
«Εάν το Πάσχα είναι η λαμπροτάτη του Χριστιανισμού εορτή, τα Χριστούγεννα βεβαίως είναι η γλυκυτάτη και συγκινητικωτάτη, και δια τούτου ανέκαθεν εθεωρήθη ως οικογενειακή κατ’εξοχήν εορτή». Έτσι περιγράφει τα Χριστούγεννα ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Έλληνας λογοτέχνης που ίσως συνδέεται περισσότερο από κάθε άλλον με την εορτή αυτή, χάρη στα πολλά του διηγήματα που σχετίζονται με την «μητρόπολιν των εορτών».
Όπως εξηγεί ο «Μεγαλέξανδρος» των ελληνικών γραμμάτων, «ελθόντων τινών από της Δύσεως και απαγγειλάντων», ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος κανόνισε να εορτάζονται τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου στην Ανατολική Εκκλησία, όταν χειροτονήθηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στις 15 Δεκεμβρίου προς τα τέλη του Δ΄ αιώνα. Μέχρι τότε, επικρατούσε σύγχυση σχετικά με την ημερομηνία εορτασμού των Χριστουγέννων, η οποίοα διέφερε κατά τόπους.
Η ειρωνεία είναι ότι σήμερα η Δύση πρωταγωνιστεί στην περιθωριοποίηση της εορτής, παλιότερα δια της εκκοσμίκευσης και πλέον, με την υποβάθμιση της για λόγους…δήθεν πολιτικής ορθότητας.

Έμμελα αριστουργήματα της ελληνικής γλώσσας
Πάντως, και η Ανατολική Εκκλησία τιμούσε την Γέννηση του Σωτήρος ανέκαθεν, με πολλούς από τους πιο σημαντικούς Πατέρες της Εκκλησίας – κάποιοι ακόμη και προγενέστεροι του Χρυσορρήμονος Ιωάννου – του Δ΄ αιώνα να έχουν γράψει πανηγυρικούς λόγους προς τιμήν της ημέρας. Μάλιστα, η πρώτη Ωδή του Κανόνα των Χριστουγέννων («Χριστός γεννάται, δοξάσατε), που ψάλλεται στον Όρθρο, αποτελεί απόσπασμα εγκωμιαστικού λόγου του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου. Ομοίως, το Εξαποστειλάριον της εορτής («Επεσκέψατο ημάς, εξ ύψους ο Σωτήρ ημών…»), που ψάλλεται επίσης κατά τον Όρθρο, προέρχεται κι αυτό από πανηγυρικό της ημέρας.
Κάποιοι ύμνοι και ευχές που περιλαμβάνονται στις ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας μας αποτελούν σωστά αριστουργήματα της ελληνικής γλώσσας, εφάμιλλα των έργων των μεγάλων κλασσικών. Για παράδειγμα, όσοι παρευρεθούν στον Όρθρο των Χριστουγέννων θα μπορέσουν να απολαύσουν και τον Β΄ Κανόνα, έργο του Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, γραμμένο σε ιαμβικό μέτρο και ψαλλόμενο, λίγο-πολύ, κατά τον ίδιο τρόπο που ψαλλόταν αιώνες νωρίτερα. Και ενώ ο κλασικός φιλολογικός μας θησαυρός απολαμβάνεται κυρίως ως αντικείμενο μελέτης, οι ύμνοι μας παραμένουν εν χρήσει στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας και εξακολουθούν να πληρούν τον αρχικό σκοπό τους.
Στο άρθρο του Παπαδιαμάντη με τίτλο «Χριστούγεννα», γραμμένο το 1887, ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων» παραθέτει και τρία τροπάρια από την Η΄ Ωδή του Α΄ Κανόνα, αφιερωμένα στην προσκύνηση των Μάγων, δηλώνοντας ότι φρονεί αδιστάκτως ότι «είναι εκ των ωραιοτέρων λεκτικών καλλιτεχνημάτων πάσης εποχής». Αναφέρει μάλιστα ότι το σημειώνει αυτό χάριν εκείνων που νομίζουν από προκατάληψη ότι δεν εγράφοντο Ελληνικά κατά τον Ζ΄ και Η΄ αιώνα, «υποθέτωντας, καλοκαγάθως, ότι τα παρ’ ημών των σημερινών γραφόμενα είναι Ελληνικά, και ότι θ’ αναγνωσθώσι ποτέ ως Ελληνικά υπό των επιγιγνομένων».
