
Η απελευθέρωση της Κορυτσάς από τον Ελληνικό Στρατό στις 22 Νοεμβρίου του 1940 έχει ποικίλες και εξίσου σημαντικές πολιτικές και στρατιωτικές όψεις. Σήμερα, ενώπιών σας, με την αφορμή των εορτασμών της 78ης επετείου, θα προσεγγίσουμε καθοριστικές αλλά και αποσιωπημένες όψεις αυτής της μεγάλης στιγμής για την Βόρειο Ήπειρο και την μαχόμενη Ελλάδα.
Στις αρχές του 1939, η Ελλάς ήδη βρισκόταν υπ ατμόν για την κατασκευή των εμβληματικών οχυρωματικών έργων της Γραμμής Μεταξά, αναμένοντας ορθώς επίθεση από την πλευρά της Βουλγαρίας στον επικείμενο πόλεμο των δύο συγκροτημάτων. Η ιταλική απόβαση στην Αλβανία τον Απρίλιο του 1939 επέφερε μείζονα προσαρμογή στην ελληνική αµυντική πολιτική. Τον Μάιο, καταρτίστηκε Σχέδιο Εκστρατείας που πήρε την ονοµασία ΙΒ και λάµβανε υπόψη του τις νέες συνθήκες και την πιθανότητα να χρειαστεί η Ελλάδα να αγωνιστεί σε δύο διαφορετικά µέτωπα ταυτόχρονα. Ως πιθανότερο σενάριο αντιµετωπιζόταν η ιταλική επίθεση από την Κορυτσά προς τη Θεσσαλονίκη και κατόπιν.
Η φυσικά οχυρή θέση της Πίνδου επέβαλε να δοθεί έμφαση στην οχύρωση της ∆υτικής Μακεδονίας. Τον Σεπτέµβριο του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη µεταβολή του σχεδίου ΙΒ λαµβάνοντας την ονοµασία ΙΒα. Με το νέο σχέδιο αποφασίστηκε ότι η κύρια γραµµή αντιστάσεως στην ∆υτική Μακεδονία θα ήταν περίπου η συνοριακή γραµµή, ενώ στον τοµέα της Ηπείρου ορίστηκε ως βασική τοποθεσία άµυνας ο ποταµός Καλαµάς 20-25 χιλιόµετρα από τα σύνορα.
Στον βορειοδυτικό τοµέα του θεάτρου επιχειρήσεων, υπήρχε για τους εισβολείς Ιταλούς και Αλβανούς µια οδός από την Κορυτσά που έβγαζε στην Φλώρινα ή την Καστοριά. Από μέρους των αμυνομένων Ελλήνων, στην περιοχή της ∆υτικής Μακεδονίας, ήταν ανεπτυγµένες οι δυνάµεις του Τµήµατος Στρατιάς ∆υτικής Μακεδονίας υπό τον Αντιστράτηγο Ιωάννη Πιτσίκα µε έδρα την Κοζάνη. Στο ΤΣ∆Μ υπαγόταν το Β΄ Σώµα Στρατού, υπό τον Αντιστράτηγο Παπαδόπουλο και Γ΄ Σώµα Στρατού υπό τον Αντιστράτηγο Τσολάκογλου. Όλοι τους πολέμησαν γενναία, απωθώντας τον εχθρό πέρα από τα ελληνικά σύνορα.
Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των Ελλήνων είχε ορθώς εκτιμήσει πως κύριος αντικειμενικός σκοπός όφειλε να είναι η αποτροπή της ιταλικής προέλασης από την Κορυτσά στην Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. Έτσι, ενώ οι Ιταλοί είχαν υπεροπλία στην Πίνδο και την Ήπειρο, στην Βορειοδυτική Μακεδονία, τα ελληνικά τµήµατα υπερτερούσαν ελαφρώς: 22 τάγµατα πεζικού και 22 πυροβολαρχίες έναντι 17 ταγµάτων πεζικού και 24 πυροβολαρχιών.
