
Τα εμπόδια που εγείρει η Γερμανία σε μια ενιαία και αποφασιστική ευρωπαϊκή αντιμετώπιση της τουρκικής προκλητικότητας καθιστούν την αναθεώρηση της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής μονόδρομο. Όταν προ 41 ετών η Ελλάδα εντάχθηκε επίσημα στην τότε ΕΟΚ ελάχιστοι μπορούσαν να φανταστούν ότι οι πολιτικές των Βρυξελλών, που ουσιαστικά διαμορφώνονται και επιβάλλονται από την Γερμανία, θα ευθύνονταν για την όξυνση των κυριοτέρων υπαρξιακών απειλών που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σήμερα.
Τα μεν αιματηρά μνημόνια που επέβαλλαν οι ευρωπαίοι «εταίροι» της Ελλάδας για να διασώσουν τις τράπεζές τους βύθισαν την χώρα σε πρωτοφανή για καιρό ειρήνης οικονομική ύφεση. Μυριάδες προσοντούχοι νέοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους στην πιο παραγωγική φάση της ζωής τους, ενώ οι πολιτικές της σκληρής λιτότητας που απαιτήθηκαν από την Γερμανία οδήγησαν στην υποβάθμιση των κρατικών υποδομών και στο ξεπούλημα της εθνικής περιουσίας.
Οι δε συνθήκες του Δουβλίνου μετέτρεψαν την χώρα σε μόνιμη κατοικία εκατοντάδων χιλιάδων λαθρομεταναστών, οδηγώντας στην σταδιακή αλλοίωση του εντόπιου πληθυσμού και ακόμη και στην αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας. Οι πακτωλοί χρημάτων των ευρωπαϊκών κονδυλίων για την διαχείριση του μεταναστευτικού καταλήγουν σε ΜΚΟ, οι οποίοι λειτουργούν ως κράτος εν κράτει και ενίοτε διάκεινται εχθρικά προς την τοπική εξουσία και τον ντόπιο πληθυσμό.
Η διάψευση της ευρωπαϊκής αλληεγγύης
Έστω ότι για τα δύο παραπάνω προβλήματα που απειλούν την Ελλάδα, ευθύνεται η ελληνική πολιτική ηγεσία, η οποία κατέστησε την χώρα ευάλωτη επειδή έθετε τις πελατειακές σχέσεις και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα υπεράνω του εθνικού συμφέροντος. Όμως, η απροθυμία της ΕΕ να υπερασπιστεί τα σύνορα και την εδαφική ακεραιότητα ενός δικού της έθνους κράτους έναντι κάποιας εξωτερικής απειλής δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί ακόμα και από τον πιο φανατικό ευρωλιγούρη.
Οι υπουργοί Εξωτερικών των χωρών της ΕΕ, οι οποίοι συνεδρίασαν με τηλεδιάσκεψη την περασμένη εβδομάδα, αποφάσισαν να επιβάλουν κυρώσεις εναντίον της…Λευκορωσίας(!), προσπερνώντας τις προκλήσεις της Τουρκίας εις βάρος δύο χωρών μελών – την Ελλάδα και την Κύπρο. Η απροθυμία της ΕΕ να προβεί σε αποφασιστικές ενέργειες εις βάρος της Άγκυρας αποδίδεται στις πιέσεις που άσκησε η Γερμανία υπέρ της Τουρκίας και στην δεδηλωμένη πρόθεση της να σύρει την Ελλάδα σε συνομιλίες με τους Τούρκους που θα ξεκινούν από μηδενική βάση.
Είναι προφανές ότι το μόνο που καταφέρνει η μη λήψη σκληρών μέτρων εις βάρος της Άγκυρας εκ μέρους των Βρυξελλών είναι να υποδαυλίζει την τουρκική προκλητικότητα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και να στερεί από την ελληνική διπλωματία πολύτιμα εργαλεία βάσει των οποίων διαμορφώνει την στρατηγική της εδώ και δεκαετίες. Ομοίως, η επιβολή συνομιλιών μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας σε μια περίοδο όπου η τουρκική παραβατικότητα βρίσκεται σε έξαρση ισοδυναμεί τον θύτη με το θύμα και αφαιρεί από την Ελλάδα κάθε μοχλό πίεσης. Άλλο να συνομιλεί η Αθήνα με μια Τουρκία η οποία βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού της οικονομικής καταστροφής και να έχει το δάκτυλο στην σκανδάλη για την επιβολή σκληρών οικονομικών κυρώσεων και άλλο να συνομιλεί ως το αποπαίδι της ευρωπαϊκής οικογένειας, ως η εξαίρεση κάθε κανόνα του κοινοτικού δικαίου.
