
Ο Ιωάννης Μεταξάς υπήρξε ανώτατος αξιωματικός του Πυροβολικού με το βαθμό του Αντιστρατήγου ε.α., πολιτικός που εκλέχθηκε βουλευτής, ιδρυτής και αρχηγός κοινοβουλευτικού κόμματος, διατέλεσε Υπουργός διαφόρων κυβερνήσεων και πρωθυπουργός από την 4η Αυγούστου 1936 έως την ημέρα του θανάτου του, στις 29 Ιανουαρίου του 1941. Ο Ιωάννης Μεταξάς οργάνωσε την άμυνα της Ελλάδος απέναντι στον επερχόμενο πόλεμο που εν τέλει ξέσπασε το 1940, είπε ΟΧΙ στους Ιταλούς και διοίκησε προσωπικώς το νικηφόρο πολεμικό έπος στα βουνά της Ηπείρου και στην καρδιά της Αλβανίας. Το όνομά του συνδέθηκε με μία από τις μεγαλύτερες και πλέον ιστορικές σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας στον 20ο αιώνα, όταν τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, αρνήθηκε το Ιταλικό τελεσίγραφο λέγοντας στον πρέσβη «Alors, c’est la guerre», [«Λοιπόν, έχουμε πόλεμο»].
Γεννήθηκε στις 12 Απριλίου 1871 στην Ιθάκη και πέθανε από επιπλοκές πυώδους αμυγδαλίτιδας την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 1941 στο σπίτι του στην Κηφισιά. Η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε στο Μητροπολιτικό ναό Αθηνών και η ταφή του έγινε την Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 1941, στον τάφο της οικογένειας Μεταξά στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Στις 31 Ιουλίου 1909 ο Μεταξάς παντρεύτηκε με την Ελένη, [Λέλα], Κωνσταντίνου Χατζηιωάννου, από την Τήνο, με την οποία στις 18 Οκτωβρίου 1911 απέκτησαν την πρωτότοκη κόρη τους, τη Λουκία-Άννα, σύζυγο Γεωργίου Μαντζούφα, μετέπειτα καθηγητή της Α.Σ.Ο.Ε.Ε. και καθηγητή Αστικού Δικαίου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στις 7 Δεκεμβρίου 1912 το ζεύγος Μεταξά απέκτησε τη δεύτερη κόρη τους, την Ιωάννα-Νανά, σύζυγο Ευγένιου Φωκά, πανεπιστημιακού καθηγητού που διατέλεσε και πρύτανης της Ιατρικής Σχολής.
Η ιστορία της οικογένειας Μεταξά ξεκινά από το 1081, στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ένα μέλος της οικογένειας από την πλευρά του πατέρα του στην περίοδο των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων του οίκου των Κομνηνών, σύμφωνα με την «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής, είχε το αξίωμα του Υπουργού του Αλέξιου Κομνηνού. Στην πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως, ο Μάρκος Αντώνιος Μεταξάς, συμπολεμιστής του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του τελευταίου Αυτοκράτορα, διακρίθηκε για τη γενναιότητα του και την αφοσίωση του. Την ημέρα της αλώσεως κατάφερε διέφυγε και περνώντας από τη Χίο και την Κρήτη, έφθασε στην Κεφαλλονιά όπου εγκαταστάθηκε στη περιοχή «Φραντζάτα» που μετονομάσθηκε σε «Μεταξάτα» και με απόφαση της ενετικής γερουσίας τα μέλη της οικογένειας Μεταξά απέκτησαν το προνόμιο να φέρουν τον τίτλο του Κόμη. Από τότε η οικογένεια του έδωσε στο Έθνος, αρχιερείς, στρατηγούς, πολιτικούς, διπλωμάτες και άλλους που διακρίθηκαν στα γράμματα και τις επιστήμες. Ανάμεσα τους ο Ανδρέας και ο Κωνσταντίνος Μεταξάς οι οποίοι ηγήθηκαν σημαντικής δυνάμεως αγωνιστών της Κεφαλλονιάς που πολέμησαν στην Πελοπόννησο κατά την Εθνεγερσία του 1821.
Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν απόγονος του οικονομικά ξεπεσμένου Κεφαλληνιακού κλάδου των Αντζουλακάτων της παλαιάς Βυζαντινής οικογένειας των Μεταξάδων, ενώ η οικογένεια αναφέρεται στο «Libro d’Oro» του Ραγκαβή ως μία από αυτές που το 1691, είχαν αποκτήσει από την Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, τον τίτλο του κόμη. Ο Νικόδημος Μεταξάς, Έλληνας μοναχός, είναι ο πρώτος τυπογράφος στην Ανατολή, ο οποίος ίδρυσε τυπογραφείο στην Κωνσταντινούπολη το 1627, κι αργότερα το μετέφερε στην Κεφαλληνία. Γονείς του Ιωάννη ήταν ο Έπαρχος Παναγής Μεταξάς-Αντζουλακάτος, με καταγωγή από την Κεφαλλονιά και η Ελένη που γεννήθηκε στο Αγρίνιο κι ήταν κόρη του Κωνσταντίνου Τριγώνη με απώτερη καταγωγή από τα Γρεβενά. Ο Ιωάννης ήταν το πρωτότοκο παιδί της οικογένειας και αδέλφια του ήταν ο Κωνσταντίνος, ο οποίος σπούδασε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά σχετικά νέος οδηγήθηκε στο ψυχιατρείο γι’ αυτό και ο Ιωάννης Μεταξάς του είχε ιδιαίτερη αδυναμία, και η Μαριάνθη.
Έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια παρ’ όλες τις οικονομικές δυσκολίες της οικογενείας του και από μικρός διακρινόταν για το ήθος του και την ευφυΐα του. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο Άργος το 1880, με βραβείο επιμέλειας και χρηστοήθειας, που το συνόδευε το βιβλίο «Βίοι Παράλληλοι διαπρεψάντων Πολιτικών Ανδρών», του Αναστασίου Γούδα, που περιλαμβάνει και την ιστορία των προγόνων του Ανδρέα Μεταξά που διατέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδος, ο πρώτος που έφερε τον τίτλο, και Κωνσταντίνου Μεταξά, που πολέμησαν το 1822, στην μάχη του Λάλα. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας του Ιωάννη Μεταξά επιδεινώθηκε το 1879, όταν ο πατέρας του έχασε την πολιτική θέση που κατείχε και αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Κεφαλλονιά. Την περίοδο από το 1883 έως το 1885 ο Ιωάννης ήταν μαθητής στο Γυμνάσιο του Αργοστολίου, με ιδιαίτερη κλίση στα μαθηματικά, από το οποίο αποφοίτησε με επιτυχία.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1885, σε ηλικία 14 ετών, εισήλθε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και στις 10 Αυγούστου 1890, μετά από επιτυχημένη παρουσία, στη διάρκεια της οποίας αρίστευσε σε όλες τις τάξεις, αποφοίτησε πρώτος μεταξύ των συμφοιτητών του με βαθμολογία 19.90, ως Ανθυπολοχαγός του Μηχανικού. Υπήρξε συμφοιτητής, στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, με τους Αμβρόσιο Φραντζή και Ξενοφώντα Στρατηγό με τον οποίο ήταν αδερφικοί φίλοι. Η επιλογή του δεν ήταν τυχαία, αφού στο ίδιο σώμα υπηρετούσαν δύο συγγενείς του, ο Γεράσιμος και ο Νικόλαος Μεταξάς, μετέπειτα υπουργός των Στρατιωτικών. Το Σεπτέμβριο του 1892 εισήλθε στη σχολή Μηχανικών Στρατού και έως το 1894 υπηρέτησε στην Κέρκυρα, ενώ στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Πυροβολικού.
Το 1894 μετατέθηκε στην τοπική φρουρά του Ναυπλίου και έως το 1897 υπηρέτησε στη Διεύθυνση Μηχανικού, στο Ναύπλιο, όπου ζούσε με την οικογένεια του, καθώς ο πατέρας του είχε μετατεθεί στο Ναύπλιο. Το 1896, άρχισε να γράφει το «Ημερολόγιο» του, όταν βρίσκονταν ακόμη στο Ναύπλιο κι ήταν για έβδομο έτος στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού, όπως σημειώνει ο ίδιος. Το 1897, μετατέθηκε στο υπουργείο Στρατιωτικών, δίπλα στον θείο του, τον υπουργό Νικόλαο Μεταξά και τον ίδιο χρόνο συμμετείχε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, όταν μετά από δικό του αίτημα μετατέθηκε στο επιτελείο του τότε Αντιστράτηγου, στη θέση του υπευθύνου των εμπιστευτικών αρχείων του επιτελείου. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά με τον τότε διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο Α’, κερδίζοντας την εύνοια του Βασιλιά Γεωργίου Α’. Το 1889 με Βασιλική υποτροφία συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου στη Γερμανία, όπου βρέθηκε μαζί με τους συναδέλφους και φίλους του αξιωματικούς Ιπποκράτη Παπαβασιλείου και Ξενοφώντα Στρατηγό, φοίτησε από τις 7/19 Σεπτεμβρίου 1899 έως τις 5/18 Σεπτεμβρίου 1901, και αποφοίτησε με ιδιαίτερες διακρίσεις, ενώ οι συμμαθητές του τον ονόμασαν «Μικρό Μόλτκε».
Το 1903 όταν επανήλθε στην Ελλάδα, τοποθετήθηκε στο νεοσύστατο Γενικό Επιτελείο Στρατού και συνέβαλε στην οργάνωση του στρατού, ενώ συνεργάστηκε με τον Βίκτωρα Δούσμανη και βοήθησε στον καταρτισμό του νέου οργανισμού Στρατού, που ψηφίστηκε στη Βουλή το 1904, ύστερα από εισήγηση του Θεοτόκη. Το 1906, ο Μεταξάς προήχθη σε Λοχαγό πρώτης τάξεως. Στο Γενικό Επιτελείο ανέπτυξε στενή φιλία με τον πρίγκηπα Ανδρέα, αδερφό του τότε διαδόχου Κωνσταντίνου, ενώ το 1907 του ζητήθηκε να αναλάβει τη στρατιωτική εκπαίδευση του διαδόχου και μετέπειτα Βασιλιά Γεωργίου Β’, στον οποίο δίδαξε για τα επόμενα δύο χρόνια, στρατιωτική ιστορία και τακτική. Το 1909, όταν επικράτησε το Κίνημα στου Γουδή, οι κινηματίες μετέθεσαν το Μεταξά στη Λάρισα. Στις 19 Οκτωβρίου του 1910 ο Βασιλιάς διόρισε πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο και την ίδια μέρα ο Μεταξάς, αφού ανακλήθηκε στην Αθήνα, έλαβε πρόσκληση να επισκεφθεί τον Βενιζέλο, ο οποίος του πρόσφερε τη θέση του στρατιωτικού συμβούλου και πρώτου υπασπιστή του κι ουσιαστικά έγινε σύνδεσμος μεταξύ του πρωθυπουργού και των ανακτόρων.