Η παρατήρηση αυτή αποδείχθηκε όντως προφητική, αφού πολλοί δάσκαλοι διαπιστώνουν με λύπη ότι πολλοί σημερινοί μαθητές δεν είναι εις θέσιν να κατανοήσουν την γλώσσα του Παπαδιαμάντη εξαιτίας ατυχών πολιτικά ή ιδεοληπτικά υποκινουμένων μεταρρυθμίσεων.
Προστατεύοντας το αρχαίο κάλλος της υμνογραφίας μας
Η παρατήρηση αυτή είναι αξιοσημείωτη διότι δίνει έμφαση στο γεγονός ότι παρ’ όλο που η ελληνική γλώσσα έχει αλλάξει και εξελιχθεί με το πέρασμα των αιώνων, υπάρχει μια ιστορική συνέχεια που είναι αδιαίρετη. Η διαφύλαξη αυτής της συνέχειας περιλαμβάνει την μουσικότητα, το μέτρο και την προσωδία της γλώσσας, που δεν πρέπει να απορριφθούν συνοπτικά με πρόφαση την κατανόηση.
Δόξα τω Θεώ, σήμερα δεν λείπουν ούτε οι πόροι ούτε η τεχνολογία που επιτρέπουν να διατηρηθεί το «αρχαίο κάλλος» των γλωσσικών μας αριστουργημάτων και να διευκολυνθεί η κατανόηση των κειμένων μέσα από μεταφράσεις και επεξηγήσεις, για όσους χρειάζονται. Μάλιστα, η μέθοδος αυτή βοηθάει στην εννοιολογική κατανόηση των κειμένων ακόμη περισσότερο διότι όσοι έρχονται σε επαφή με αυτά όχι απλά τα ακούν παθητικά, αλλά τα επεξεργάζονται και διανοητικά.
Μια ακόμη σημαντική πτυχή που οφείλουμε να μην παραβλέπουμε είναι ότι οι ύμνοι αυτοί γράφτηκαν από μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, άγιοι πλήρεις Πνεύματος Αγίου. Ακόμη και ο πιο ταλαντούχος μεταφραστής θα αισθανόταν δυσβάσταχτο βάρος μπροστά στο εγχείρημα να μεταφέρει στην ακεραιότητα την έννοια ενός κειμένου που αποτελεί προϊόν θείας έμπνευσης, ενώ παράλληλα προσπαθεί να αναπαραστήσει και την ομορφιά του. Πολλοί διστάζουν ακόμη και όταν πρόκειται για λιγότερο πνευματικά δημιουργήματα, που ίσως εξηγεί γιατί οι περισσότερες όπερες παρουσιάζονται στις όπου γης λυρικές σκηνές στην πρωτότυπη γλώσσα τους… και κανείς δεν διαμαρτύρεται. Αντιθέτως, αν παρουσιαζόταν η μετάφραση αντί του πρωτότυπου ενδεχομένως να εξοργιζόταν το κοινό, το οποίο πλήρωσε εκατοντάδες ευρώ για να παρακολουθήσει το θέαμα.
Με αυτό το σκεπτικό, αξίζει να αναρωτηθούμε αν οι τοπικές Εκκλησίες στην Αμερική και αλλαχού θα πρέπει να υιοθετούν με τόση ευκολία μεταφράσεις της εκκλησιαστικής υμνολογίας για λατρευτικούς σκοπούς, ειδικά όταν ο σκοπός της κατανόησης μπορεί να επιτευχθεί απρόσκοπτα διαμέσου της τεχνολογίας, ενώ διαφυλάσσεται παράλληλα το αρχαίο κάλλος της υμνωδίας.
Θα ήταν προτιμότερο να αναζητούμε την σωστή εκτέλεση των ύμνων αυτών από καταρτισμένους ψάλτες και να τους αποδεχθούμε ως δώρα προσφερόμενα εις τον όλων Κοσμήτορα Χριστό από τους προπάτορές μας, που θέλησαν να δοξολογήσουν τον Κύριο με όλη την δύναμη της ψυχής και της γλώσσας τους.
Με αυτόν τον τρόπο, βάζουμε κι εμείς ένα μικρό λιθαράκι για να κοσμήσουμε τον κόσμο (<κόσμημα) και να λατρεύσουμε τον Ένσαρκο Λόγο του Θεού – την πηγή κάθε κοσμιότητας.
Χρόνια πολλά, καλά και ευλογημένα Χριστούγεννα!