Με τον εορτασμό του Πάσχα, της γλυκιάς Λαμπρής του Γένους μας, ο όπου γης Ελληνισμός τρανώς επιδεικνύει την πολιτιστική του ετερότητα, χάριν της οποίας καθίσταται οικουμενικός. Τα γνησιότερα στοιχεία της φιλοκαλίας, του κοσμοπολιτισμού, της ιεράρχησης αξιών και υπηρέτησης προτάσεων πανανθρωπίνου βεληνεκούς εκδηλώνονται αυθόρμητα από έναν λαό που «έρχεται από μακριά», όπως γράφει ο Ελύτης. Παρέα με «συλλέκτριες των κρόκων της Θήρας…πηγαιμένες με τον Άνεμο τον βόρειο, οι Μυροφόρες, ωραίες μες στα τριανταφυλλιά τους και τη χρυσή των αγγέλων αντανάκλαση… Μια ευτυχία των ματιών, που είναι και της ακοής και της αφής και του νου, αφού η φύση γίνεται μελετητή ταυτόχρονα κι απ’ όλες τις μεριές, ώσπου τελικά ν’ αφομοιωθεί από τη δεύτερη μας υπόσταση, ‘κείνην που ξέρει ενίοτε να γίνεται δέκτης εξαιρετικά σημαντικών και κατά τρόπο υπέροχο ακατανόητων πραγμάτων».

Αυτόν τον «τρόπο» υπουργεί ο πολιτισμός μας, ειδικά όταν τα καλλιστεύματά του καλλιεργούνται από αυθεντικούς φορείς του και καταφέρνει να ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια και τα συμπλέγματα που του επιβάλλουν οι χάσκοντες προς τα ξένα, οι αποστέργοντες τα ημέτερα, και μπορέσει να αναπνέει τον ελεύθερο αέρα του οικουμενικού Ελληνισμού. Διότι μέσα στην όλη δήθεν «προχώ», «εναλλακτική», «ψαγμένη», κτλ. στάση όσων επιχειρούν να αλλοτριώσουν την κοινή γνώμη σήμερα και τους κόπους που πεισματικά καταβάλλουν για να φτιασιδωθούν και να παρουσιαστούν ως ανόθευτοι «ευρωπαίοι», «επαναστάτες», «διεθνιστές», «απάτριδες», κτλ. (εξόχως δε «προοδευτικοί» ή «φιλελεύθεροι», όπου η έννοια των ξενικών αυτών λέξεων χάνεται στην μετάφραση ούτως ή άλλως), αδυνατούν να εξηγήσουν το εξής απλό: πώς γίνεται να εμπνέεις σεβασμό, όταν στερείσαι αυτοσεβασμό; Πώς γίνεται να σε πάρει στα σοβαρά η διεθνής κοινότητα, όταν το μόνο που μπορείς να προσφέρεις είναι μια παντομίμα ­– και μάλιστα ούτε σε καλής ποιότητας εκτέλεση; Όλα στην ζωή είναι ένα δούναι και λαβείν και εάν αληθεύει ότι «το έλαττον υπό του κρείττονος ευλογείται», τότε, όταν έλθεις σε ένα συναπάντημα (είτε λαών, είτε εθνών, είτε κοινοτήτων, είτε προσώπων) και δεν έχεις να προσφέρεις τίποτα το δικό σου, αρκούμενος απλά στον πιθηκισμό, είσαι… χαμένος από χέρι.

grecobooks-1

Ξεπερνώντας το σύμπλεγμα κατωτερότητας που διαμόρφωσαν οι δυτικόπληκτοι

Από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το αφόρητο σύμπλεγμα να μην φανούμε οθνείοι ενώπιον των «πεφωτισμένων και λελαμπρυσμένων της Εσπερίας εθνών» μας έχει οδηγήσει πολλές φορές σε ένα απίστευτο αυτομαστίγωμα, όπου γινόμαστε πρόθυμοι να απωλέσουμε ή να καταπιέσουμε διάφορα στοιχεία της προσωπικότητάς μας χάριν των ιδεολογικών αγκυλώσεων κάποιων μωροφιλόδοξων στον τόπο μας, που αγωνίζονται να κερδίσουν βαθμούς στον διαγωνισμό της παντομίμας. Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμη κάποιες καταβολές τόσο βαθιά κληρονομημένες στο είναι μας που δεν διαγράφονται, παρά των πεισματικών προσπαθειών των υπηρετών του παγκοσμίου οδοστρωτήρα (και του ιδίου οφέλους).

