
Είνε γνωστή η υπόθεσις της καταφυγής εις Κωνσταντινούπολιν των δύο γερμανικών πολεμικών «Γκαίμπεν» και «Μπρεσλάου». Ταύτα ευρίσκοντο εις την αρχήν του πολέμου εις την Μεσόγειον και είχον ήδη προβή εις πολεμικάς πράξεις κατά γαλλικών τινών λιμένων εις την ακτήν της Αφρικής.
Όταν η Αγγλία κατέσχε τα εις αγγλικά ναυπηγεία κατασκευαζόμενα δύο μεγάλα τουρκικά θωρηκτά, η Γερμανία προσέφερεν εις την Τουρκίαν προς αντικατάστασιν το «Γκαίμπεν» και το «Μπρεσλάου». Αλλά έπρεπε ταύτα να διαφύγωσι την δίωιν του εν τη Μεσογείω αγγλικού στόλου και να φθάσωσιν εις Κωνσταντινούπολιν. Είχον διέλθει την 5ην Αυγούστου (ν. ημερολ.) τον πορθμόν της Μεσσίνας και διαφυγόντα την δίωξιν των αγγλικών πολεμικών περιέπλευσαν το Ταίναρον και κατέφυγον εις νησίδα παρά την Νάξον, όπου ανέμενον την άδειαν της εισόδου των εις Δαρανέλλια. Ανέμενον όμως συγχρόνως να ανεφοδιασθούν εις γαιάνθρακας, άνευ του οποίου δεν ηδύναντο να συνεχίσωσι τους πλόας των. Ο ανεφοδιασμός ούτος μόνον εκ Πειραιώς ηδύνατο να γίνη.
Αλλά η Ελληνική Κυβέρνησις ήδη από 2 Αυγούστου (ν. ημερ.) είχεν απαγορεύσει πάσαν χορήγησιν γαιανθράκων εν Πειραιεί άνευ της αδείας της, είχε δε κατάσχει όλην την ποσότητα γαιανθράκων, την ανήκουσα εις τον γερμανικόν εμπορικόν οίκον Πλοκ εν Πειραιεί. Εν τούτοις την νύκτα της 5/6 Αυγούστου ο κ. Βενιζέλος διέταξε την εντός της νυκτός χορήγησιν 800 τόνων γαιανθράκων Πλοκ, ει το εν Πειραιεί καταφυγόν γερμανικόν εμπορικόν πλοίον, «Μπόγαμπος», το οποίον φορτωθέν και μετασχηματίσαν την εμφάνισίν του ταχύτατα, μετέβη εις Νάξον και ανεφωδίασε τα δύο γερμανικά πολεμικά, άτινα ούτω ηδυνήθησαν ανενόχλητα να συνεχίσωσι τον πλουν των εις Κωνσταντινούπολιν. Ούτω απέκτησεν η Τουρκία το «Γκαίμπεν». Η υπόθεσις αύτη ανακινηθείσα τω 1923 υπό του Γαλλικού Τύπου προεκάλεσε την 3ην Ιουλίου 1923 συζήτησιν εν τη Βουλή των Κοινοτήτων, κατά την οποίαν ο υφυπουργός των Εξωτερικών Μακ-Ναίηλ εδήλωσεν ότι:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το «Γκαίμπεν» και το «Μπρεσλάου» ανεφωδιάσθησαν εις γαιάνθρακας κατά διαταγήν του κ. Βενιζέλου. Αλλά οφείλω να δηλώσω ότι κατά την έναρξιν των εχθροπραξιών με την Γερμανίαν, και κατά συνέπειαν πριν δώση την διαταγήν ταύτην, ο κ. Βενιζέλος συνεβουλεύθη την Βρεττανικήν Κυβέρνησιν, επί του τι έδει να πράξη εις ομοίας περιστάσεις. Η Βρεττανική Κυβέρνησις αφού εμελέτησε το ζήτημα υπέδειξεν εις τον κ. Βενιζέλον να ακολουθήση τας αρχάς του διεθνούς δικαίου και να παρέχη εις τα πλοία των εμπολέμων, αρκετόν άνθρακα όπως δύνανται να προσεγγίσωσιν εις τον πλησιέστερον λιμένα της χώρας των».
