γόνιμης εκείνης διαλεκτικής που γέννησε και συντήρησε για χιλιετίες τον ελληνικό πολιτισμό.

Η τάχα και αριστερά παρουσιάζεται παγερά αδιάφορη για τον εκπληκτικής συλλογικής λειτουργίας θεσμό του ελληνικού κοινοτισμού. Μοναδική της έγνοια επί δεκαετιών παραμένει η άλωση του κράτους και η ολοκληρωτική επιβολή ξένων θεσμών επί του λαού, των συμφερόντων του οποίου κόπτεται ότι κήδεται και αντιπροσωπεύει. Στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για γερμανικής εμπνεύσεως θεσμούς συγκερασμένους με σοβιετικού τύπου αντιλήψεις για την διαχείριση της εξουσίας. Με λίγα λόγια, μιλάμε για ένα διοικητικό τερατούργημα, ένας κρατικός μηχανισμός τύπου «Φρανκενστάιν».

Αλλά και η μεταπρατική μαϊμουδίστικη δεξιά δεν διαφέρει διόλου στην στερημένης εμπνεύσεως πολιτική χοντροκοπιά. Η παράταξη που κάποτε κατέφυγε στις ακρότητες του εξορισμού πολιτών επικαλούμενη τον κίνδυνο του Ζαχαριαδικού διεθνισμού, του και προθύμου να παραχωρήσει την πατρώα γη σε ξένες δυνάμεις, αρκεί να υποστήριζαν δυνάστες του κατάλληλου «χρώματος», παραδόθηκε, εν συνεχεία, ολοσχερώς το ίδιο στον απάτριδα διεθνισμό. Πριν τον εγκαταλείψει πλήρως, κονσερβοποίησε τον πατριωτισμό σε διαφημιστικού τύπου συνθήματα που προάγουν την αμάσητη ακρισία του ηδονιστικού καταναλωτισμού.

Η εμπορευματοποίηση του πολιτικού αθλήματος

Αδιαφόρησε πλήρως για το γεγονός ότι ο πατριωτισμός δεν είναι κάποιο προϊόν που τον ψωνίζουν στα σουπερμάρκετ. Βιώνεται ως ειδοποιό διαφορά ομογλωσσίας και ομοτροπίας, καλλιεργείται και αναπτύσσεται ως παγκόσμια πρόταση που καταπιάνεται άφοβα με πανανθρώπινα προβλήματα. Δοκιμάζεται και διακρίνεται στην ευγενή άμιλλα του διεθνούς στίβου. Αλλά, για να γίνει αυτό, θα πρέπει να υπάρχει πνεύμα διάκρισης και όχι φτηνής εντυπωσιοθηρίας.

Με ποια εφόδια θα μπορέσουν, άραγε, το κόμματα που κατάφεραν καίριο πλήγμα με τις φτηνιάρικες, πολιτικά κερδοσκοπικές, μεταρρυθμίσεις Ράλλη και Βερυβάκη, που επέβαλλαν την «δημοτικιά» ως νέα κρατική «καθαρεύουσα», ακρωτηριάζοντας την πανάρχαια γλώσσα των Ελλήνων, το εκπληκτικό αυτό όργανό σκέψης και κιβωτό του πολιτισμού μας, να ενεργήσουν πατριωτικά;

Δεκαετίες ολόκληρες τώρα, αλλά στην ουσία δύο περίπου αιώνες από τότε που ιδρύθηκε το νεοελληνικό κράτος, τα ελλαδικά κόμματα επαγγέλλονται την ευημερία και την πρόοδο, με το βλέμμα στραμμένο πότε στην Ουάσιγκτον, πότε στην Μόσχα, πότε στο Βερολίνο, πότε στις Βρυξέλλες, προσεχώς δε και στην Άγκυρα, αν επικρατήσουν οι κατάπτυστες απόψεις του ΕΛΙΑΜΕΠ, και τέλος πάντων παντού εκτός από εκεί που πρέπει…ενώ οι πολίτες παραμένουν πάντοτε ευκολόπιστοι και πάντα προδομένοι.

