
Ο άγγελος, ως λέγουν, της υστάτης
πορείας ξεναγός, επαναφέρει
την φεύγουσαν ψυχὴν εις τὰ γνωστά της
καὶ εις τὰ προσφιλή της μνήμης μέρη…
Απηύδησα νὰ κυλινδώ μοιραίως
του βίου μου τὸ άχθος πρὸς τὸ μνήμα,
κατάδικος ως η ψυχὴ φονέως
η σύρουσ᾿ απὸ του λαιμού τὸ θύμα.
Ποία σκληρὰ τὴν θύραν μου χεὶρ κρούει;
Οστών ως θραυομένων ειν᾿ ο κρότος·
τοιούτον κρότον πώς τὸ ούς ακούει;
Τοιούτο πώς τὸ όμμα πλήττει σκότος;
Τὰ έτη μου ησώτευσα εις μάτην,
παρείδον τὴν στιγμήν μου τὴν υστάτην·
εις μάτην τὰς φαιδράς, τὰς γλυκυτέρας
ηρίθμησα του βίου μου ημέρας…
Καὶ άν μαζί σου υπερβώ τὰ νέφη,
κ᾿ εις τὸν Θεὸν η χείρ σου αν μὲ φέρη,
τὸ πνεύμά μου οπίσω επιστρέφει
καὶ θεατὴς της γης νὰ μείνη χαίρει.
Ως ξένος εν τω μέσω της ερήμου
ζητεί τὸν πρὸ πολλού ταφέντα οίκον,
της προσφιλούς ζητεί καὶ η ψυχή μου
αλύσεώς της τὸν κοπέντα κρίκον.
Originally posted 2018-04-07 18:16:23.