Δια την πλήρη κατανόησιν του ζητήματος προσθέτομεν ότι η έναρξις των εχρθροπραξιών εγένετο την 4ην Αυγούστου, ο δε ανεφοδιασμός των «Γκαίμπεν» και «Μπρεσλάου» εγένετο την νύκτα της 5/6 Αυγούστου.
Ημείς ουδόλως προτιθέμεθα να κακίσωμεν τον κ. Βενιζέλον δια την πράξιν του ταύτην, τελεσθείσαν μάλιστα υπό την αιγίδα της Αγγλικής Κυβερνήσεως. Αλλά ερωτώμεν: Εάν η πολιτική του κόμματος των Φιλελευθέρων εστηρίζετο επί της αναποφεύκτου και μετά τον πόλεμον ρήξεως μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας, ως λέγει ο κ. Βενιζέλος εις το πρώτου του άρθρον, ρήξεως κατά την οποίαν η Τουρκία θα είχε την ναυτικήν υπεροχήν δια της κτήσεως του «Γκαίμπεν», τότε πώς ο κ. Βενιζέλος δια της διευκολύνσεως του ανεφοδιασμού του «Γκαίμπεν», κατέστησε δυνατήν την μεταβίβασιν τούτου και του «Μπρεσλάου» από της Γερμανίας εις την Τουρκίαν;
Μία απάντησις είνε δυνατή εις την ερώτησιν ταύτην. Ότι τότε ο κ. Βενιζέλος δεν επίστευε ποσώς εις το αναπόφευκτον τοιαύτης μελλοντικής ρήξεως μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας και ότι επομένως αι προϋποθέσεις της πολιτικής του Κόμματος των Φιλελευθέρων τας οποίας καθορίζει εις το πρώτον του άρθρον δεν είνε ακριβείς.
Ασχέτως όμως με την δια της εις άτοπον απαγωγής απόδειξιν ταύτην, υπάρχει και ετέρα δια της οποίας θετικώς καταδεικνύεται ότι οι φόβοι περί μελλοντικής αναποφεύκτου ρήξεως με την Τουρκίαν, και μάλιστα εν περιπτώσει κατισχύσεως των Κεντρικών αυτοκρατοριών, ρήξεως Ελλάδος ερήμου φίλων και συμμάχων, προς Τουρκίαν υποστηριζομένην υπό των συμμάχων της, της οποίας το αναπόφευκτον εμφανίζει ο κ. Βενιζέλος εις το άρθρον του, ήσαν εντελώς αβάσιμοι.
Κατά Σεπτέμβριον του 1915 μετά την παραίτησιν του κ. Βενιζέλου εστάλησαν δια ιδιαιτέρου απεσταλμένου προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν έγγραφοι δηλώσεις της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Τουρκίας και της Βουλγαρίας, υπογεγραμμέναι υπό των οικείων υπουργών των Εξωτερικών και εγχειρισθείσαι ενταύθα δια των οικείων πρεσβευτών.
Κατά τα έγγραφα ταύτα, χωρίς να ζητήται ουδεμία δήλωσις της Ελλάδος ότι θα τηρήση ουδετερότητα, οι Σύμμαχοι ούτοι υπόσχονται προς αυτήν εν περιπτώσει, καθ΄ην μείνη ουδετέρα μέχρι τέλους του πολέμου τα εξής:
1ον) Αναγνώρισιν εκ μέρους της Τουρκίας της Ελληνικής Κυριαρχίας επί των νήσων του Αιγαίου.
2ον) Απόλυτον προστασίαν και ελευθέραν διαβίωσιν των υποδούλων εν Τουρκία Ελληνικών πληθυσμών.
3ον) Εδαφικήν επέκτασιν της Ελλάδος εν Μακεδονία και εν Αλβανία.
Επί πλέον η Γερμανία ανελάμβανεν απέναντι της Ελλάδος την εγγύησιν της πιστής εκπληρώσεως των όρων τούτων, ιδιαιτέρως δε του δευτέρου.