Εθνική αυτοκτονία η παραπομπή των ελληνοτουρκικών στην Γερμανία
Η παράδοση της πρωτοβουλίας επίλυσης των διμερών προβλημάτων της Ελλάδος με την Τουρκία στην Γερμανία συνιστά τεράστιο λάθος, το οποίο ενδέχεται να πληρώσει ο Ελληνισμός ακόμη πιο ακριβά και από την αποδοχή των αιματηρών μνημονίων. Η ΕΕ μπορεί να συμπεριφέρεται στην Ελλάδα ως κράτος υπό καθεστώς μειωμένης ανεξαρτησίας μετά από την κρίση του 2009, όμως αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί εσαεί. Η αποδοχή κάθε αξίωσης των Βρυξελλών από την Αθήνα, ακόμη και όταν οι αξιώσεις αυτές βρίσκονται εκ διαμέτρου αντίθετα στα εθνικά συμφέροντα (ενδεικτικό παράδειγμα η Συμφωνία των Πρεσπών), συνιστά πολιτική και εθνική αυτοκτονία. Παρά την δυσχερή θέση στην οποία βρίσκεται, είναι προτιμότερο να επιστρέψει η Ελλάδα στην προ-Σημίτη στάση της και να δηλώσει αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει το δικαίωμα βέτο που της δίδεται όπου δει παρά να ευελπιστεί μάταια στην επιείκεια των εταίρων της παριστάνοντας το «καλό παιδί».
Παράλληλα, πρέπει να αρχίσει να αναπληρώνει το κενό που αφήνει η ένοχη απραξία των Βρυξελλών στα ελληνοτουρκικά με την αναζήτηση και καλλιέργεια άλλων συμμαχιών, σε διμερές ή πολυμερές επίπεδο, με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ και τρίτες χώρες. Το ενδιαφέρον της Γαλλίας για την περιοχή και η έμπρακτη στήριξη που εμφανίζεται πρόθυμη να προσφέρει δεν πρέπει να μείνει αναξιοποίητο από την Ελλάδα. Εάν οι περιστάσεις απαιτούν την αγορά εξελιγμένων οπλικών συστημάτων από το Παρίσι, έστω και σε εποχή ισχνών αγελάδων, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει άλλη επιλογή από το να αξιοποιήσει τις παρούσες συνθήκες προς όφελός της. Άλλωστε, η γλώσσα του χρήματος είναι διεθνής και ίσως τα κέρδη που θα αποκομίσει η Γαλλία να λειτουργήσουν ως πειστικότερο επιχείρημα στις ΗΠΑ και την Γερμανία από τις όποιες γενικές εκκλήσεις εγχωρίων πολιτικών προσώπων.
Προς μια Μεσογειακή Συμμαχία για την περικύκλωση της Τουρκίας
Πολλοί αναλυτές έχουν παρομοιάσει την σημερινή κατάσταση με αυτή που υπήρχε στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων. Και η τότε Ελλάδα αντιμετώπιζε πολλά από τα ίδια προβλήματα που την ταλανίζουν σήμερα. Η ταπεινωτική ήττα που υπέστη από τους Τούρκους το 1897 ήταν ακόμη νωπή, ενώ βρισκόταν υπό καθεστώς οικονομικής κατοχής από τους διεθνείς πιστωτές της. Παρ’ όλα αυτά, οι τότε ιθύνοντες βρήκαν τον τρόπο να κάνουν την κρίση ευκαιρία και να εξέλθουν ως οι μεγάλοι νικητές των Βαλκανικών Πολέμων. Καμμιά φορά, παρά τις αντιξοότητες και την «στημένη τράπουλα», η ιστορία γράφεται έπειτα από απρόβλεπτες ανατροπές.
Με το χαρτί της διασφάλισης των ελληνικών συνόρων από την ΕΕ να έχει ξεθωριάσει προ πολλού, είναι καιρός η Ελλάδα να επιχειρήσει να αντιμετωπίσει την Τουρκία μέσω μιας ευρύτερης Μεσογειακής συμμαχίας, η οποία θα υπόσχεται κέρδη για όλους τους συμμετέχοντες. Ευτυχώς, η θρασύτητα της Τουρκίας και η υποτιθέμενη γεωπολιτική της αξία τής έχουν δημιουργήσει την απαιτούμενη ψευδαίσθηση και υπεροψία για την στρατιωτική και πολιτική ισχύ της, ωθώντας την να ανοίξει πολλά μέτωπα ταυτόχρονα. Δεν είναι λίγες οι χώρες που θα έβλεπαν την ευκαιρία να απαλλαγούν από την τουρκική απειλή με καλό μάτι.
Εάν η Ελλάς μείνει άπραγη, κινδυνεύει να προδοθεί άλλη μια φορά από την Γερμανία και να βρεθεί ως υποτελής χώρα της νέο-Οθωμανικής Τουρκίας. Κάπου, αργά ή γρήγορα, θα πρέπει να δώσει την καθοριστική μάχη για να αποτρέψει τα σχέδια της Άγκυρας. Γιατί να μην δοθεί η μάχη αυτή με συμμάχους που έχουν πολλά να κερδίσουν και υπόσχονται να είναι πιο συνεργάσιμοι με την διεθνή κοινότητα;
Η Αθήνα και η Κύπρος πρέπει να δελεάσουν το Παρίσι με κάθε δυνατό μέσο ώστε να σχηματιστεί μια Μεσογειακή Συμμαχία που θα αποτελέσει απροσμάχητο ανάχωμα στις νέο-Οθωμανικές διεκδικήσεις.