Λίγο πριν την έκρηξη του 1ου Βαλκανικού πολέμου, ο Μεταξάς ταξίδεψε στη Σόφια, ως απεσταλμένος της Ελληνικής κυβερνήσεως, για να διαπραγματευτεί τη στρατιωτική συνθήκη μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, που υπογράφηκε στις 5 Οκτωβρίου. Στη συνέχεια επισκέφθηκε το Βελιγράδι και στις 17 Οκτωβρίου επέστρεψε στην Ελλάδα και μετέβη στη Λάρισα, όπου είχε εγκατασταθεί το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Εκείνη την εποχή ήταν τέταρτος στην ιεραρχία του επιτελείου, όμως στην ουσία ήταν ο στρατιωτικός εγκέφαλος του Επιτελείου. Συμμετείχε σε όλες στις μάχες του πρώτου Βαλκανικού πολέμου, ενώ μαζί με τον Βίκτωρα Δούσμανη διαπραγματεύτηκε την παράδοση της Θεσσαλονίκης από τον Ταξίν Χασάν Πασά. Το πρωτόκολλο παραδόσεως, που υπογράφηκε στις 26 Οκτωβρίου 1912, έγραψε ιδιοχείρως ο διπλωματικός υπάλληλος και διανοούμενος Ίωνας Δραγούμης ο οποίος υπηρετούσε με το βαθμό του Δεκανέα ως πολιτικός σύμβουλος του Αρχιστρατήγου τότε διαδόχου Κωνσταντίνου Α’.
Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ο Μεταξάς ταξίδεψε στο Λονδίνο ως στρατιωτικός σύμβουλος του Βενιζέλου, για τη διαπραγμάτευση των όρων της συνθήκης ειρήνης με την Τουρκία, όμως στις 16 Ιανουαρίου του 1913, ανακλήθηκε και στάλθηκε αμέσως στην Ήπειρο. Επιμελήθηκε το σχέδιο καταλήψεως του Μπιζανίου, ενώ ήταν αντιπρόσωπος της Ελλάδος στην παράδοση των Ιωαννίνων. Τον Απρίλιο του 1913 προήχθη στο βαθμό του Ταγματάρχη λόγω αρχαιότητας και διορίστηκε Διοικητής του Επιτελείου. Πήρε μέρος στον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο και μετά τη λήξη του προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και τοποθετήθηκε Διευθυντής Επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού, καθώς και ως Διευθυντής της Ανώτερης Στρατιωτικής Ακαδημίας. Τον Οκτώβριο του 1913, παρασημοφορήθηκε από τον Βασιλιά με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος. Λίγο πριν την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, στη διάρκεια της κρίσεως των σχέσεων με την Τουρκία για το ζήτημα των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, συνέταξε σχέδιο αιφνίδιας αποβάσεως και καταλήψεως των νησιών αλλά και των Δαρδανελίων, καθώς θεωρούνταν βέβαιο ότι εντός του 1914 οι Τούρκοι θα διενεργούσαν επίθεση κατά της Ελλάδας.
Στις 14 Ιανουαρίου 1915 υπέβαλε υπόμνημα στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, με τίτλο «Μικρά Ασία: Δυνατότητες διαμονής», με το οποίο εξέθετε τις ισχυρές του επιφυλάξεις σχετικά με το ενδεχόμενο εκστρατείας. Το Φεβρουάριο του 1915, ασκούσε καθήκοντα αρχηγού στο Γενικό Επιτελείο Στρατού [Γ.Ε.Σ.] ως αντικαταστάτης του Βίκτωρα Δούσμανη, όταν εκείνος διαφώνησε με το Ελευθέριο Βενιζέλο στο θέμα της εξόδου ή μη της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και παραιτήθηκε. Ο Βενιζέλος επέμενε στην υποταγή άνευ όρων στις αλλοπρόσαλλες και σκοτεινές επιδιώξεις της Αντάντ κι ο Μεταξάς, τον Μάρτιο του 1915, υπέβαλε την παραίτηση του, καθώς δεν συμφωνούσε με τον επικείμενο πόλεμο. Το 1915 το σχέδιο Μεταξά, για την κατάληψη των Δαρδανελίων, τέθηκε υπόψη των δυνάμεων της Αντάντ, όμως στην εκστρατεία τους στα Δαρδανέλια (1915-16), υιοθετήθηκε το σχέδιο του Ουίνστον Τσώρτσιλ με τραγικά αποτελέσματα: εκατοντάδες χιλιάδες σκοτωμένοι στρατιώτες της Αντάντ και πανηγυρική δικαίωση του Βασιλέως Κωνσταντίνου.
Στις 6 Οκτωβρίου του 1915, ο Ελευθέριος Βενιζέλος απομακρύνθηκε από τη θέση του πρωθυπουργού και ο Μεταξάς ανακλήθηκε στο σώμα ως υπαρχηγός του Επιτελείου. Στις 27 Ιουνίου, ύστερα από το τελεσίγραφο των Μεγάλων Δυνάμεων, δημοσιεύτηκε το διάταγμα της γενικής αποστρατεύσεως και με την αποστράτευσή του ο Μεταξάς προήχθη στο βαθμό του Συνταγματάρχη.
Ακολούθησε η οργάνωση των αποστράτων σε ομάδες εφέδρων, κυρίως υπαξιωματικών και στρατιωτών που προέρχονταν από τα κοινωνικά στρώματα που αποκαλούνται «μεσαία». Ήταν άνθρωποι που ζούσαν με ευπρέπεια, με τον ιδρώτα του προσώπου τους και τον κόπο των χεριών τους, οι οποίοι έγιναν γνωστοί ως «Επίστρατοι» και ανεπίσημος αρχηγός τους ήταν ο Μεταξάς. Πρόκειται για την πρώτη μαζική οργάνωση στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδος. Ο ίδιος ο Μεταξάς σε άρθρο του το 1934 έγραφε ότι, «…Ο κ. Βενιζέλος με κατηγόρησε και με κατηγορεί σήμερον, ότι υπήρξα ό οργανωτής της κινήσεως ταύτης. ‘Αλλ’ αυτό το θεωρώ εγώ τιμήν μου. Ναι! την κίνησιν εδημιούργησε μόνη της ολόκληρος ή ελληνική νεολαία της εποχής εκείνης. Και εγώ έτέθην εις την υπηρεσίαν αυτής και ήγωνίσθην μετά πλήθους άλλων αλησμόνητων συνεργατών, όπως λάβη ωργανωμένην μορφήν…».
Ο επίσημος τίτλος των «Επιστράτων» ήταν «Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εφέδρων» [«Π.Σ.Ε.»]. Ο Σύνδεσμος ιδρύθηκε στις αρχές Ιουνίου 1916 και εξαπλώθηκε με γοργούς ρυθμούς σε ολόκληρη τη χώρα, παράλληλα με τη γενική αποστράτευση που είχε επιβάλει η Αντάντ στο βασιλιά Κωνσταντίνο Α’. Ο πρόδρομος και πυρήνας τους ήταν ο «Σύνδεσμος Εφέδρων Υπαξιωματικών» που ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1913 κι είχε κατορθώσει να επιβάλλει τη ματαίωση ψηφίσεως νομοσχεδίου του Βενιζέλου που απέκλειε τους έφεδρους υπαξιωματικούς παλαιότερων κλάσεων από το δικαίωμα προαγωγής στο βαθμό του αξιωματικού. Με βάση αυτό το συμβάν, ο έφεδρος λοχίας Γεώργιος Καμαρινός φαίνεται να συνέλαβε την ιδέα της οργανώσεως όλων των επιστρατευμένων εφέδρων την άνοιξη του 1916 και στις 30 Μαΐου υπογράφτηκε το πρακτικό ιδρύσεως του Συνδέσμου από είκοσι ιδρυτικά μέλη. Η σύνταξη του καταστατικού του ανατέθηκε στον Ιωάννη Θεοφιλάκη και ψηφίστηκε στις 5 Ιουνίου του ίδιου χρόνου, ενώ ο σκοπός του, όπως δηλώνεται στο καταστατικό του, είναι α) πρόνοια για τους εφέδρους και τις οικογένειές τους, β) διαπαιδαγώγηση του ελληνικού λαού στα εθνικά ζητήματα.
Οι σύμμαχοι απαίτησαν από την Ελληνική κυβέρνηση να τους παραδώσει το μεγαλύτερο μέρος του στόλου μαζί με πολεμοφόδια και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ αρνήθηκε. Ο Γάλλος αντιναύαρχος Φουρνέ αποβίβασε 3.000 στρατιώτες στο Φάληρο και στον Πειραιά, με σκοπό να προελάσουν προς στην Αθήνα. Οι «Επίστρατοι» τους εμπόδισαν και συγκρούσθηκαν μαζί τους στην περιοχή του Φιλοπάπου, στις 18 και 19 Νοεμβρίου 1916, όταν υπερασπίστηκαν νικηφόρα το βασιλιά και την πρωτεύουσα από τα συμμαχικά αγήματα και στη συνέχεια έπνιξαν την απόπειρα βενιζελικού κινήματος. Οι σύμμαχοι ηττήθηκαν και την επόμενη μέρα αποσύρθηκαν προς το Φάληρο, ενώ ο συμμαχικός στόλος άρχισε να βομβαρδίζει από το Φάληρο την Αθήνα. Οι Επίστρατοι κατόρθωσαν να συλλάβουν αιχμάλωτο τον Γάλλο ναύαρχο, που ήταν επικεφαλής των δυνάμεων της θρασύτατης επιθετικής ενέργειας. Το γεγονός χαιρετίστηκε ως νίκη του Ελληνικού Στρατού και Λαού σε βάρος των «Μεγάλων Δυνάμεων». Η δράση των Επιστράτων συνεχίστηκε μέχρι το 1920, και ο μερικός μετασχηματισμός τους σε οργανώσεις του «Λαϊκού κόμματος» συνέβαλε στην εκλογική ήττα του κόμματος Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920.
Το καλοκαίρι του 1917, αμέσως μετά την εκθρόνιση του Βασιλιά από τις δυνάμεις των Γάλλων και Άγγλων υπό την ηθική αυτουργία του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο ύπατος αρμοστής των συμμάχων έστειλε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη κατάλογο όσων έπρεπε να εξοριστούν άμεσα, μεταξύ τους και ο Ιωάννης Μεταξάς, που στις 20 Ιουνίου του 1917, μετά από απόφαση της κυβερνήσεως, επιβιβάστηκε στο ατμόπλοιο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» με προορισμό την Κορσική. Μαζί του οι Δημήτριος Γούναρης, Γεώργιος Πεσμαζόγλου, Κωνσταντίνος Έσσλιν, Βίκτωρ Δούσμανης, ο διπλωμάτης και διανοούμενος Ίων Δραγούμης και πολλοί άλλοι. Στη διάρκεια του του ταξιδιού του Μεταξά προς την Κορσική και ενώ βρίσκονταν στην Ιταλία η κυβέρνηση Βενιζέλου που επιδίωκε την επιστροφή του στην Ελλάδα για να τον δικάσει, κατέθεσε στις αρχές αίτημα εκδόσεως του Μεταξά το οποίο απέρριψε η Ιταλική κυβέρνηση. Στις 29 Ιουνίου, το πλοίο με τους Έλληνες εξόριστους έφτασε στο Αιάκειο και ο Μεταξάς που συνοδεύονταν από τη σύζυγο και τις δύο του κόρες κατέλυσαν στο «Grand Hotel». Τους μήνες που ακολούθησαν αναζήτησε τρόπο να αποδράσει.