Μια από αυτές τις καταβολές είναι η γιορτή της Λαμπρής, όταν τρόποι, ήθη, έθιμα και διάφορα πολιτιστικά στοιχεία αιώνων αναπηδούν από τις ψυχές μας, καθώς ο κυκλωτικός χορός του πολιτιστικού τρόπου μας επαναλαμβάνεται, προσφέροντας όχι μόνο μοναδικά βιώματα σε εμάς, αλλά προκαλώντας το ενδιαφέρον, τον θαυμασμό ή ακόμη και το δέος στους ξένους, που έχουν, μέσω του τρόπου αυτού, την ευκαιρία να μας γνωρίσουν πιο αυθεντικά, και άρα, πιο ουσιαστικά.

Το μεγάλο προνόμιο και συνάμα η μεγάλη ευλογία να εορτάζεται το Πάσχα στην ελληνική εξοχή αναμφίβολα το αποζητούν όσοι προσπαθούν να περάσουν Πάσχα Ρωμέϊκο στο εξωτερικό, αλλά η στέρηση μετριάζεται και αμβλύνεται από το αίσθημα της πολιτισμικής αρχοντιάς που νοιώθει κανείς «σέρνοντας τον χορό» των μακραίωνων παραδόσεών μας, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των ξένων, που περιμένουν να ακούσουν την Κυριακή κλήση «έρχου και ίδε» από τους λειτουργούς, τους φορείς και τους αμφιτρύωνες αυτής της μεγαλειώδους πανηγύρεως.

Το Πάσχα ως σημείο αναφορά του Ελληνισμού

Όπως γράφει ο λαμπρός πανηγυριστής της Ρωμιοσύνης και του Πάσχα, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Οι Δυτικοὶ έχουσι τὰ Χριστούγεννα. Ημείς έχομεν τὴν Ανάστασιν. Αύτη είναι η βασίλισσα των εορτών, η πανήγυρις των πανηγύρεων ημών…Βαρὺς χειμὼν επικάθηται της φύσεως, γογγύζει ο βορράς καὶ πίπτουσιν αι χιόνες, καὶ τὰ καλὰ Χριστούγεννα συσπειρούνται πέριξ της σπινθηροβολούσης εστίας.  Αλλὰ πόσον διάφορον εικόνα παριστά η φύσις παρ᾿ ημίν, όταν οι κώδωνες των εκκλησιών εξαγγέλλωσι χαρμοσύνως τὴν Ανάστασιν! Τὸ έαρ συνεορτάζει μετὰ της Εκκλησίας, η φύσις συναγάλλεται μετὰ της πίστεως. Οι θύμοι των ορέων μοσχοβολούσιν, ο σμαράγδινος μανδύας των πεδιάδων ανακινείται ήρεμα υπὸ της ζεφυρίτιδος αύρας καὶ στίλβει διακέντητος εκ λευκανθέμων, αι ευωδίαι των εσπεριδοειδών βυθίζουσι τὰς ψυχὰς εις μυστικὰς εκστάσεις, τὰ ρόδα τὰ εφήμερα, τὰ αιώνια ρόδα, ξανθά, λευκά, ωχρά, πορφυρά, διηγούνται τὴν δόξαν του Κυρίου. Η Άνοιξις, ως άλλη μυροφόρος, ως της Μαγδαληνής Μαρίας αδελφή, κηρύσσει διὰ μυρίων στομάτων ότι “εώρακε τὸν Κύριον”. Δεύτε, εξέλθωμεν των σκοτεινών θόλων των ναών, οίτινες δὲν αφήνουσι τὴν χαράν μας νὰ εκραγή ακράτητος. Δεύτε, υμνήσωμεν τὸν Κύριον υπὸ τὸν σαπφείρινον καὶ αστερόεντα θόλον του ουρανού καὶ λάβωμεν τὸ φώς τὸ ανέσπερον καὶ αναμείνωμεν τὰ πρώτα μειδιάματα της κροκοπέπλου Ηούς. Τοιαύτην άραν ὁ Κύριος ανέστη, “ζωὴν τοις εν τοις μνήμασι χαρισάμενος».

