
Μπαίνοντας στον Ιούνιο, άρχισε πλέον η αντίστροφη μέτρηση για τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές στην Τουρκία, που θα διεξαχθούν στις 24 του μηνός. Για την Ελλάδα, οι εκλογές αυτές ίσως φανούν πιο σημαντικές και από τις επερχόμενες δικές της βουλευτικές εκλογές. Η τουρκική εκλογική αναμέτρηση ενδέχεται να επηρεάσει την γεωπολιτική αξία και προοπτική της Ελλάδας πολύ περισσότερο από την όποια εναλλαγή σημειωθεί στην διακυβέρνηση της δικής μας χώρας.
Ο λόγος είναι απλός, αλλά σημαντικός. Στην Ελλάδα, τα μεγάλα κόμματα ασκούν κυρίως διαχειριστική εξουσία και οι φιλοδοξίες τους συνήθως φτάνουν ως εκεί. Καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες να κτίσουν ένα ευάρεστο στους Ευρωπαίους ηγέτες (διάβαζε Γερμανούς) προφίλ και να καρπωθούν θέσεις τοπικής εξουσίας (σαφώς κατώτερες των πασαλικίων) χάρη στην εύνοια (σε βαθμό ανάλογο της προσφερόμενης εκδούλευσης) των Βρυξελλών και του Βερολίνου. Σήμερα, κανένα από τα λεγόμενα κόμματα εξουσίας δεν προσκομίζει κάποια πρόταση ριζικά (ή έστω εν μέρει) διαφορετική από τα σχέδια που χαράσσονται από το ευρωπαϊκό διευθυντήριο. Στην ουσία, οι σημερινοί Έλληνες δεν επιλέγουμε ηγέτες ή αρχηγούς, αλλά μόνο μεσαίου επιπέδου στελέχη με κριτήριο ποιος μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα την κατάσταση στην χώρα.
Σε πρακτικό επίπεδο, όλες οι κυβερνήσεις της εποχής του μνημονίου εφάρμοσαν λίγο-πολύ το ίδιο πολιτικό πρόγραμμα και ελλείψει κάποιας κοσμογονικής αλλαγής, οι επόμενες κυβερνήσεις αναμένεται να πράξουν το ίδιο. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι εκτός από τις κοινές οικονομικές πολιτικές, «προοδευτικοί» και «νεοφιλελεύθεροι» δείχνουν να συγκλείνουν σε κοινωνικά και εθνικά θέματα, «ίνα πληρωθή το ρηθέν»… υπό του σοφού λαού ότι «τρεις στροφές αριστερά, ίσον μία δεξιά».
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αποτόλμησε θρασύτερα ανοίγματα, υιοθετώντας επίμαχες θέσεις σε εθνικά και κοινωνικά ζητήματα όπως το Σκοπιανό και τις διάφορες διεκδικήσεις των «δικαιωματιστών», όμως δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι κυβερνά με την αναγκαία (και δεδομένη) στήριξη της δήθεν «πατριωτικής» παράταξης του κ. Καμμένου, όπου οι ΑΝ.ΕΛ παίζουν τον ρόλο της σιγανοπαπαδιάς. Επίσης, όλες οι θέσεις της παρούσας συγκυβέρνησης, οι οποίες ενίοτε επιβλήθησαν παρά την φανερά αντίθετη γνώμη μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, έτυχαν της εγκρίσεως ή ακόμη και της υποστηρίξεως των μεγάλων δυνάμεων.
Αντιθέτως, στην Τουρκία, η εκλογική παρτίδα που παίζεται θα επηρεάσει το γεωστρατηγικό μέλλον ολόκληρης της περιοχής. Παρά τα πολλά του μειονεκτήματα, ο τούρκος πρόεδρος κ. Ταγίπ Ερντογάν δείχνει να κατάλαβε από την πρώτη στιγμή της εισόδου του στην πολιτική αρένα την σημασία του ιδεολογικού και πολιτιστικού υπόβαθρου της πολιτικής ατζέντας του. Ναι μεν αντιμετωπίζει βαρύτατες κατηγορίες για παράνομο πλουτισμό, όμως παράλληλα πρέπει να του πιστωθεί ο ρόλος του πολιτικού και πολιτιστικού αναμορφωτή.
Στις καλές μέρες, όταν συμβουλευόταν μια ιδιοφυία της αξίας του κ. Αχμέτ Νταβούτογλου, κατάφερε να κάνει την διεθνή κοινότητα να μιλά για αναβίωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Διεύρυνε την επιρροή της Τουρκίας προς ανατολάς, ευνούχισε τους στρατοκράτες της Άγκυρας που κυβερνούσαν επί δεκαετίες και επιχειρεί την αποκαθήλωση του ειδώλου της νεώτερης Τουρκίας, του Κεμάλ Ατατούρκ. Άσχετα αν τον θαυμάζει ή απεχθάνεται κανείς, ο κ. Ερντογάν δεν είναι από τους πολιτικούς που περνάνε απαρατήρητους.
Ήδη άλλαξε το πολίτευμα της χώρας του από προεδρευόμενο σε προεδρικό και τώρα προσπαθεί να παγιώσει την κυριαρχία του για τα καλά. Μια νίκη στις 24 Ιουνίου θα ολοκληρώσει την πολιτική άλωση της σύγχρονη Τουρκίας και θα θάψει το κεμαλικό καθεστώς οριστικά. Ενδεχόμενη ήττα μπορεί να οδηγήσει όχι μόνο στον πολιτικό του αφανισμό, αλλά ακόμη και στην φυσική του εξόντωση.
Στον εκλογικό αυτό αγώνα, παίζεται και το στρατηγικό μέλλον της Τουρκίας (συνεπώς και της Ελλάδας). Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα(;) του 2016, ο κ. Εντογάν έχει απομακρυνθεί από την Δύση και έχει αναχθεί στον υπ᾽αριθμό ένα σύμμαχο της Ρωσίας. Εξοπλίζεται πλέον με υπερσύγχρονα Ρωσικά όπλα, δεν διστάζει να αιχμαλωτίζει πολίτες ή στρατιώτες συμμάχων του ΝΑΤΟ, διακυβεύει ακόμη και την παραδοσιακά προνομιακή σχέση της χώρας του με τις ΗΠΑ για αν εξυπηρετήσει τους σκοπούς του.
Συνεπώς, μια εκλογική επικράτηση του κ. Ερντογάν αναβαθμίζει αναπόφευκτα την γεωστρατηγική αξία της Ελλάδας, η οποία καθίσταται το νέο ανάχωμα μεταξύ της Δύσης και του ισλαμοφασισμού. Αντιθέτως, μια ενδεχόμενη νίκη των Κεμαλιστών μπορεί να οδηγήσει στην εξομάλυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, όχι αναγκαστικά όμως και με την Ελλάδα, την οποία σύσσωμα τα τουρκικά κόμματα μοιάζουν να εκλαμβάνουν ως αδύναμη, άρα και εύκολο θύμα.
Ασχέτως πολιτικών πεποιθήσεων, η σκέψη και η πολιτική τόλμη του κ. Ερντογάν αποτελούν εναργέστατο παράδειγμα για το πώς ξεχωρίζουν οι μπροστάρηδες από τους απλούς διαχειριστές στην πολιτική.
Originally posted 2018-06-01 11:54:49.