Των εγγράφων τούτων έλαβε γνώσιν φυσικά ο Βασιλεύς και η Κυβέρνησις, και τινά των μελών του Επιτελείου, μεταξύ των οποίων και εγώ. Ζώσιν αρκετά των προσώπων τούτων δια να το πιστοποιήσωσιν. Εν πάση περιπτώσει, εγώ τα είδα, τα εμελέτησα επανειλημμένως, και εκράτησα σημείωσιν αυτών, ώστε δύναμαι να πιστοποιήσω απολύτως την ύπαρξιν αυτών. Γνωρίζω δε ότι εφυλάσσοντο επιμελώς μέχρι του 1917.
Λέγω τούτο διότι μετά πάροδον ετών ανεζήτησα εις το αρχείον του υπουργείου των Εξωτερικών μήπως ευρίσκοντο εκεί και δεν τα ανεύρον. Τούτο βεβαίως δεν μου κάμνει εντύπωσιν, διότι είνε γνωστόν ότι τα έγγραφα του αρχείου του υπουργείου των Εξωτερικών επανειλημμένως ελεηλατήθησαν κατά τας ταραχώδεις περιόδους της τελευταίας εικοσαετίας. Ίσως τα εν λόγω έγγραφα να διεφυλάχθησαν, πιθανόν μέχρι σήμερον, εις ασφαλείς χείρας. Εν πάση περιπτώσει καίτοι τα ανεζήτησα δεν τα ανεύρον πλέον. Και λυπούμαι τα μέγιστα διότι ο κατέχων αυτά οιοσδήποτε και αν είνε –και αγνοώ ποίος είνε- δεν τα απέδωσεν εις το Ελληνικόν Κράτος ή τουλάχιστον δεν τα εδημοσίευσε. Είνε τούτο σφάλμα του και προς την Ελλάδα και προς την Βασιλικήν λεγομένην πολιτικήν, εάν υπέρ αυτής ενδιαφέρεται.
Σημειώ ιδιαιτέρως ότι εις τα έγγραφα ταύτα ουδόλως γίνεται λόγος περί εξόδου της Ελλάδος εκ της ουδετερότητος υπέρ των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Ούτε ζητείται ανάληψις εκ μέρους της Ελλάδος υποχρεώσεως ότι θα μείνη ουδετέρα. Απλώς της δηλούται ότι αν μείνη ουδετέρα μέχρι του τέλους του πολέμου θα έχη τα προαναφερθέντα πλεονεκτήματα.
Ώστε εις την περίπτωσιν, την οποίαν εκθέτη ο κ. Βενιζέλος εις το άρθρον του, νίκης των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, η μείνασα ουδετέρα Ελλάς δεν θα ήτο καθόλου εις μειονεκτικήν θέσιν, ιδιαιτέρως δε οι εν Τουρκία διαβιούντες Ελληνικοί πληθυσμοί θα συνέχιζον ανενόχλητοι τον εθνικόν αυτών βίον.
Εάν πάλιν ενίκων, όπως και ενίκησαν οι Σύμμαχοι η Τουρκία θα εξήρχετο του πολέμου συντετριμμένη όπως και εξήλθεν και δεν θα ήτο εις θέσιν να ενοχλήση την Ελλάδα, ούτε τους εν Τουρκία Ελληνικούς πληθυσμούς. Τοσούτο μάλλον, όσον δεν θα εγίνετο και η Μικρασιατική εκστρατεία δια της οποίας ανεστηλώσαμεν το γόητρον και την ισχύν της Τουρκίας. Και επί πλέον δια της μη εχθρικής στάσεως προς την Τουρκίαν κατά τον πόλεμον θα εδημιουργούσαμεν από τότε τας αρίστας των σχέσεων μετ΄αυτής. Δηλαδή θα εκάμναμεν από τότε την φιλικήν προς την Τουρκίαν πολιτικήν, την οποίαν κάμνομεν τώρα και την οποίαν θεωρούμεν ως άξονα της εξωτερικής μας πολιτικής, αλλά θα την εκάμναμεν διατηρούντες όλην μας την στρατιωτικήν ισχύν, και προ παντός το γόητρόν μας, και όχι όπως τώρα οπωσδήποτε καραβοτσακισμένοι.