Στις 6 Δεκεμβρίου 1918, ο Μεταξάς μαζί με τους Δημήτριο Γούναρη και Γεώργιο Πεσμαζόγλου, διέφυγαν από την Κορσική χρησιμοποιώντας το αυτοκίνητο του νομάρχη, το μοναδικό που μπορούσε να κυκλοφορεί βράδυ. Έφτασαν σε ερημική τοποθεσία και επιβιβάστηκαν σε ένα καΐκι με προορισμό τη Σαρδηνία, όπου κατέλυσαν σε ξενοδοχείο ύστερα από παράκληση των Γούναρη και Πεσμαζόγλου. Το βράδυ της ίδιας μέρας, τον συνέλαβαν, όπως και τους άλλους, οι αστυνομικές αρχές της Σαρδηνίας, όμως η Ιταλική κυβέρνηση αρνήθηκε να τους εκδώσει στη Γαλλία. Την ίδια στάση τήρησε η Ιταλική κυβέρνηση, και στις πιέσεις του Βενιζέλου κι αρνήθηκε να τον εκδώσει στην Ελλάδα, θέλοντας να τον χρησιμοποιήσει ως μέσο συνδιαλλαγής στο θέμα των Δωδεκανήσων.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1918 ο Μεταξάς μεταφέρθηκε στο Κάλιαρι, την πρωτεύουσα της Σαρδηνίας, όπου παρέμεινε υπό αστυνομική παρακολούθηση. Λίγο καιρό αργότερα ο υπουργός των εξωτερικών Tittoni, του επέτρεψε να εγκατασταθεί σε μία από τις πόλεις, Περούτζια, Σιένα ή Λούκκα και ο Μεταξάς με την οικογένεια του, η οποία είχε φτάσει στην Ιταλία, εγκαταστάθηκε στη Σιένα, όπου παρέμεινε για έναν περίπου χρόνο. Στην Ελλάδα, στις 7 Νοεμβρίου 1919, ξεκίνησε η δίκη των στελεχών του πρώην Γενικού Επιτελείου Στρατού. Ο Μεταξάς και ο Βίκτωρ Δούσμανης κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία και ο Μεταξάς καταδικάστηκε σε θάνατο, στις 14 Φεβρουαρίου 1920, με απόφαση του Στρατοδικείου. Τον Μάιο του 1920 οι Μεταξάς, Γούναρης και Πεσμαζόγλου έπαψαν να θεωρούνται κρατούμενοι και στις 27 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου ο Μεταξάς με την οικογένειά του μετακόμισαν στη Φλωρεντία.
Οι Ιωάννης Μεταξάς, Βίκτωρ Δούσμανης, Ξενοφών Στρατηγός και Αθανάσιος Εξαδάκτυλος ήταν κατηγορούμενοι και δικάστηκαν στο έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, από τις 7 Νοεμβρίου 1919 έως τις 14 Φεβρουαρίου 1920, με την εισηγητική έκθεση που έφερε την υπογραφή του Στυλιανού Κολοκυθά, εισηγητή του Α’ Διαρκούς Στρατοδικείου, κατηγορούμενοι για την παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας, του Δ’ Σώματος Στρατού και άφθονου πολεμικού υλικού στα Γερμανικά και Βουλγαρικά στρατεύματα. Η «Δίκη του πρώην Επιτελείου», που οι εφημερίδες της εποχής την αποκάλεσαν και «Υπόθεση Ρούπελ», από την παράδοση του ομώνυμου οχυρού στους Βούλγαρους, άρχισε στις 25 Οκτωβρίου 1919 και περατώθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1920. Η έκθεση χαρακτήριζε προδοτική τη στάση του Γενικού Επιτελείου, το οποίο είχε καταστεί «…την εποχήν εκείνην το κέντρον της αντιανταντικής και Γερμανοφίλου πολιτικής….». Βασική κατηγορία υπήρξε η εσχάτη προδοσία για τους Δούσμανη και Μεταξά, διότι, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, συνωμότησαν για τη μεταβολή του καθεστώτος από Βασιλευομένη Δημοκρατία σε απόλυτο Μοναρχία, παρέδωσαν την Ανατολική Μακεδονία και τα οχυρά της στους Γερμανούς και Βουλγάρους, όπλισαν τους επιστρατευτικούς συλλόγους και τους παρακίνησαν σε εμφύλιο πόλεμο και παρέδωσαν σε πράκτορες της Γερμανίας, Αυστρίας και Βουλγαρίας κρατικά απόρρητα.
Η κατηγορία για τους Ξενοφώντα Στρατηγό και Αθανάσιο Εξαδάκτυλο ήταν ότι βοήθησαν τους Ιωάννη Μεταξά και Βίκτωρα Δούσμανη για την εκτέλεση των πράξεων εσχάτης προδοσίας. Mε την απόφαση οι Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ Δούσμανης κρίθηκαν: για τη μεταβολή του πολιτεύματος αθώοι, για παράδοση της Ανατολικής Μακεδονία αθώοι, για την παράδοση των οχυρών της Ανατολικής Μακεδονίας ομόφωνα ένοχοι, για τον εξοπλισμό των επιστράτων αθώος ο Δούσμανης και ομόφωνα ένοχος ο Μεταξάς, ενώ αθωώθηκαν για την παράδοση κρατικών εγγράφων. Στο Μεταξά επιβλήθηκε η θανατική ποινή και στον Δούσμανη η ποινή των ισοβίων δεσμών. Οι Ξενοφών Στρατηγός και Αθανάσιος Εξαδάκτυλος κηρύχθηκαν αθώοι.
Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 20ης Νοεμβρίου 1920, ο Μεταξάς επέστρεψε στην Αθήνα, όπου συναντήθηκε με τον υπουργό στρατιωτικών Δημήτριο Γούναρη, τον πρωθυπουργό Δημήτριο Ράλλη, τον πρώην πρωθυπουργό Στέφανο Σκουλούδη, τον Ξενοφώντα Στρατηγό συμφοιτητή του από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και φίλο του, τον πρώην πρωθυπουργό Στέφανο Δραγούμη, ενώ απότισε φόρο τιμής στον τάφο του Ίωνα Δραγούμη. Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Κεφαλλονιά και στο λιμάνι της Σάμης τον υποδέχθηκε πλήθος κατοίκων του νησιού αλλά και πολλοί από τους επίστρατους. Στις 30 Νοεμβρίου 1920 επισκέφθηκε το Αργοστόλι και τις επόμενες μέρες έκανε επισκέψεις στα γύρω χωριά και στην Ιθάκη, ενώ ίδρυσε τον «Πολιτικό Λαϊκό Σύλλογο» που σκοπό είχε την επίβλεψη των βουλευτών του νησιού. Η οικογένεια του επέστρεψε στην Ελλάδα στα τέλη του 1920 και εγκαταστάθηκε στο Φάληρο.
Στις 7 Ιανουαρίου 1921, ο Μεταξάς ανακλήθηκε στο στρατό, προήχθη σε αντιστράτηγο και αποστρατεύθηκε. Στις 25 Μαρτίου του 1921 ο υπουργός Οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης κάλεσε τον Μεταξά σπίτι του. Στη συνάντηση τους ήταν ακόμη ο υπουργός στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης και ο συνταγματάρχης και συμφοιτητής του Μεταξά, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος. Εκεί συζήτησαν για τη Μικρασιατική εκστρατεία, και του πρότειναν τη θέση του στρατιωτικού συμβούλου του Αντιστράτηγου, όμως μετά την άρνηση του, ο Πρωτοπαπαδάκης του πρόσφερε τη θέση του Αντιστράτηγου της Μικράς Ασίας. Ο Μεταξάς αρνήθηκε καθώς θεωρούσε ότι οποιαδήποτε επιχείρηση εναντίον της Τουρκίας ήταν καταδικασμένη. Ανάλογη συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαρτίου με το ίδιο αποτέλεσμα. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1922 ο Βασιλιάς κάλεσε τον Μεταξά στα ανάκτορα στο Τατόι και του ζήτησε να συντάξει την επιστολή παραιτήσεως του προς τον Ελληνικό λαό.
Διαφώνησε με τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν την πτώση του Βενιζέλου για τη συνέχιση της μικρασιατικής εκστρατείας και στις 12 Οκτωβρίου 1922, ο Μεταξάς ίδρυσε το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων, με το οποίο άρχισε αγώνα εναντίον του Κινήματος του 1922 και μετά την αποτυχία του απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα. Ο Μεταξάς με επιστολή του, για την οποία είχε τη συγκατάθεση του πρωθυπουργού Σωτηρίου Κροκιδά, ζήτησε από το υπουργικό συμβούλιο να επιτραπεί η άσκηση εφέσεως, στους κατηγορουμένους της δίκης των Έξι, πρόταση που απέρριψε η επαναστατική επιτροπή, έτσι στις 10 Νοεμβρίου παραιτήθηκε ο υπουργός εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης και τον ακολούθησε όλη η κυβέρνηση Κροκιδά, ώστε τέσσερις μέρες αργότερα να σχηματιστεί η κυβέρνηση του Στυλιανού Γονατά.
Στις 18 Οκτωβρίου 1923, η κυβέρνηση των Νικολάου Πλαστήρα και Στυλιανού Γονατά αποφάσισε τη διεξαγωγή εκλογών για τις 2 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου με το εκλογικό σύστημα που εκπόνησε ο τότε υπουργός Εσωτερικών, Γεώργιος Παπανδρέου, σχεδιασμένο για την επικράτηση των Βενιζελικών, σύστημα που οι συντηρητικοί πολιτικοί αποκάλεσαν «στενοευρεία». Τα μεσάνυχτα της 21ης Οκτωβρίου 1923 ξέσπασε το στρατιωτικό κίνημα του Υποστράτηγου Γεωργίου Λεοναρδόπουλου και των Συνταγματαρχών Παναγιώτη Γαργαλίδη και Γεωργίου Ζήρα, το οποίο ο Μεταξάς καθοδηγούσε παρασκηνιακά. Σύμφωνα με κατάθεση μάρτυρος στο Στρατοδικείο ο Θεόδωρος Σκυλακάκης ήταν αυτός που μετέφερε στους μετέπειτα επικεφαλής την επιθυμία του Μεταξά να αναλάβουν την ηγεσία του κινήματος. Το κίνημα ξεκίνησε από δυσαρεστημένες επαρχιακές στρατιωτικές φρουρές. Την προκήρυξη προς τον λαό, τον βασιλέα Γεώργιο Β’ και την κυβέρνηση την υπέγραψε ο συντηρητικός συνταγματάρχης Γεώργιος Ζήρας. Το εγχείρημα απέτυχε, η κυβέρνηση ανέβαλε τις εκλογές για δύο εβδομάδες και τις προσδιόρισε για τις 16 Δεκεμβρίου 1923, ενώ έγιναν εκτεταμένες εκκαθαρίσεις στο στράτευμα. Η αποτυχία του κινήματος υποχρέωσε τον Μεταξά να διαφύγει αρχικά μέσω Κορίνθου στην Τρίπολη και στη συνέχεια, στις 28 Οκτωβρίου, με νορβηγικό πλοίο από την Πάτρα με προορισμό την Ιταλία, όπου πληροφορήθηκε την ερήμην καταδίκη του σε θάνατο.