Αρχικά, ο ∆ιοικητής των ιταλικών δυνάµεων στην Αλβανία, Στρατηγός Βισκόντι Πράσκα, εξασφάλισε, σε συνεργασία µε την Αλβανική Κυβέρνηση και διάφορους Αρχηγούς αλβανικών φυλών, τη δυνατότητα συγκρότησης 10 έως 12 αλβανικών Ταγµάτων συνολικής δύναµης 6 έως 7 χιλιάδων ανδρών. Προέβλεπε µάλιστα την επιλογή των στρατιωτών από φυλές που είχαν σχέση µε την αλβανική µειονότητα της Θεσπρωτίας (Τσαµουριά). Ένα µήνα πριν την έναρξη του πολέµου, το ιταλικό Υπουργείο Στρατιωτικών διέταξε τον περιορισµό της συστάσεως των αλβανικών Ταγµάτων σε έξι τα οποία θα συγκροτούνταν µόνο από πληθυσµούς που διέµεναν στις νότιες περιοχές της Αλβανίας, χωρίς µάλιστα να λάβει υπόψη του ότι εκεί διέµεναν και ελληνικοί πληθυσµοί. Τελικά συγκροτήθηκαν µόνο πέντε αλβανικά Τάγµατα ενώ υλικό του πρώην Αλβανικού Στρατού χρησιµοποιήθηκε για τη σύσταση επιπλέον Πυροβολαρχιών. Παράλληλα, ιδρύθηκαν και δύο Τάγµατα Φασιστικής Πολιτοφυλακής συγκροτηµένα µόνο µε Αλβανούς.
Τα πρώτα εικοσιτετράωρα της επίθεσης των Ιταλών, ο πόλεμος για την Ελλάδα κόντεψε να χαθεί. Η Ιταλοί αλπινιστές της Μεραρχίας Τζούλια διέσπασαν το μέτωπο και δημιούργησαν μια εξαιρετικά επικίνδυνη εσοχή προς Μέτσοβο. Εισβάλοντας το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου 1940 από την περιοχή της Σαμαρίνας και του διπλανού χωριού, του χωριού μου, των Φιλιππαίων στα Γρεβενά, κατάφεραν να καταστήσουν μερικώς ατελέσφορη την κινητοποίηση του Συνταγματάρχη Δαβάκη. Μόνον με την επέμβαση της Μεραρχίας Ιππικού και του Αντιστρατήγου Βασιλείου Βραχνού σώθηκε η μάχη των πρώτων ημερών, ο πόλεμος για την Ελλάδα και όλο τον κόσμο.
Οι Ιταλοί ήθελαν να υπερκεράσουν την όποια ελληνική παρατακτή δύναμη στην δυτική Μακεδονία από τα δυτικά. Για αυτό, στην βορειοδυτική Μακεδονία δεν εκδηλώθηκε κάποια επιθετική ενέργεια των Ιταλών κατά τις πρώτες ημέρες του πολέμου. Η εισβολή με αλπινιστές συγκρατήθηκε επιτυχώς και έτσι οι Έλληνες είχαν την ευκαιρία να πολεμήσουν για την επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού που ήταν να συγκρατήσουν όσο το δυνατόν περισσότερες ιταλικές δυνάµεις στην περιοχή της Κορυτσάς, ώστε να ανακουφίσουν τα άλλα δύο µέτωπα στην Πίνδο και στην Ήπειρο που πιέζονταν τις πρώτες µέρες της εισβολής.
Μετά τη λήξη της πρώτης περιόδου του Ελληνοϊταλικού Πολέμου στις 13 Νοεμβρίου του 1940 και την επιτυχή απόκρουση της ιταλικής εισβολής, άρχισε η συνεχώς εντεινόμενη ελληνική αντεπίθεση για την απελευθέρωση των πόλεων της Βόρειας Ηπείρου. Αποκορύφωμά της ήταν η απελευθέρωση της Κορυτσάς.
Θα παραθέσω στην κρίση σας τέσσερα προκαταρτικά συμπεράσματα σε σχέση με την Κορυτσά και ένα κεντρικό σε σχέση με τον Ελληνισμό, με βάση την ως τώρα μελέτη μου για την κρίσιμη σελίδα της ιστορίας μας – τον πόλεμο υπέρ βωμών και εστιών, τον πόλεμο του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940.