Πάντως δεν έμενεν εις την Ελλάδα τηρούσαν την ουδετερότητά της η ευκολία και να εξέλθη αυτής υπέρ των Συμμάχων της Συνεννοήσεως, εάν εύρισκε εύθετον προς τούτο περίστασιν, οπότε θα έχανε βεβαίως τα υπό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών υπεσχημένα, αλλά θα επετύγχανε άλλα πλεονεκτήματα και ανταλλάγματα.
Ώστε η τόσον υποτιμωμένη υπό του κ. Βενιζέλου Βασιλική Πολιτική, ως την αποκαλεί, είχε την ορθότητά της, τας λογικάς της βάσεις, και συνέπειαν σκέψεων και αντιλήψεων. Βεβαίως το κίνημα της Θεσσαλονίκης του 1916 και ο διχασμός της Ελλάδος εις δύο Κράτη, το Κράτος των Αθηνών φιλουδέτερον, και το Κράτος της Θεσσαλονίκης φιλοπόλεμον, έθεσαν τα πάντα επί τάπητος. Και εξέθεσαν την ημισείαν Ελλάδα των Αθηνών εις την εχθράν των Συμμάχων της Συνεννοήσεως και εις τας αφορήτους πιέσεις τας οποίας όλου ενθυμούμεθα. Την δε ετέραν ημισείαν της Θεσσαλονίκης εις την εχθράν των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, και τους εν Τουρκία Ελληνικούς πληθυσμούς εις τους αφορήτους διωγμούς, τους οποίους υπέστησαν κατά τον πόλεμον. Αλλά εις τούτο βεβαίως δεν πταίει η Βασιλική πολιτική, αλλά οι διασπάσαντες την ενότητα του Κράτους, και δυστυχώς και του Έθνους, η Δευτέρα των οποίων διασπάσεων ακόμη δυστυχώς δεν αποκατέστη εξ ολοκλήρου.
Αλλά επί του διχασμού τούτου επιφυλασσόμεθα να επανέλθωμεν λεπτομερέστερον εάν ο κ. Βενιζέλος διαχειρισθή εις τα άρθρα του διεξοδικότερον το ζήτημα τούτο.
Και δια τνα συμπληρώσωμεν την απάντησίν μας εις το πρώτον άρθρον του κ. Βενιζέλου, οφείλω να εκφράσω την απορίαν μου δια τον ισχυρισμόν του κ. Βενιζέλου ότι «όταν η Κυβέρνησις της Θεσσαλονίκης εγκατεστάθη εις Αθήνας και ανεύρεν εις τα αρχεία του ασυρμάτου τα μεταξύ των Αθηνών και του Βερολίνου διαμειφθέντα τηλεγραφήματα, ότι δηλαδή ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος, ήδη προ του πολέμου, είχεν, εν πλήρει αγνοία της υπευθύνου κυβερνήσεώς του, αναλάβει απέναντι του Κάιζερ την υποχρέωσιν, όχι απλώς να μη πολεμήση εναντίον του, αλλά και να ταχθή με όλας τας Ελληνικάς δυνάμεις παρά το πλευρόν της Γερμανίας».
Ήδη προ του πολέμου!… Εν αγνοία της υπευθύνου Κυβερνήσεώς του, δηλαδή της Κυβερνήσεως Βενιζέλου!… Και ανέλαβε τοιαύτην υποχρέωσιν ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος δια του ασυρμάτου!… Και τοιαύτα τηλεγραφήματα διεφυλάχθησαν εις το αρχείον του ασυρμάτου προ του πολέμου επί Κυβερνήσεως Βενιζέλου, μετά την έναρξιν του πολέμου και μέχρι του 1917, δια να τα εύρη η εις Αθήνας εγκατασταθείσα Κυβέρνησις της Θεσσαλονίκης!!…
Ας μου επιτρέψη ο κ. Βενιζέλος να μη επιμείνω περισσότερον επί του ισχυρισμού του αυτού. Ένα όμως πράγμα θα του υπενθυμίσω: την σωρείαν των πλαστών εγγράφων, επιστολών, τηλεγραφημάτων και διακοινώσεων ακόμη, τας οποίας εχάλκευον αι εν Αθήναις εγκατεστημέναι, και ακωλύτως δρώσαι ξέναι αστυνομίαι και προπαγάνδαι. Επάγγλεμα άλλως τε λίαν επικερδές και προσοδοφόρον εκείνην την εποχήν, και λαβόν έκτασιν την οποίαν δύσκολα ημπορεί κανείς να φαντασθή.