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Κομνηνό «…Πίσω από τους φιλόδοξους στρατηγούς και τον συνταγματάρχη Ζήρα βρισκόταν μια χούντα αντιβενιζελικών αντισυνταγματαρχών, ταγματαρχών και λοχαγών πολλοί από τους οποίους έγιναν πασίγνωστοι στα χρόνια που ακολούθησαν: Σκυλακάκης, Πολύζος, Παπαδήμας, Μανιαδάκης, Παναγάκος, Παπάγος, Τσολάκογλου, Δεμέστιχας, Πιτσίκας. Και πιο πίσω ακόμα στο σκοτάδι ο Μεταξάς…». Το 1924 ο Μεταξάς αμνηστεύτηκε και επέστρεψε στην Ελλάδα. Στο δημοψήφισμα του ίδιου χρόνου για την αβασίλευτη δημοκρατία, μαζί με τον Παναγή Τσαλδάρη εκπροσώπησαν τους βασιλόφρονες. Στη διάρκεια της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου φυλακίστηκε κι εκτοπίστηκε, όμως στις εκλογές της 11ης Νοεμβρίου του 1926, συγκέντρωσε 151.044 ψήφους και κατέλαβε 51 από τις 286 έδρες στη Βουλή.
Συνεργάστηκε με την κυβέρνηση συνασπισμού του Αλέξανδρου Ζαΐμη και στις 4 Δεκεμβρίου 1926, ορκίστηκε και έως τις 17 Αυγούστου 1927, διατέλεσε Υπουργός Συγκοινωνιών. Διατήρησε τη θέση του Υπουργού Συγκοινωνιών και στην επόμενη κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη από τις 17 Αυγούστου 1927 έως τις 8 Φεβρουαρίου 1928, ενώ από τις 16 Νοεμβρίου 1927 του είχε ανατεθεί προσωρινά η Διεύθυνση του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ο Μεταξάς ως υπουργός Συγκοινωνιών εισηγήθηκε και άρχισε την υλοποίηση των εκτεταμένων έργων οδοποιίας σε όλη την επικράτεια, καθώς και των έργων υδρεύσεως και αποχετεύσεως των Αθηνών.
Στην επόμενη κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, ο Μεταξάς ορκίστηκε εκ νέου και διατέλεσε από τις 8 Φεβρουαρίου 1928 έως τις 4 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, Υπουργός Συγκοινωνίας. Το Φεβρουάριο του 1928, το κόμμα του υπέστη διάσπαση, καθώς αποχώρησαν πολλά μέλη του και στις εκλογές του 1929 για τη Γερουσία, έλαβε 22.518 ψήφους και ανέδειξε δύο γερουσιαστές κι ένα μόνο βουλευτή, δίχως να εκλεγεί ο Μεταξάς, που απογοητευμένος από την εξέλιξη σκέφθηκε να αποσυρθεί από την πολιτική. Στις βουλευτικές εκλογές του 1932, το κόμμα των Ελευθεροφρόνων συγκέντρωσε 18.591 ψήφους και κατέλαβε τρεις έδρες, όμως ο Μεταξάς συμμετείχε στην κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη, από τις 4 Νοεμβρίου 1932 έως τις 16 Ιανουαρίου 1933, ως Υπουργός Εσωτερικών. Την περίοδο που ακολούθησε, κορυφώθηκε η ένταση στις σχέσεις του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και από τις 13 Οκτωβρίου 1934 έως τις 23 Νοεμβρίου 1935, ο Μεταξάς αρθρογραφούσε για την περίοδο του διχασμού που προκάλεσε ο Βενιζέλος με ξένες λόγχες και της Μικρασιατικής εκστρατείας, κατηγορώντας τον άνθρωπο των ξένων για την πολιτική που είχε ακολουθήσει.
Στις 11 Οκτωβρίου του 1934, ο Βενιζέλος, από τα Χανιά όπου κατοικούσε, εγκαινίασε μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» του Δημητρίου Λαμπράκη, για τα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού. Μερικές μέρες αργότερα ο Μεταξάς απάντησε στις μυθοπλασίες του Βενιζέλου με μια σειρά δικών του άρθρων στην εφημερίδα «Καθημερινή» του Γεωργίου Βλάχου. Η αρθρογραφία τους ολοκληρώθηκε στις 23 Ιανουαρίου του 1935, με τη δημοσίευση του τελευταίου άρθρου του Μεταξά, που δημοσίευσε 70 άρθρα, ενώ ο Βενιζέλος δημοσίευσε 37 άρθρα. Μέσα από την αρθρογραφία, είναι εμφανής η μεταξύ τους απέχθεια, καθώς και η αξιοπιστία των ισχυρισμών του Μεταξά έναντι των αντίστοιχων του Βενιζέλου. Μεταξύ άλλων ο Μεταξάς, δημοσίευσε έγγραφο της Γερμανικής κυβερνήσεως, με το οποίο έδινε εγγυήσεις στον Βασιλιά Κωνσταντίνο Α’ σε περίπτωση παραμονής της χώρας στην ουδετερότητα. Ο Βενιζέλος αρνήθηκε την ύπαρξη του σχετικού εγγράφου, ισχυρισμό που διέψευσαν οι έρευνες και μελέτες στα γερμανικά αρχεία, οι οποίες απέδειξαν την ύπαρξη του εγγράφου.
Μετά την καταστολή του Βενιζελικού κινήματος της 1ης Μαρτίου του 1935, ο Μεταξάς υπέβαλε την παραίτησή του στις 18 του ίδιου μήνα από τη θέση Υπουργού άνευ Χαρτοφυλακίου, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση ως ανάξια των περιστάσεων. Στις 29 Μαρτίου, σε συνεδρίαση της Βουλής ο Μεταξάς κατηγόρησε την κυβέρνηση ως υπεύθυνη για το «κίνημα» και της καταλόγισε ολιγωρία, αμέλεια και αναποφασιστικότητα. Το πρωί της 1ης Απριλίου βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος και φίλοι του Μεταξά κατέλαβαν την Βουλή. Η έκρυθμη κατάσταση οδήγησε σε έκτακτη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου το οποίο αποφάσισε τη διάλυση της Βουλής και της Γερουσίας καθώς και την αναθεώρηση του Συντάγματος υπό της Εθνοσυνελεύσεως, λόγος για τον οποίο προκήρυξε εκλογές για την 19η Μαΐου του 1935.
Στις 16 Απριλίου ο Μεταξάς απέστειλε επιστολή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην οποία τόνιζε την ανυποληψία του κοινοβουλευτισμού, τα στρατιωτικά κινήματα, την λεηλασία του δημοσίου πλούτου και την ανάγκη επαναφοράς του Πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Στις 14 Μαΐου 1935 με συντακτική πράξη ήρθη ο Στρατιωτικός Νόμος, όμως αναβλήθηκαν οι εκλογές για την 9η Ιουνίου 1935, ενώ στις 18 Μαΐου 1935 κυκλοφόρησε η «Εφημερίς των Ελλήνων», το επίσημο όργανο του Κόμματος των Ελευθεροφρόνων . Στο πρώτο φύλλο ο Μεταξάς διακηρύσσει την έναρξη του αγώνος δια την παλινόρθωση της Βασιλείας. Λίγο πριν τις εκλογές ο Ιωάννης Μεταξάς συγκρότησε την «Ένωση των Βασιλοφρόνων» και εγκαινίασε το εκλογικό του κέντρο στην πλατεία Ομονοίας. Στις εκλογές της 9 Ιουνίου 1935 το κόμμα του έλαβε 152.285 ψήφους και ανέδειξε επτά βουλευτές, ενώ στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936, έλαβε το 3.94% του εκλογικού σώματος, 50.137 ψήφους και κατέλαβε επτά έδρες. Στις 5 Μαρτίου ορκίστηκε Υπουργός Στρατιωτικών στην υπηρεσιακή του Κωνσταντίνου Δεμερτζή, ενώ στις 14 Μαρτίου ορκίστηκε Αντιπρόεδρος, Υπουργός Αεροπορίας κι ανέλαβε προσωρινά τη Διεύθυνση του Υπουργείου Ναυτικών, διατηρώντας παράλληλα τη θέση του υπουργού Στρατιωτικών.
Στις 13 Απριλίου, πέθανε αιφνιδίως από ανακοπή καρδιάς ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Δεμερτζής. Την ίδια εποχή η κοινοβουλευτική δημοκρατία έδειχνε να εξαντλεί τα όρια της, ενώ η κοινωνική αναταραχή εντεινόταν, καθώς στους τρεις τελευταίους μήνες της πρωθυπουργίας Δεμερτζή, είχαν γίνει 200 απεργίες. Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Δεμερτζή, ο Ιωάννης Μεταξάς έγινε πρωθυπουργός στις 13 Απριλίου. Στις 25 του ίδιου μήνα εκφώνησε στο Κοινοβούλιο τις προγραμματικές του δηλώσεις και δύο μέρες αργότερα έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή με 241 ψήφους υπέρ, 16 κατά – Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος και ο Γεώργιος Παπανδρέου, ενώ υπήρξαν και 4 αποχές. Στις 30 Απριλίου του 1936 η Βουλή του παραχώρησε με ψήφισμα απόλυτη ελευθερία, καθώς διέκοψε τις εργασίες της ως τις 30 Σεπτεμβρίου του 1936 και παρείχε εξουσιοδότηση στην Εκτελεστική εξουσία να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα για όλα τα θέματα, κάτω από την επίβλεψη μιας 40μελούς επιτροπής, που δε λειτούργησε ποτέ.