Και αν τύχει, ειδικά στο εξωτερικό, και καταφθάσει το έαρ την «ενδεκάτην ώρα» ή ακόμη και μεθεόρτια, «φιλότιμος γὰρ ων ο δεσπότης, δέχεται τὸν έσχατον, καθάπερ καὶ τὸν πρώτον», όπως βεβαιοί ο ιερός Χρυσόστομος στον περίφημο Κατηχητικό του λόγο που αναγιγνώσκεται το βράδυ της Ανάστασης. Η εν μέρει απουσία της μυροβόλου ελληνικής άνοιξης, ζωγραφισμένη με ποικιλόχροα αγριολούλουδα, της μεθυστικής μυρωδιάς των οποίων η γλυκιά αύρα σκορπά ολούθε, επιχρυσωμένων από ηλιαχτίδες που χαϊδεύουν την πλάση και «άλατι ηρτημένα» από το πέλαγος που αγκαλιάζει τα πατρικά μας χώματα, αναπληρούται από την λάμψη των ματιών των ποικίλης εθνικότητας πληθυσμών, που θαυμάζουν τον ελληνικό λαό – όχι επειδή πασχίζει να τους μοιάσει και να αφομοιώσει τις συνήθειές τους όσο πιο πιστά μπορεί, αλλά αντιθέτως, επειδή διασώζει έναν τρόπο άγνωστο σε εκείνους, μα τόσο συναρπαστικό. Η υμνολογία και τα μελωδήματα, η χρήση της ελληνικής γλώσσας (την σημασία της οποίας αναγνωρίζουν προσέτι λόγω της χρήσης της στα πρωτότυπα κείμενα της Αγίας Γραφής, η οποία, δυστυχώς, δεν αξιοποιείται από την Ελλάδα όσο θα έπρεπε, με την στρατηγική διδασκαλία και διάδοσή της ως μέσον πολιτιστικής διπλωματίας), η συμβολική και η φιλοκαλία των τελετών αποτελούν για τους μη Ορθόδοξους φίλους μια διηνεκής πρόσκληση για μετοχή στον τρόπο μας, όπως και οι πανηγυρισμοί στα εορταστικά τραπέζια των Ελλήνων, στις «συντροφομαζώξεις» μας.

Άλλωστε, όπως συνεχίζει ο Παπαδιαμάντης στο Πασχαλινό άρθρο του, η Εκκλησία – η οποία αποτελείται από τον λαό της -, «Εις τὴν μεγάλην ευωχίαν της Αναστάσεως προσκαλεί πάντας, παρόντας καὶ απόντας, νηστεύσαντας καὶ μὴ νηστεύσαντας, πιστοὺς καὶ απίστους, καὶ τοὺς φέροντας ένδυμα γάμου καὶ τοὺς ἀγοραίον περιβαλλομένους ιμάτιον. Ώ μέθη της Νύμφης επὶ τη ανακτήσει του Νυμφίου, ώ μέθη τρισαγία καὶ ανερμήνευτος! Τὴν υψηλὴν ταύτην μέθην συναισθάνεται εν τη καρδία αυτού ο ελληνικὸς λαός, ως ουδεὶς άλλος λαός. Ουδεμία άλλη χριστιανικὴ εορτὴ κατέχει παρ᾿ αυτ τὴν θέσιν της εορτής του Πάσχα…  Δὲν εννοοῦμεν τὴν λάμψιν της Αναστάσεως άνευ της γλώσσης του τρομπονίου· καὶ η αγάπη χωρὶς φιλήματος είναι τὸ άνθος άνευ του αρώματος. Ο΄θτως υποδέχεται καὶ ο΄θτως αντιλαμβάνεται της εορτής του Πάσχα ο ελληνικὸς λαός. Αυτὰ τὰ ινόματα δι᾿ ών υποδηλούται τὸ Πάσχα χρησιμεύουσιν, όπως εμπνέωσιν εις αυτὸν ενθουσιασμὸν καὶ εξαίρωσιν εις κόσμους ονείρων, ως εν οθδεμιά άλλη εορτή».