1. Η Κορυτσά είχε στρατηγική σημασία για την τελική έκβαση του πολέμου. Δεν ήταν ακόμη μια πόλη της Βορείου Ηπείρου που απελευθερωνόταν ενδόξως από τον Ελληνικό Στρατό. Ήταν το σημείο στήριξης των Ιταλικών δυνάμεων, χωρίς το οποίο, καμία επιθετική ενέργεια εις βάρος της Ελλάδος από Βορράν δεν θα μπορούσε να επιτύχει.
2. Η κατάληψη της Κορυτσάς από τον Ελληνικό Στρατό αφαιρούσε το δυτικό έρεισμα των δυνάμεων του Άξονα εις βάρος της Ελλάδος. Η συγκεντρωμένη παρατακτή δύναμη των Ελλήνων μπορούσε να αποτελέσει θανάσιμη απειλή για το τμήμα των εισβολέων που θα επέδραμε από την Γιουγκοσλαβία και την Βουλγαρία. Τα οχυρωματικά έργα της Γραμμής Μεταξά είχαν σκοπό να καθυστερήσουν ουσιωδώς μια τέτοια επίθεση, δρώντας ως εξίσου καθοριστικό τεχνητό ανάχωμα, αντίστοιχα με τα βουνά της Πίνδου στα δυτικά. Το στοίχημα για τους Έλληνες στην περίπτωση αυτής της διμέτωπης μάχης θα ήταν να μεταφέρουν σε ικανό χρόνο τμήμα των δυνάμεών τους από την Βόρειο Ήπειρο στην Ανατολική Μακεδονία και τα σύνορα με την Βουλγαρία.
3. Η μεταφορά ικανής στρατιωτικής δύναμης από την Πίνδο στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα ήταν εφικτή και ασφαλής μόνον με την προϋπόθεση κατάληψης της Κορυτσάς από τους Έλληνες. Δεν υφίστατο συγκοινωνιακή δυνατότητα εγκαρσίως των υψιπέδων της Πίνδου από τα δυτικά προς ανατολάς. Η πορεία των ελληνικών δυνάμεων που θα προσέτρεχαν προς ενίσχυση της άμυνας στην Γραμμή Μεταξά θα ήταν αυτή που σχεδίαζαν αρχικώς και οι Ιταλοί, δηλαδή με ορμητήριο και σημείο στήριξης την Κορυτσά.
4. Είναι χαρακτηριστικό το ότι ο Χίτλερ απέδιδε έµµεσα την ευθύνη της αποτυχίας των διαπραγµατεύσεων µε τους Γιουγκοσλάβους στον Μουσολίνι, ενηµερώνοντάς τον, στις 20 Νοέµβριου του 1940, ότι δεν µπορεί να συνεχίσει τις προσπάθειές του «πριν η ψυχολογική κατάσταση βελτιωθεί από στρατιωτικές επιτυχίες». Την 1η ∆εκεµβρίου η Daily Telegraph υπογράµµιζε: «Ο Νοέµβριος έφερε µεταβολή στη διπλωµατική µας κατάσταση. Ο Χίτλερ γύριζε δεξιά και αριστερά στην Ευρώπη, προσπαθώντας µάταια να βρει νέους συµµάχους… ο κύριος λόγος της αποτυχίας αυτής υπήρξαν οι ελληνικές επιτυχίες εναντίον της Ιταλίας». Ταυτόχρονα, η ιταλική υποχώρηση ενθάρρυνε και αλβανικούς κύκλους που είχαν καταφύγει το 1939 στη Γιουγκοσλαβία και να ζητήσουν τη συνεργασία της Ελλάδος ώστε να οργανώσουν εξέγερση στα νώτα του Ιταλικού Στρατού.
Στρατηγικό Συμπέρασμα
Ο πόλεμος της 28ης Οκτωβρίου 1940 εναντίον των Ιταλών, Αλβανών, Βουλγάρων και Γερμανών μπορούσε να νικηθεί από τους Έλληνες. Η πολιτειακή, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία έκανε ό,τι ήταν δυνατόν και ακόμη περισσότερα για να μην ατιμωθεί η τιμή των Ελλήνων. Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες τίμησαν αυτήν την προεργασία, αυτήν την απόφαση και αυτήν την εθνική επιλογή, χύνοντας το αίμα τους κατά ξηράν, θάλασσα και αέραν.