Στις 4 Αυγούστου του 1936, ο Μεταξάς ενώπιος με την ανήσυχη διεθνή κατάσταση, τον εσωτερικό κομμουνιστικό κίνδυνο, την πιθανότητα εσωτερικών ταραχών και με αιτία τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης καθώς και την πανελλαδική απεργία που είχε προκηρυχτεί για την 5η Αυγούστου απέσπασε τη συγκατάθεση του Βασιλιά Γεωργίου Β’ και διέλυσε τη Βουλή χωρίς να προκηρύξει εκλογές, ανέστειλε πολλά άρθρα του Συντάγματος και κατάργησε τον Κοινοβουλευτισμό. Αυθημερόν παρέδωσε προς υπογραφή στον βασιλιά δύο διατάγματα με σκοπό την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου και της πολιτικής κρίσεως. Με το ένα περιόρισε τα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων άρθρα του εν ισχύ συντάγματος και με το δεύτερο διέλυσε την Γ΄ Αναθεωρητική Βουλή, χωρίς την υποχρέωση την προκηρύξεως νέων εκλογών. Την ίδια ημέρα απηύθυνε διάγγελμα προς τον Ελληνικό λαό.
Στις 13 Αυγούστου 1936 υπογράφηκαν μεταξύ των εργοδοτών και των εργατικών οργανώσεων της Ελλάδος οι δύο πρώτες -στην ιστορία της Ελλάδος- συλλογικές συμβάσεις εργασίας «περί καθορισμού κατωτάτου ορίου μισθού ιδιωτικών υπαλλήλων και ημερομισθίου εργατών βιομηχανίας».
Στις 30 Ιουνίου 1938 αποκαλύφθηκε η δράση ομάδας υπαξιωματικών που σχεδίαζαν την ανατροπή του Μεταξά, ενώ στις 17 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, εκδηλώθηκε κίνημα στην Κρήτη από μια μερίδα κατοίκων και ορισμένους πολιτικούς αρχηγούς. Δώδεκα ημέρες αργότερα, το κίνημα κατέρρευσε και συνελήφθησαν οι αρχηγοί του. Τον ίδιο χρόνο με αφορμή το θάνατο του Μουσταφά Κεμάλ, γνωστού, ο Μεταξάς μετονόμασε την οδό Αποστόλου Παύλου στη Θεσσαλονίκη σε οδό Κεμάλ Ατατούρκ, προς τιμήν του Τούρκου δικτάτορα, ενώ το Ελληνικό κράτος αγόρασε από τον ιδιώτη που το κατείχε το σπίτι όπου υποτίθεται ότι γεννήθηκε ο Κεμάλ και το χάρισε στο τουρκικό κράτος.
Σε όλη τη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου διοργανώνονταν επισκέψεις σε εργοστάσια και βιοτεχνίες, ομιλίες και εγκαίνια, παρελάσεις στις διάφορες επετείους και στην Πρωτομαγιά, όπως και η μαζική συμμετοχή των εργατών σ’ αυτές.
Ελευθέριος Βενιζέλος, στη διάρκεια ομιλίας του στην «Κοινωνία Των Εθνών», στις 15 Απριλίου 1932, είχε ζητήσει πενταετή αναβολή πληρωμών, αλλά η απόφαση της Κ.Τ.Ε. ήταν αρνητική, ενώ η βελγική τράπεζα «Societe Commerciale de Belgique» κατέφυγε στα διεθνή δικαστήρια απαιτώντας να πληρωθεί. Στις 18 Απριλίου 1932, μετά από ένα τρίμηνο ταξιδιών και επαφών στην Ευρώπη, η κυβέρνηση του Βενιζέλου κήρυξε χρεοστάσιο. Το 1936 λίγο πριν αναλάβει την πρωθυπουργία ο Ιωάννης Μεταξάς, εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση για την Ελλάδα, και οι Βέλγοι προσέφυγαν στο Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης για να απαιτήσουν την εφαρμογή τής αποφάσεως. Η κυβέρνηση Μεταξά, κάνοντας χρήση της «αρχής τής δημοσιονομικής αδυναμίας», έβαλε σε προτεραιότητα τις ανάγκες των πολιτών έστω κι αν αυτό ήταν εις βάρος των πιστωτών. Στις 5 Ιουνίου 1939, η Ελλάδα αποκήρυξε και νομικά τους δανειστές παύοντας τις πληρωμές της ενώ διέγραψε μονομερώς τμήμα από το ελληνικό εξωτερικό χρέος, χωρίς να αγγίξει δραχμή από τα εθνικά ταμεία και τα ομόλογα των Ελλήνων προχωρώντας στη μονομερή διαγραφή του χρέους.
Απολογούμενη η Ελλάδα είχε επισημάνει ότι, «Η Κυβέρνηση της Ελλάδος είναι ανήσυχη για τα ζωτικά συμφέροντα του Ελληνικού λαού, τη διοίκηση, την οικονομική ζωή, την κατάσταση της υγείας και την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια της χώρας. Γι’ αυτό, δεν θα μπορούσε να προβεί σε άλλη επιλογή….». Αργότερα αναφερόμενη γενικά σε όλα τα Κράτη είχε δηλώσει συμπληρωματικά: «….Όταν μια Κυβέρνηση καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην πληρωμή του χρέους και στην εξασφάλιση για το Λαό κατάλληλης διοικήσεως, εγγυημένων συνθηκών για ηθική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, πρέπει να επιλέξει το δεύτερο. Το Καθήκον του Κράτους να εξασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των βασικών δημοσίων υπηρεσιών, υπερτερεί έναντι της πληρωμής των χρεών. Από κανένα Κράτος δεν μπορεί να απαιτηθεί η εκπλήρωση, μερική ή ολική των χρηματικών του υποχρεώσεων θέτοντας σε κίνδυνο τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών του με συνέπεια την αποδιοργάνωση της χώρας….». Η κυβέρνηση Μεταξά κέρδισε την υπόθεση με την απόφαση υπ’ αριθμόν General List No 77, Judgment Νο 31 της 15ης Ιουνίου 1939, δημιουργώντας ευνοϊκό προηγούμενο, πάνω στο οποίο βασίσθηκε, το 2003, ανάλογη ευνοϊκή απόφαση για την Αργεντινή.
Ο Μεταξάς θεωρούσε «ατύχημα» το ότι «η άρχουσα τάξις (…) ηθέλησε να συγχέη τον δημοτικισμόν, που είναι κίνημα καθαρώς εθνικόν, με τον κομμουνισμόν. Αυτή η σύγχυσις δεν επιτρέπεται πλέον, διότι δεν ωφελεί παρά μόνον τους κομμουνιστάς…». Έτσι για τη γραμματική και την ορθογραφία της δημοτικής, ο Μεταξάς ανέθεσε το Δεκέμβριο του 1938 σε επιτροπή, με πρόεδρο το Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τη σύνταξη γραμματικής της δημοτικής γλώσσας. Μέλη της επιτροπής ορίστηκαν οι: Κλέανδρος Λάκωνας, ο Θρασύβουλος Σταύρου, γυμνασιάρχης, ο Αχιλλέας Τζάρτζανος, γνωστός από το συντακτικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και ο Βασίλης Φάβης, συντάκτης του Λεξικού της Ακαδημίας και αργότερα καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Γραμματέας της επιτροπής ορίστηκε ο Νικόλαος Ανδριώτης, συνεργάτης τότε της Ακαδημίας Αθηνών, καθηγητής αργότερα στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Το τυπικό της νέας γραμματικής, που είχε τη σύμφωνη γνώμη του Ιωάννη Μεταξά, βασίστηκε στο τυπικό του 1918 και την πρώτη καθιέρωση της σχολικής δημοτικής. Η διασάφηση που δόθηκε από το υπουργείο Παιδείας εκ μέρους του Μεταξά ήταν ότι «…βάσις της σχολικής γραμματικής θα ληφθή η γλώσσα η υπάρχουσα εις τα πρότυπα των δημοτικών τραγουδιών και των μεγάλων ποιητών της νέας Ελλάδος, ως ερρυθμίσθη γραμματικώς και ορθογραφικώς κατά την πρώτην αυτής σχολικήν καθιέρωσιν…». Τελικά, η «Νεοελληνική Γραμματική της Δημοτικής», δημοσιεύτηκε από τον «Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων» [Ο.Ε.Σ.Β.] το 1941, μετά το θάνατο του Μεταξά.
Η βύθιση του πλοίου «Έλλη» στις 15 Αυγούστου 1940, από τορπιλική επίθεση, ενώ συμμετείχε σημαιοστολισμένη στις εορταστικές εκδηλώσεις της Παναγίας στη Τήνο, αποτέλεσε την κορύφωση των Ιταλικών προκλήσεων σε βάρος της Ελλάδος. Η έρευνα του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η ενέργεια είχε πραγματοποιηθεί από Ιταλικό Υποβρύχιο, συμπέρασμα που επιβεβαιώθηκε από απόστρατο Ιταλό Ναύαρχο, ο οποίος παραδέχθηκε δημόσια ότι ο τορπιλισμός της ήταν δικό του έργο, όταν ήταν Κυβερνήτης στο Ιταλικό υποβρύχιο «ΔΕΛΦΙΝΟ». Η Ελληνική Κυβέρνηση αναγκάσθηκε να ανακοινώσει ότι η «Έλλη» «…εβλήθη δια τορπιλών αγνώστου εθνικότητος Υποβρυχίου».
Μια μέρα μετά τον τορπιλισμό, ο Ιωάννης Μεταξάς συγκάλεσε το Υπουργικό Συμβούλιο όπου ξεκαθάρισε τη θέση του ανακοινώνοντας ότι, «… Ενώπιον αυτής της καταστάσεως, η πολιτική της Ελλάδος είναι καθαρά. Εκατό τοις εκατό, χωρίς επιφυλάξεις και χωρίς παζαρέματα, είμεθα παρά το πλευρό της Αγγλίας. Αυτήν την δήλωσιν, δεν σας την κάμνω δια να προκαλέσω συζήτησιν. Είναι πολιτική αποφασισθείσα, που την εγκρίνει χωρίς καμιά αμφιβολία ολόκληρος ο Ελληνικός Λαός, ο Στρατός μας και ο Βασιλεύς. Εάν υπάρχει αντίθετος, ο οποίος θέλει ν’ ακολουθήσει η Χώρα ιταλόφιλον πολιτικήν, ας εκδηλωθεί. Εάν υπάρχει μεταξύ υμών κανείς ο οποίος να μην εγκρίνει ή να έχει επιφυλάξεις ας αποχωρήση … Η πολιτική των υποχωρήσεων δεν φέρει πουθενά. Έχομεν το παράδειγμα της Ρουμανίας και του Πεταίν. Έστω και αν νικήσει ο Άξων, που το θεωρώ για πολλούς λόγους αδύνατον, οι Γερμανοί θα μας σεβασθούν πολύ περισσότερον και ως τιμίους εχθρούς και ως Έθνος που απέδειξεν πως έχει δικαιώματα να ζη ελέυθερον, παρά ως συμμάχους της τελευταίας στιγμής με προβαδίζοντας τους Ιταλούς και τους Βουλγάρους, με τας γνωστάς εδαφικάς αξιώσεις εναντίον μας … Εάν νικήσει η Μεγάλη Βρετανία, όπως πιστεύω, το μέλλον μας εις την Ανατολικήν Μεσόγειον είναι βεβαίως περίλαμπρον. Και τα πλέον τολμηρά μας όνειρα ασφαλώς θα πραγματοποιηθούν. Είναι μια καμπή της ιστορίας μας, η οποία παρουσιάζεται ίσως κάθε πεντακόσια έτη … Θα θέσωμεν την δόξαν πρώτην και ύστερα τη νίκην. Και θα δείξουμε εις τον κόσμον, ότι αι εσωτερικαί αξίαι του Ελληνισμού, δεν έχουν μειωθεί. Αι θυσίαι βεβαίως θα είναι μεγάλαι, μέγισται. Αλλά όπως εγώ είμαι έτοιμος να θυσιάσω τα πάντα, το σπίτι μου, τα παιδιά μου, τη ζωή μου, έτσι είμαι βέβαιος θα σκεφθή ο καθένας μας, ο κάθε Έλλην. Δεν επιτρέπεται να μαυρίσουμε, να κηλιδώσουμε μίαν ιστορίαν θαυμασία δυόμιση χιλιάδων ετών….». Για την Ελλάδα, εκείνη ήταν η πρώτη ημέρα του πολέμου. Για τις επόμενες ημέρες από τον τορπιλισμό επικράτησε η«ηρεμία πριν από την καταιγίδα». Μ’ ένα πρωτοποριακό σύστημα «σιωπηρής επιστρατεύσεως» με ατομικές προσκλήσεις, ο Μεταξάς πρόλαβε να ετοιμάσει τον στρατό για τον επερχόμενο πόλεμο.