Η Ανάσταση σηματοδοτεί και του Γένους την ανάσταση

Πρόκειται για την σαγηνευτική έλξη που ασκεί η γνησιότητα των συναισθημάτων που εκφράζονται, πολλές φορές ασυγκράτητα. Ειδικά στην σύγχρονη εποχή των «στημένων πλάνων» και του «fake news», η αλήθεια που διασώζεται και κοινωνείται αποτελεί όντως σημείο αναφοράς για όσους βλέπουν να σέρνεται αυτός ο όμορφος μεταφυσικός χορός και επιθυμούν διακαώς να μπουν και αυτοί στον κύκλο της αλληλοπεριχώρησης. Πώς αλλοιώς να γίνει, αφού «του ελληνικού Γένους η Λαμπρὴ ανατέλλει καὶ δύει εν θορυβώδει διαχύσει καὶ υπερτάτη αγαλλιάσει ανθρώπων, οίτινες εις τὰς φλέβας των τηρούσιν έτι ρανίδας τινὰς τοῦ αίματος των ἀγρίων καὶ ατιθάσων καὶ υπὸ τοῦ έρωτος της ελευθερίας βαυκαλωμένων πατέρων μας. Αρματωλικαὶ συνήθειαι, άγρία ποίησις πληρούσιν εκείνην».

Παρομοίως, η γιορτή του Πάσχα κατέχει τέτοια σπουδαία θέση στην Ρωμιοσύνη, που παραμένει αλληλένδετη και αδιαχώριστη με τον τόπο μας, τις ρίζες μας, τα αγαπημένα μας πρόσωπα που μόχθησαν και καλλιέργησαν την γη και σκεπάζονται άχρι καιρού υπ’ αυτήν, προσδοκώντας την Ανάσταση που χαρίζει ο Αναστάς Κύριος. Αλλά εκτός από την εσχατολογική Ανάσταση, υπάρχει το θέμα της παρούσας ανάστασης που προσδοκούμε για την Πατρίδα, παρακαλώντας τον νοητό Ήλιο της Δικαιοσύνης, τον ανατέλλοντα εκ του τάφου, να μην την λησμονήσει. Γι’ αυτό, «όταν λέγη Ανάστασις ο ελληνικὸς λαός, κρυφία τις χορδὴ αναπαλλομένη εις τὰ μυχιαίτατα της καρδίας του, υπενθυμίζει εις αυτὸν καὶ του Γένους τὴν ανάστασιν, καὶ ο Χριστὸς καὶ η Πατρὶς συναντώνται εν αυτώ ισοπαθείς καὶ ισόθεοι. Καὶ όταν λέγη Αγάπη ο ελληνικὸς λαός, εκφωνεί τὴν γλυκυτάτην των λέξεων, ήτις κατ᾿ εξοχὴν τονιζομένη εν τω Ευαγγελίω, καὶ ανακηρυσσομένη εν τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, παρέμεινεν Εν τΗ γλώσσΗ του τὸ κατ᾿ Εξοχὴν περιπαθὲς καὶ Εγκάρδιον ρΉμα, δι᾿ ού εκφράζει πάσαν στοργὴν καὶ πάντα έρωτα καὶ πάσαν αφοσίωσιν».

Κλείνοντας, επαναλαμβάνουμε την ευχή του μεγάλου Σκιαθίτη ότι «Τοιαύτην ώραν ο Κύριος ανέστη, “ζωὴν τοις ἐν τοις μνήμασι χαρισάμενος”. Εις ημάς τους εν τω βίω, ας χαρίση ζωὴν ζωής! Χριστὸς ανέστη»!

 

 

 

Written by

Χριστόφορος ΤΡΙΠΟΥΛΑΣ

Ο Χριστόφορος Τριπουλάς είναι πανεπιστημιακός και διδάσκει μαθήματα ρητορικής και διαπροσωπικής επικοινωνίας. Ασχολείται με την μετάφραση και την επιφυλλιδογραφία και είναι συντάκτης στην εφημερίδα Αριστεία.