Εάν τα ελλαδικά κόμματα αντιλαμβανόταν την πολιτική επί το ελληνικότερον…

Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα εάν τα συντηρητικά κόμματα του τόπου συστρατευόταν σε έναν ανένδοτο αγώνα για την διάσωση της ελληνικής γλώσσας, προτείνοντας την καθιέρωση της διδασκαλίας των αρχαίων από την Α΄ δημοτικού κιόλας ή την ριζική αναμόρφωση του συντελεστή δόμησης ή την ουσιαστική προστασία της ελληνικής υπαίθρου;

Φανταστείτε, εάν τα κόμματα της αριστεράς προέβαιναν στην αυτονόητη πολιτική πράξη της καταδίκης των μπαχαλάκηδων και την καταγγελία των καταληψιών δημοσίων και ιδιωτικών χώρων ως αντικοινωνικά αντιδραστικά στοιχεία που βρίσκονται στους αντίποδες της κοινωνιοκεντρικής αριστεράς;

Εάν αναρωτιόνταν δημοσίως για τον αριθμό των ΜΕΘ που θα μπορούσαν να φτιαχτούν αν διετίθεντο προς αυτόν τον σκοπό από το κράτος τα κονδύλια που κυριολεκτικά κατασπαταλώνται κάθε χρόνο για να επιδιορθώνονται οι φθορές που προξενούνται σε δημόσια περιουσία από κοινούς βανδάλους που καλύπτουν την αντικοινωνική ψυχανωμαλία τους με αριστερίστικες προβιές;

Εάν υπήρχε εντόπια αριστερή δύναμη στραμμένη, έργοις και ου εν λόγοις μόνον, στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, πάσχουσα να αναδείξει και να κάνει σημαία της την διαχρονική κοινωνιοκεντρική οπτική και προσέγγιση του Ελληνισμού (δυο ενδεικτικά παραδείγματα αφορούν στην α) αναδιοργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης σε κοινοτικό επίπεδο, που θα επέτρεπε συχνά δημοψηφίσματα και την εκ περιτροπής διαχείριση της εξουσίας μέσα από το δημοκρατικότατο σύστημα της κλήρωσης και β) στην αναπροσαρμογή της φορολογικής πολιτικής κατά τον τύπο του λεγομένου Βυζαντίου, όπως την ανέδειξε ο Νίκος Σβορώνος, όπου το σύνολο των πολιτών ήταν υπεύθυνο για τον καθορισμένο φόρο μια περιοχής, προάγοντας έτσι την συλλογική ευθύνη, την αλληλεγγύη και την δικαιότερη διανομή των φορολογικών υποχρεώσεων) θα αποτελούσε την πλέον προοδευτική και επαναστατική δύναμη που θα μπορούσε να προέλθει από τον συγκεκριμένο χώρο.

Αντιστοίχως, εάν η συντηρητική παράταξη ενδιαφερόταν για την ανάδειξη του ελληνικού τρόπου ως οικουμενική πρόταση-πρόσκληση (αρχιτεκτονική, πολεοδομία, ανάδειξη της Ελλάδος σε διεθνές κέντρο σπουδών της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, προβολή της εκκλησίας των πιστών ως ιστορική συνέχεια της εκκλησίας του δήμου και όχι ως συμβατικού χώρου εκπλήρωσης ατομικών θρησκευτικών καθηκόντων), θα προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες για την διάσωση του Ελληνισμού και την ισχυροποίηση της Ελλάδος διαμέσου της πολιτιστικής διπλωματίας. Άλλωστε, χάρη στα στοιχεία αυτά, κατόρθωσε ιστορικά να σωθεί και ακόμη και να επιβληθεί πολιτιστικά και κοινωνικά, ο στρατιωτικά νικημένος Ελληνισμός, μετατρέποντας, εκπληκτικώ τω τρόπω, την θέση του από ηττημένου σε θριαμβευτή.

Βέβαια, οι αλλαγές αυτές θα ήταν δύσκολες σε οποιαδήποτε συγκυρία και θα απαιτούσαν έκτακτο ηγετικό χάρισμα και αυτοθυσία εκ μέρους των πολιτικών αρχηγών που θα τολμούσαν ένα τέτοιο μεγαλεπήβολο εγχείρημα. Όμως, με τους σημερινούς κομματάρχες που επικρατούν, με κυριότερα φόντα αφ’ ενός, την προεδρία του 15μελούς του γυμνασίου του και κατάληψη του λυκείου του και αφ’ ετέρου, την ληξιαρχική εγγραφή ως γυιός πρωθυπουργού και κληρονομικώ δικαίω διάδοχός του, έναν τέτοιο ενδεχόμενο φαντάζει απίθανο ακόμη και ως σκέψη.

Written by

Χριστόφορος ΤΡΙΠΟΥΛΑΣ

Ο Χριστόφορος Τριπουλάς είναι πανεπιστημιακός και διδάσκει μαθήματα ρητορικής και διαπροσωπικής επικοινωνίας. Ασχολείται με την μετάφραση και την επιφυλλιδογραφία και είναι συντάκτης στην εφημερίδα Αριστεία.