Λίγο πριν τις τρεις το πρωί της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου 1940, ένα αυτοκίνητο της Ιταλικής Πρεσβείας, με τον αριθμό Δ.Σ. 75, έφτασε έξω από την κατοικία του πρωθυπουργού, «μια μικροαστική εξοχική βιλίτσα» στην Κηφισιά. Το αυτοκίνητο ανήκε στον στρατιωτικό ακόλουθο της Ιταλικής Πρεσβείας, Μοντίνι, και επελέγη αντί του αυτοκινήτου του πρεσβευτή, για να μην προκαλέσει υποψίες. Επιβάτες του ήταν ο Ιταλός πρεσβευτής Εμμανουέλλε Γκράτσι και ο Αλβανός διερμηνέας του, Ντε Σάντο [De Santo]. Ο αρχιφύλακας Τραυλός, που εξέλαβε λάθος το πράσινο χρώμα στο σημαιάκι για μπλε, χτυπά το κουδούνι της πρωθυπουργικής οικίας και ξυπνά τον Μεταξά, τον οποίο ενημερώνει ότι τον ζητά ο πρεσβευτής της Γαλλίας. Ο Μεταξάς, έκπληκτος και φορώντας «μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό», κατεβαίνει από την πίσω σκάλα και ανοίγει την πόρτα. Βλέποντας τον Γκράτσι, ψύχραιμος τον οδήγησε στο μικρό «σαλονάκι» του πρώτου ορόφου της διώροφης κατοικίας του.
Ο Ιταλός πρέσβης παρέδωσε στον Έλληνα πρωθυπουργό έναν μεγάλο φάκελο που περιείχε το τελεσίγραφο της Ιταλικής κυβερνήσεως που κατηγορούσε την Ελλάδα ότι παραχώρησε διευκολύνσεις στον βρετανικό στόλο και καταπίεζε τους Αλβανούς της Τσαμουριάς. Το τελεσίγραφο εξέπνεε στις 6 το πρωί της ίδια ημέρας και μ’ αυτό η Ιταλική κυβέρνηση ζητούσε να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο. Η «τελεσιγραφική διακοίνωσις» ήταν χειρόγραφα γραμμένη και διατυπωμένη στη γαλλική γλώσσα και απαιτούσε από την Ελλάδα να αναγνωρίσει στην Ιταλία «το δικαίωμα να καταλάβει διά των ενόπλων αυτής δυνάμεων […] ορισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους», προκειμένου να διευκολυνθεί ο Ιταλικός Στρατός για την μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Ο Μεταξάς αρνήθηκε την ελεύθερη είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, με τη φράση «Alors c’ est la guerre» [«Πολύ καλά, λοιπόν. Έχομεν πόλεμον»], που σήμανε την εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο και την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο. Το τελεσίγραφο είχε προετοιμαστεί από τον Τσιάνο και είχε εγκριθεί από τον Μπενίτο Μουσολίνι, χωρίς να το γνωρίζουν οι αρχηγοί των επιτελείων, Μπαντόλιο, Καβανιάρι και Πρίκολο [Francesco Pricolo], αλλά ούτε και ο Αδόλφος Χίτλερ.
Στο διάγγελμα του από το ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών ο Μεταξάς είπε, «Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία, μη αναγνωρίζουσα, εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και μου ανεκοίνωσε, ότι προς κατάληψιν αυτών, η κίνησης των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα είς τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’εαυτό και τον τρόπον με τον οποίο γίνεται τούτο ως κύρηξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλο το Έθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας και τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο Αγών».
Στις 30 Οκτωβρίου 1940, όπως περιγράφει στο Ημερολόγιο του, ο Μεταξάς ανέλυσε εκτενώς την απόφαση του στους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του Αθηναϊκού Τύπου στο Γενικό Στρατηγείο. Στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», τους δήλωσε με βεβαιότητα στους Έλληνες δημοσιογράφους: «Οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορούν να νικήσουν» και στις 18 Ιανουαρίου 1941 έστειλε την παρακάτω διακοίνωση προς τη Βρετανική Κυβέρνηση, «Είμεθα αποφασισμένοι να αντιμετωπίσωμεν καθ’ οιονδήποτε τρόπον και με οιασδήποτε θυσίας ενδεχομένην γερμανικήν επίθεσιν, αλλ’ ουδόλως επιθυμούμεν να την προκαλέσωμεν….».
Όπως διηγείται ο Κωνσταντίνος Κοτζιάς, ο Μεταξάς δήλωνε στους στενούς του συνεργάτες ότι οι Ιταλοί κήρυξαν πόλεμο. «…Κυρ Κώστα έχουμε πόλεμο… οι Ιταλοί μάς τον κήρυξαν.». Το πραγματικό κλίμα εκείνου του μεταμεσονύχτιου αποτυπώνει ο Αμβρόσιος Τζίφος, υπουργός Ναυτιλίας του Μεταξά, ο οποίος μετείχε στην πρώτη κυβερνητική σύσκεψη το ξημέρωμα εκείνης της ιστορικής νύχτας.«…Εξάλλου η προθεσμία του τελεσιγράφου ήτο τρίωρος, ήτοι ώς τας 6 το πρωί, ώστε δεν εδίδετο καν καιρός διά οιανδήποτε ενέργειαν, έστω και αν υπήρχε η παραμικρά διάθεσις.»
Η «Έκθεσις επί της δράσεως του Βασιλικού Ναυτικού κατά τον πόλεμον 1940-1944» συντάχθηκε το 1953 και στηρίχθηκε σε επίσημα στοιχεία της Ιστορικής Υπηρεσίας του Ναυτικού. Συντάκτης της ήταν ο ανακληθείς ως Αντιναύαρχος στην ενέργεια το 1951 επί Πρωθυπουργίας Σοφοκλή Βενιζέλου και μετέπειτα Ακαδημαϊκός Δημήτριος Γ. Φωκάς, ένας από τους τρεις επικεφαλής του Βενιζελικού Κινήματος της 11ης Σεπτεμβρίου 1922, μαζί με τους Συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά, ο οποίος αποστρατεύτηκε το 1935 για συμμετοχή στο αποτυχημένο κίνημα του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η Έκθεση του βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών «ως την τε αλήθειαν ομολογούσα και την πάτριον Ιστορίαν προάγουσα». Στην Έκθεση, αναφέρει ότι το φθινόπωρο του 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς σε συνεδρίαση του Ανωτάτου Ναυτικού Συμβουλίου στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού είπε, «…Προβλέπω πόλεμον μεταξύ του Αγγλικού και του Γερμανικού συγκροτήματος. Πόλεμον πολύ χειρότερον από τον προηγούμενον. Εις τον πόλεμον αυτόν θα κάνω ό,τι ημπορώ δια να μην εμπλακή η Ελλάς, αλλά τούτο δυστυχώς θα είναι αδύνατον. Είναι περιττόν να σας είπω ότι η θέσις μας εις την σύρραξιν αυτήν θα είναι παρά το πλευρόν της Αγγλίας….. Το τελευταίον αυτό, προπαντός, να μην εξέλθη της αιθούσης ταύτης…».
Κύρια στοιχεία για την ανάλυση της προσωπικότητάς του και του χαρακτήρα του καθεστώτος του αποτελούν το «Ημερολόγιο» και το «Τετράδιο των Σκέψεων» που άφησε.
Η απάντηση του Μεταξά στο ιταλικό τελεσίγραφο ήταν προσωπική ενέργεια και απόφαση, αλλά και αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της κυβερνήσεως του, αφού η Ελλάδα προετοιμαζόταν χρόνια για επικείμενη επίθεση εχθρικών δυνάμεων. Τον Νοέμβριο του 1940, ο Μεταξάς δέχθηκε Γερμανικές προτάσεις για παρέμβαση με στόχο την επίτευξη ειρήνης με την Ιταλία, τις οποίες απέρριψε συνεπής με τη στρατηγική της ευθυγραμμίσεως με τη Μεγάλη Βρετανία.
Συνεργάτες του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και του Ιωάννη Μεταξά ήταν ο Άριστος Καμπάνης, ο Θεολόγος Νικολούδης, προϊστάμενος του Γεωργίου Σεφέρη, η μεταγενέστερα στρατευμένη στην αριστερά Ρίτα Μπούμη-Παππά, σύζυγος του Ανδρέα Παππά και τακτικού αρθρογράφου στο περιοδικό «Το Νέον Κράτος» του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Στο ποίηµά της «28η Οκτωβρίου 1940» η Μπούµη-Παππά έγραφε, «“Oχι!” φωνάζει ο Αρχηγός σαν Αθηναίος αρχαίος/ και τ’ “Oχι” από το στόμα του ταρπάξανε δρομαίοι/ οι άνεμοι οι ελληνικοί παντού να το κηρύξουν/ και σε μια ώρα η Ελλάς σύμπασα φώναξε “ΟΧΙ”». Ανάλογο ήταν το κείμενο του Μάρκου Αυγέρη, μετέπειτα στελέχους των ΕΑΜ/ΚΚΕ, στο περιοδικό της ΕΟΝ «Νεολαία» µε τίτλο «Εσωτερικός διάλογος». «Να ο λαός σου». Πολλοί διανοούμενοι δήλωσαν παρόντες στην «Πνευµατική Επιστράτευση».