Οι μόνοι που οφείλουν να απολογηθούν στην ιστορία είναι οι σύμμαχοι των Ελλήνων και κυρίως οι Βρετανοί. Δεν έδωσαν όπλα στην Ελλάδα. Η Ελλάδα πολέμησε με γερμανικά όπλα. Επέτρεψαν την διαπεραίωση μισού εκατομμυρίου Ιταλών στρατιωτών στην Αλβανία χωρίς τελεσφόρα ή πειστική αντιμετώπιση. Πίεζαν ανήθικα και φαύλα να δεχθεί η Ελλάδα στο έδαφός της ισχνές βρετανικές δυνάμεις, ενόσω ακόμα η Γερμανία δεν είχε κινηθεί από την Ρουμανία στην Βουλγαρία και ενόσω κατέρρεαν και απωθούντο οι Ιταλοί και Αλβανοί.
Σκοπός τους δεν ήταν να αποτρέψουν την Ιταλία. Ήταν να τραβήξουν τους Γερμανούς το νωρίτερο δυνατόν στην Ελλάδα, ώστε να αδυνατίσει το ανατολικό μέτωπό τους με την Σοβιετική Ένωση. Ήθελαν την Ελλάδα θύμα της επιθετικότητας του Άξονα.
Η Ελλάδα όμως αντέστη. Και αντί οι Βρετανοί να κινήσουν επαρκείς δυνάμεις για την στήριξη του μακεδονικού μετώπου, ακόμα και μετά την κατάληψη της Βορείου Ηπείρου με αποκορύφωμα την απελευθέρωση της Κορυτσάς, πίεζαν μέχρι και την τελευταία στιγμή να δεχθεί η Ελλάδα εξοργιστικά ισχνές στρατιωτικές τους δυνάμεις, ώστε να είναι σίγουρο πως οι Γερμανοί εν τέλει θα εισβάλουν.
Οι Έλληνες είχαν ηγεσία. Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες πολίτες τίμησαν την εθνική πολιτική και την αξιοπρέπειά τους. Ο αγώνας του ΟΧΙ ήταν έναντι όλων. Η απελευθέρωση της Κορυτσάς χάλασε τους στρατηγικούς σχεδιασμούς τόσο του Άξονα όσο και των Συμμάχων μας. Δεν μας το συγχώρησαν ούτε οι μεν, ούτε οι δε. Όμως, η Βόρειος Ήπειρος απελευθερώθηκε με νόμιμο τρόπο και αυτό δεν αλλάζει. Ούτε και το ξεχνούμε. Η Βόρειος Ήπειρος είναι αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνισμού.
Κυρίες και κύριοι
Αφιερώνω την σημερινή επετειακή μου ομιλία στους άνδρες και τις γυναίκες του χωριού μου, στις Ελληνίδες και στους Έλληνες των ορεινών Φιλιππαίων στα Γρεβενά, στους ηρωικούς συγχωριανούς μου, των οποίων τα ονόματα χαράχτηκαν με γράμματα χρυσά στην εθνική συλλογική μας μνήμη. Ιδίως, δε, θέλω να αφιερώσω την σημερινή μου ομιλία στις άγνωστες πεσούσες και πεσόντες του Βορειοηπειρωτικού μετώπου του 1940 ανακαλώντας τους στίχους του αρχαίου ποιητή: «μία κλίνη κενή φέρεται εστρωμμένη των αφανών – ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος».
Ζήτω η 28η Οκτωβρίου 1940! Ζήτω η Κορυτσά! Ζήτω η Βόρειος Ήπειρος ως αναπόσπαστο μέλος του Ελληνισμού! Ζήτω η Ελλάς!
Η Ομιλία του Ιωάννη Νασιούλα στην Ηπειρωτική Εστία Θεσσαλονίκης για την 78η Επέτειο της Απελευθέρωσης της Κορυτσάς από τον Ελληνικό Στρατό το 1940
Ο Ιωάννης Νασιούλας είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, Εμπειρογνώμων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής Οικονομίας. Είναι ανεξάρτητος υποψήφιος Δήμαρχος Θεσσαλονίκης με την δημοτική παράταξη “Νέα Αρχή για την Θεσσαλονίκη” (www.thessaloniki.plus)
Originally posted 2018-11-18 12:45:59.