Έχω εις χείρας μου δελτία πληροφορτών ξένης αστυνομίας περί εμού του ιδίου, των οποίων αντίγραφα η Αστυνομία αύτη διεβίβαζεν εις την Ελληνικήν. Ταύτα μοι παρεδόθησαν υπό της Ελληνικής δικαστικής αρχής μετά την επιστροφήν μου εις Ελλάδα τω 1924, μαζί με ολόκληρον το κατασχεθέν κατά την αντεπανάστασιν αρχείον μου, κατά λάθος προφανώς. Εγώ όμως τα εκράτησα προς ανάμνησιν. Τα δελτία ταύτα ανάγονται εις την εποχήν 1916-1920. Και είνε η παρακολούθησις των κινήσεών μου εις Αθήνας (!) καθ΄όλον τούτο διάστημα. Και εξ αυτών δύναται κανείς να πληροφορηθή ποίους και ποίαν ώραν επεσκεπτόμην εν Αθήναις, κατά το 1917, 1918 και 1919 με ποίους συνεσκεπτόμην και ποίας ενεργείας έκαμνα εν Αθήναις (!) Καθ΄ην εποχήν ευρισκόμην εν Κορσική! Αλλά τι εκόστιζεν εις τους χαφιέδες, οι οποίοι επλημμύριζαν τότε τας Αθήνας, να δίδωσιν ό,τι φθάσωσιν εις όλας συγχρόνως τας δρώσας τότε αστυνομίας; Εις τας αστυνομίας όμως βεβαίως εκόστιζεν. Και η εν λόγω ξένη αστυνομία διεβίβαζε σοβαρώς τα διασκεδαστικά ταύτα δελτία, εις την Ελληνική, η οποία και αυτή τα διεφύλαξεν επιμελώς ως κειμήλια εις επίσημον φάκελλον περί έμου.
Ένα πράγμα είνε βέβαιον. Ότι ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος ουδέποτε υπεσχέθη στρατιωτικήν συνδρομήν εις την Γερμανίαν και τους συμμάχους της. όχι μόνον δε τούτο, αλλά και ούτε ελπίδα αφήκε ποτέ περί τούτου. Προτάσεις του εγένοντο πολλαί, αλλά τας απέκρουε πάντοτε κατηγορηματικώς. Ακόμη και όταν κατεπατήθη υπό των Συμμάχων η ουδετερότης της Ελλάδος κατά τρόπον όμοιον, αν μη χειρότερον του Βελγίου υπό της Γερμανίας, ουδέ και τότε ηθέλησε ποτέ ο Κωνσταντίνος, ουδέ κατά διάνοιαν να μιμηθή το παράδειγμα του Αλβέρτου του Βελγίου, όστις τόσον ηρωϊκώς ημύνθη της ουδετερότητος της χώρας τους κατά της Γερμανίας, και όστις αναμφιβόλως το αυτό θα έπραττεν εάν την ουδετερότητά ου παρεβίαζε τυχόν η Γαλλία και ουχί η Γερμανία. Η ιστορία εις το μέλλον θα κρίνη βεβαίως τα αίτια της τοιαύτης ανοχής του Κωνσταντίνου. Αλλ΄οιαδήποτε και να είνε η κρίσις της ουδείς δίκαιος κριτής δύναται να παραγνωρίση ότι ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος ούτω πολιτευθείς, εξυπηρέτησε σημαντικώτατα τα συμφέροντα των Συμμάχων, της Συνεννοήσεως, επί θυσία των ιδίων αυτού συμφερόντων.
Άρθρο του Ιωάννη Μεταξά στις 14 Οκτωβρίου 1934 στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (Σειρά: Ιστορία του Εθνικού Διχασμού)
Originally posted 2019-10-09 13:03:48.