Στο «Ανώτατον Γνωμοδοτικόν Συμβούλιον» συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι Κωστής Μπαστιάς, Αχιλλέας Κύρου, Νίκος Κιτσίκης, πρόεδρος του ΤΕΕ επί Βενιζέλου, πρύτανης του ΕΜΠ επί Μεταξά και μεταπολεμικά βουλευτής της Ε∆Α. Στα «Μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής επί κεφαλής τοµέων» ο Γεώργιος Σεφέρης, ο κορπορατιστής βενιζελικός Λέων Μακκάς, ο θεολόγος Νικόλαος Λούβαρις, ο Παντελής Πρεβελάκης και η Σοφία Γεδεών.
Στις υπό την εποπτεία τους περιοδείες και ομιλίες συμμετείχαν µέλη της συντηρητικής διανοήσεως, όπως οι: Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Στίλπων Κυριακίδης, Θρασύβουλος Βλησίδης, Νικόλαος Λούρος, Νικόλαος Εξαρχόπουλος, Αλέξανδρος Τσιριντάνης της«Χριστιανικής Ένωσης Επιστημόνων», Ιωάννης Κακριδής, Κωνσταντίνος Δημαράς µε ομιλία για «Το νόηµα της Ελευθερίας», Άγγελος Σικελιανός για «Το βαθύτερο νόημα της Πνευματικής Επιστρατεύσεως» και ο Φαίδων Κουκουλές σχετικά µε το «Διατί ενικήσαµεν και διατί θα νικήσωµεν»
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Μεταξά, «….Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό, Κράτος με βάση αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό. Δεν έχει βέβαια κόμμα ιδιαίτερο να κυβερνά. Αλλά κόμμα ήτανε όλος ο λαός, εκτός από τους αδιόρθωτους κομμουνιστάς και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς. Επομένως, αν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι αγωνιζότανε πραγματικά για την ιδεολογία που υψώνανε για σημαία, έπρεπε να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα με όλη τους τη δύναμη. Ακόμα και να ανεχότανε αν τα άμεσα συμφέροντα ή και η ανάγκη από τη γεωγραφική της θέση έφερνε την Ελλάδα κοντά στην Αγγλία. Λοιπόν, το εναντίον, η Ελλάδα έμεινε μακριά από την Αγγλία –εκτός από την απαραίτητη και αλλιώς αναγκαία φιλική σχέση.
Η Ελλάδα καμιά βοήθεια ούτε έδωσε ούτε υπεσχέθη εις την Αγγλία. Επομένως η Ιταλία, που ωστόσο ανεγνώριζε την συγγένεια του ελληνικού καθεστώτος προς το δικό της, έπρεπε να είναι φιλικώτατη προς την Ελλάδα, ειλικρινά και πιστά φιλικώτατη. Και όμως ήτανε εχθρική. Από εξ αρχής εχθρική. Και στο τέλος επεζήτησε να την κατακτήση και την υποδουλώση. Για τον Χίτλερ το πράγμα δεν είναι και τόσο φανερό. Βέβαια δεν περίμενε κανείς να μεταχειριζότανε βία απάνω στην Ιταλία για να την σταματήση. Αλλά περίμενα, εγώ τουλάχιστον, ότι δεν θα είχε ευθύς εξ αρχής ξεπουλήσει την Ελλάδα στην Ιταλία σαν να ήτανε άψυχο αντικείμενο και χωρίς αξία μάλιστα. Επομένως και αυτός πηγαίνει, σχετικά με την Ελλάδα, στην κατηγορία του Μουσολίνι. Λοιπόν και ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ απέναντι της Ελλάδος δεν ωδηγηθήκανε από κανένα από τα ιδεολογικά ελατήρια που υψώνανε ως σημαία του αγώνα των. Το εναντίον, κτυπώντας την Ελλάδα, κτυπούσανε τη σημαία αυτή….».
Στις 28 Ιανουαρίου 1941, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ προέδρευσε στο υπουργικό Συμβούλιο, ανακοινώνοντας την κατάσταση της υγείας του Μεταξά και ζήτησε από τους Υπουργούς να «παραμείνουν εις τας θέσεις των υπηρετούντες την πατρίδα». Ο Μεταξάς πέθανε στις 6:20′ το πρωί της 29ης Ιανουαρίου 1941, την 94η ημέρα του πολέμου με την Ιταλία. Σύμφωνα με το ιατρικό ανακοινωθέν, που υπέγραφαν 12 Έλληνες γιατροί, ο Μεταξάς δέκα ημέρες νωρίτερα είχε παρουσιάσει φλεγμονή στον φάρυγγα. Όπως περιέγραφε το ιατρικό ανακοινωθέν, «…Παρά την έγκαιρον διάνοιξίν του, ως και την μετεγχειρητικήν κατάλληλον θεραπείαν, παρουσίασεν εν συνεχεία τοξιναιμικά φαινόμενα και επιπλοκάς, ως γαστρορραγίαν και ουρίαν και απέθανεν». Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη Αθηνών, με τιμητική φρουρά μέλη από την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας.
Την ημέρα της κηδείας του Μεταξά είχαν γεμίσει ασφυκτικά όλοι οι δρόμοι της Αθήνας. Δύναμη Αστυφυλάκων προηγείτο της νεκρικής πομπής με αργό βήμα. Ακολουθούσαν στρατιωτικές μπάντες και σαλπιγκτές με τυμπανιστές της Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας. Μετά βάδιζαν αποσπάσματα Χωροφυλακής, Αστυνομίας και Πυροσβεστών, ένα άγημα Βασιλικού Ναυτικού, Τμήματα Νεολαίας, συμμαχικά αγήματα και ακολουθούσαν τα στεφάνια από Αρχηγούς Κρατών. ένας Αξιωματικός κρατούσε σε σκούρο μαξιλάρι τα παράσημα του και κατόπιν ανάμεσα σε διπλό στίχο πρωτοετών Ευελπίδων που έφεραν τα όπλα υπό μάλης, κινείτο ένα πυροβόλο πάνω στον κιλλίβαντα του οποίου υπήρχε το δρύινο φέρετρο του Μεταξά. Στις 18.10 και αφού εψάλλει η τελευταία δέηση, ετάφη με ομοβροντίες πυροβόλων και εμβατήρια. Την ίδια ώρα πραγματοποιήθηκαν επιμνημόσυνες δεήσεις σε όλους τους ναούς της Ελλάδος. Σε εκτέλεση επιθυμίας του ετάφη μαζί του και το σπαθί που έφερε στις εκστρατείες.
Από τις πρώτες ημέρες μετά το θάνατο του Μεταξά αναπτύχθηκε έντονη φημολογία ότι υπήρξε θύμα πρακτόρων ξένων δυνάμεων, καθώς στη διάρκεια της ασθένειας του, τον εξέτασαν και Βρετανοί γιατροί, ενώ πολλοί υποστηρίζουν ότι του έκαναν και ενέσεις. Ο Άγγλος ιστορικός Άντονι Μπίβορ αναφέρει «καρκίνο του λάρυγγος» στο βιβλίο του «Η Μάχη της Κρήτης». Ο γαμπρός του Μεταξά είπε στον Λερντ Άρτσερ ότι «πέθανε από συνδυασμό διαβήτη, εντερικών (μόλυνση νεφρών) και γρίπης, που οδήγησαν σε καρδιακή προσβολή», ενώ ο Στάνλεϋ Κάσον, αξιωματικός Πληροφοριών, με κώδικα 27, της Αγγλικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Αθήνα από τον Νοέμβριο του 1940, σημείωσε στην αναφορά του στην Μ16 ότι ο Μεταξάς πέθανε, «….Έπειτα από εγχείριση αμυγδαλών..». Από την πλευρά του ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, Υπουργός Ασφαλείας του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, υποστήριξε πως «….Αν είχαμε βάλει τον Μεταξά σε ένα νοσοκομείο στην τρίτη θέση, θα είχε ζήσει». Ο Μεταξάς με τη διαθήκη του [25], την οποία συνέταξε στις 6 Ιουνίου 1940 στο σπίτι του στην Κηφισιά κι έγινε γνωστή το Φεβρουάριο του 1941, άφησε το σύνολο της περιουσίας του στη σύζυγο του Λέλα, μετά το θάνατο της οποίας περιέρχονταν στις δύο κόρες του.
Ο Μεταξάς κυριάρχησε στην Ελληνική πολιτική ζωή επί τρεις δεκαετίες κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα και τον χαρακτήριζε ατσάλινη θέληση και κρυστάλλινη λογική. Ήταν ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, που διακρίνονταν για το θάρρος της γνώμης του, αδιαφορώντας για το αν θα είναι αρεστός ή όχι. Άριστος αξιωματικός, με κατάρτιση και νου, φανατικός βασιλόφρων, αμείλικτος εχθρός της δολοπλόκου προσωπικής πολιτικής του Βενιζέλου, υπερασπιστής της ουδετερότητας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, θαύμαζε τους Γερμανούς, πίστευε στην Γερμανική υπεροχή αλλά και στο αήττητο της Αγγλίας, ενώ ήταν κάθετα κι απόλυτα αντίθετος στη Μικρασιατική Εκστρατεία, την οποία θεωρούσε «άσκοπη περιπέτεια».
Το μεγαλύτερο επίτευγμά του ως κυβερνήτη υπήρξε η εξύψωση του εθνικού φρονήματος, της αυτοπεποιθήσεως, της εθνικής υπερηφάνειας καθώς και της εθνικής αμύνης των Ελλήνων. Κύριο μέλημα της κυβερνήσεως του ήταν η προπαρασκευή της Ελλάδας για πόλεμο με την κατασκευή της περιώνυμης «Γραμμής Μεταξά», ένα σύνολο οχυρωματικών έργων για την αντιμετώπιση ενδεχόμενου Βουλγαρικού κινδύνου. Ο Μεταξάς φρόντισε ώστε το Ρούπελ και άλλα 20 οχυρά να αποτελέσουν το μεγαλύτερο αμυντικό έργο της Ελλάδας και ένα από τα μεγαλύτερα -ίσως το μεγαλύτερο- της Ευρώπης.
Ιδεολογικά και πολιτικά το καθεστώς της 4ης Αυγούστου μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια συντηρητική δικτατορία με ολοκληρωτικές τάσεις, εξωτερικά στοιχεία και σύμβολα σχετικά με το φασισμό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε φασιστικό, καθώς είχε ουσιώδεις διαφορές τόσο από τα φασιστικά καθεστώτα της Ιταλίας και της Ισπανίας όσο κι από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς της Γερμανίας. Στη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, τα κόμματα απαγορεύτηκαν και το καθεστώς του διέλυσε, κυριολεκτικώς, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, οι πολιτικοί εξορίστηκαν ή τέθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό και τα συνδικάτα διαλύθηκαν, ενώ δημιουργήθηκε η Ε.Ο.Ν., η Εθνική Οργάνωση Νέων, η συμμετοχή στην οποία δεν ήταν υποχρεωτική.
Στη διάρκεια της τετραετούς διακυβερνήσεως του καθεστώτος αυξήθηκαν οι επενδύσεις αφού από το 1936 έως το 1938 αναπτύχθηκαν 567 βιομηχανίες, θεσπίστηκαν αρκετοί φιλεργατικοί νόμοι, που οι περισσότεροι έκτοτε ισχύουν. Το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων [Ι.Κ.Α.] είναι δημιούργημα του καθεστώτος Μεταξά, όπως επίσης το οκτάωρο και σημαντικές βελτιώσεις στο εργασιακό περιβάλλον. Παρουσίασε ένα αξιόλογο μεταρρυθμιστικό έργο, όπως η θέσπιση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και του κατώτατου μισθού, η αναγνώριση της γυναικείας εργασίας και η καθιέρωση των σχετικών επιδομάτων, έργα που έγιναν επί καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Επίσης η γλωσσική μεταρρύθμιση, με τη γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, αλλά και η ίδρυση της Ελληνικής ραδιοφωνίας με την καθοριστική βοήθεια και την σημαντική οικονομική συμβολή του Ιωάννη Βουλπιώτη και της Λυρικής Σκηνής, καθώς και η καθιέρωση παραστάσεων αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο και στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.
Ο Μεταξάς αν και καταγόταν από οικογένεια με μέτρια ή πιθανόν και κακή οικονομική κατάσταση, είχε πλούσια πνευματική καλλιέργεια και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα σχετικά με τη μουσική, τη ζωγραφική το θέατρο και τον κινηματογράφο, την οποία απέκτησε στη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία και κατά την εξορία του στη Γαλλία και την Ιταλία. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παντελή Πρεβελάκη, Διευθυντή των Καλών Τεχνών επί καθεστώτος 4ης Αυγούστου, ο Μεταξάς παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τα Ελληνικά καλλιτεχνικά δρώμενα, την περίοδο που κατείχε την εξουσία, όμως δεν επιδίωξε την ιδεολογική ή πολιτική στράτευση καλλιτεχνών. Ο Μεταξάς δημιούργησε και διέδωσε την ιδεολογία του «Νέου Κράτους» και του «Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού», στην οποία στηρίχτηκε το κράτος και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου.
Αντίθετα με τα γλωσσικά κρατούντα της εποχής του ο Μεταξάς υπήρξε ένθερμος οπαδός της δημοτικής γλώσσας. Η επιρροή των ιδεών που υπερασπίστηκε απέκτησαν διαχρονική αξία και νόημα, όπως αυτή περί της ανωτερότητας του ελληνικού πολιτισμού, που είναι έκτοτε βαθιά ριζωμένη σε πολλούς Έλληνες, αλλά και σε κείνους που διακηρύσσουν ότι στόχος τους είναι η προβολή και η διεθνής καταξίωση του ελληνικού πολιτισμού.
Ο λογοτέχνης Γεώργιος Θεοτοκάς, πολιτικός και ιδεολογικός αντίπαλος του Μεταξά, έγραψε ο οποίος την ημέρα της κηδείας του: «…Η κηδεία, επιβλητική. Πάρα πολύς κόσμος στους δρόμους. Είναι φανερό ότι ο λαός τον λυπήθηκε και ότι αυτή τη στιγμή συλλογίζεται μόνο την καλή πλευρά του ανθρώπου και ξεχνά όλα τα άλλα. Κυρίως συλλογίζεται το ΟΧΙ και την απόκρουση της εισβολής. Το παρελθόν σβήνει, νομίζω οριστικά, και μένει η ένδοξη στιγμή της ζωής του, αυτή που του εξασφαλίζει την υστεροφημία. Η σχέση του λαού με τον Μεταξά δεν υπήρξε ποτέ ερωτική. Υπήρξε ψυχρή, λογική, υπολογιστική. Σήμερα ο λαός λυπάται με τον ίδιο τρόπο που λυπάται κανείς για το θάνατο χρησιμότατου συνεταίρου. Αυτό το αίσθημα, συνδυασμένο με αντρική εκτίμηση και τελικά με σεβασμό. Τούτο είναι αναμφισβήτητο. Ο Μεταξάς, που τόσο πολύ διαπληκτίστηκε και βρίστηκε και διασύρθηκε στην αγορά και που έως τα 65 του ήταν στα μάτια του λαού ένας αποτυχημένος, κατόρθωσε στο τέλος να μας επιβάλλει το σεβασμό. Έκανε αυτό που ήθελε. Κυβέρνησε την Ελλάδα, μπήκε στην Ιστορία ως ο αρχηγός και σωτήρας του τόπου του και μας έκανε να παρακολουθήσουμε το λείψανό του με λύπη που τον χάσαμε και με σεβασμό προς τη δύναμη, την κρίση, την εξαιρετική του επιμονή, τη γενναιότητα του…».
Η Ρίτα Μπούμη-Παππά έγραψε δύο ποιήματα αφιερωμένα στο θάνατο του Μεταξά. Τα πρώτο δημοσιεύθηκε το Σάββατο 1η Φεβρουαρίου 1941, στη 2η σελίδα της Αθηναϊκής εφημερίδος «Η Καθημερινή», με τίτλο
«Στο νεκρό αρχηγό.»
«Σε τόσο μικρό φέρετρο, πως χώρεσε, Προφήτη.
η πελωρία σου ύπαρξη ντυμένη στη θυσία;
Οι ουρανοί μας ξαφνικά, Σου γίνανε χτες σπίτι,
και Σ’ υποδέχτηκε Νκρό σεμνό η Αθανασία.
Ενώ η απαρηγόρητη Σε προσκυνά λατρεία
δέκα εκατομμυρίων, Αρχηγέ, γονατιστών Ελλήνων,
τα ομηρικά φαντάσματα ξυπνήσανε στην Τροία
να Σε δεχτούν κι οι επικοί νεκροί των Σαλαμίνων.
Ο θανατός Σου ορφάνεψε όλους μας σε μια μέρα
και την καρδιά μας σαν φωτά ο χωρισμός Σου καίει,
μα πιο πολύ ο φαντάρος μας ωρφάνεψε, Πατέρα,
που στα βουνά τώρα σκυφτός στόπλο του πάνω κλαίει.
Ο λαός που τόσο αγάπησες περνά, Αρχηγέ, μπροστά Σου,
τον όρκο που του ζήτησες βουβός να επαναλάβη,
όλη η Ελλάδα στο σεπτό προστρέχει σκήνωμά Σου,
την πίστη για ό,τι εδίδαξες Εσύ, να μεταλάβη.
Τους Μάρτυρές μας των βουνών πήγες να συναντήσης
σαν Μαραθώνειος άγγελος τη Νίκη ν’ αναγγείλης,
για την Ελλάδα στα νεκρά παιδιά μας να μιλήσης
προφητικά όπως σ’ εμάς πεθαίνοντας εμίλεις.
Δεν έλειψες απ’ τις γραμμές του αγώνα μας, Πατέρα,
πέταξες μονο στο Θεό για να μεσολαβήσης,
γονατιστόν Σε βλέπομε ικέτη στον αιθέρα,
τη Νίκη ν’ αγωνίζεσαι και κεί για να κερδίσης.
Ο Ναός της Νίκης π’ άρχισες να χτίζης τελειώνει,
κι ας ντύθη μαύρα στ’ άγγελμα του απλού Σου του θανάτου
λαμπρός απ’ τη μεγάλη Σου πνοή καθώς ψηλώνει,
το μέγα αγγίζει όραμα του Αρχιτέκτονά του.
«Η Ελλάδα -είπες- ο έρωτας όλων μας κι ο σταυρός μας!»
εκείνην την ιστορική ημέρα του Οκτωβρίου,
και τόδειξες πεθαίνοντας μαχόμενος εμπρός μας,
σεμνέ μας περιφρονητή κι ωραίε, του Μαρτυρίου!»
Το δεύτερο με τίτλο «Ο Θρήνος της Ε.Ο.Ν.» δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νεολαία» στις 15 Φεβρουαρίου 1941.
«Τη χώρα ερήμωσε, Αρχηγέ, ο θάνατός Σου,
Κι’ ολα μαυροφορέθηκαν για σένα σε μιά μέρα,
μα πιο πολύ ωρφάνεψε εμάς ο χωρισμός Σου,
μας, τα παιδιά Σου της ΕΟΝ., πολύκλαυστε Πατέρα.
Κατάχλωμος σαν το κερί σωπαίνει ο Φαλαγγίτης.
γονατιστός τον ύστατο χαιρετισμό ως Σου δίνει,
και η Φαλαγγίτισσα με τη λεπτή και γυναικεία ψυχή της,
βουβά ποτάμια δάκρυα στο Σκήνωμά Σου χύνει…
Χλωμό, ορφανό στον πόνο του, σαν πεθαμένο φύλλο,
με ακράτητους βαθείς λυγμούς σε κλαίει το Σκαπανάκι,
τον τρυφερώτερο έχασε που βρήκε ως τώρα φίλο,
μαζί του, Αρχηγέ, γινόσουνα και Σύ μικρό παιδάκι.
Κλαίνε τα παιδιά που ήθελες μονάχα να γελούνε,
κι’ από το κακό ήσουνα έτοιμος να τα περιφρουρήσης,
ο ίδιος τώρα ακούσια τα κάμνεις να θρηνούνε.
και τι σκληρό να μην μπορείς να τα παρηγορήσης.
«…Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου…..Εκείνο που αισθάνομαι μέχρι τώρα -και πιστεύω το αισθάνεται και ο περισσότερος κόσμος από τότε- ήταν ότι η ζωή, γενικά η ζωή και της χώρας και του κάθε ατόμου, χωρίστηκε στα δύο. Στο πριν και το μετά. {…..} ..Ό,τι και να πεις για τον Μεταξά, το πρωί της 28ης Οκτωβρίου εξέφρασε το λαϊκό αίσθημα…{…}…, δεν μπορώ να δεχθώ αυτή τη συνεχή κριτική των αριστερών, οι οποίοι δεν είπαν ΠΟΤΕ ότι εν πάση περιπτώσει ο Μεταξάς εκείνο το πρωί είπε αυτό που αισθανόταν όλος ο ελληνικός λαός. Και θα πω και κάτι ακόμα: Στην κηδεία του Μεταξά εγώ παρευρέθηκα. Ήμουν από εκείνους που με τίποτα δεν τον ήθελα, αλλά παρευρέθηκα. Και παρευρέθηκε πολύς τέτοιος κόσμος…», είπε σε συνέντευξη τέσσερις και πλέον δεκαετίες μετά το θάνατο του Μεταξά, ο Γρηγόρης Φαράκος, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, βουλευτής και Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος.
Ο τύπος της εποχής έγραψε για το θάνατο του Μεταξά, «Απέθανεν ως στρατιώτης» τα «Αθηναϊκά Νέα», «Σύσσωμος η Ελλάς ορκίζεται παρά το φέρετρον να συνεχίση το έργον του. Η νίκη πτερυγίζει υπεράνω της σωρού του κυβερνήτου» η «Βραδυνή», «Βαθύτατον το εθνικόν πένθος» το «Έθνος», «Το ελληνικόν έθνος εκήδευσε χθες με βαθυτάτην οδύνην τον Ιωάννην Μεταξάν» η «Καθημερινή».
Originally posted 2018-10-18 19:35:28.