Για τις αλληλένδετες φύσεις της ουτοπίας, της δυστοπίας και της πραγματικότητας, γράφει ο Δημήτρης Ψαλλίδας

Σε ένα κείμενο του πορτογάλου συγγραφέα Jose Saramago διαβάζουμε μια παράξενη δήλωση: «Οφείλω να σας πω μια κακή είδηση: εγώ δεν είμαι ουτοπιστής. Και μια χειρότερη είδηση: θεωρώ την έννοια της ουτοπίας ανώφελη και αρνητική». Πώς καταλήγει σε αυτή τη διατύπωση ο φύσει απαισιόδοξος αλλά πάντα ουμανιστής στοχαστής και συγγραφέας; Για ποιους λόγους άραγε φαίνεται να παραμερίζει και να υποβαθμίζει αυτή τη βαθιά ανάγκη των ανθρώπων να αποδεσμευτούν από μια πραγματικότητα που τους είναι δυσβάσταχτη και να προσεγγίσουν με τη σκέψη τους συνθήκες ζωής που προσιδιάζουν στο ιδανικό; Γιατί επιλέγει να στερήσει από τους ανθρώπους την ελπίδα της αλλαγής όσο απατηλή και σαθρή κι αν εμφανίζεται αυτή;

Η αναζήτηση συνθηκών που να υπερβαίνουν την καθημερινή εμπειρία μιας ζωής που ορίζεται από το άλγος , το μόχθο και το φόβο για το θάνατο και τις ξαφνικές και επώδυνες αλλαγές και να διασφαλίζουν μια αδιατάραχτη κατάσταση αρμονίας, χαράς και ειρηνικής συμβίωσης, φαίνεται πως είναι σύμφυτη με την παρουσία του ανθρώπου στον κόσμο. Ο άνθρωπος έντονα δυσαρεστημένος από την πραγματικότητα που βιώνει σε έναν κόσμο, τους βαθύτερους σκοπούς και νόμους του οποίου αγνοεί, εξακοντίζει τη σκέψη και τη φαντασία του σε σφαίρες ανοίκειες, που ξεπερνούν τα στενά όρια του χρόνου και του τόπου και επιζητεί να προσεγγίσει το αδύνατο, το άπιαστο, το αιθέριο. Μετατρέπεται έτσι σε δημιουργό και αιώνιο αναζητητή της μαγικής χώρας της Ουτοπίας.

grecobooks-1

«Ένας χάρτης του κόσμου που δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία δεν αξίζει ούτε μια ματιά, αφού παραλείπει τη μοναδική χώρα στην οποία αποβιβάζεται συνεχώς η Ανθρωπότητα», γράφει ο Oscar Wilde στο έργο του The Soul of Man under Socialism. Πολλοί στοχαστές – χαρτογράφοι ανά τους αιώνες υπήρξαν πλοηγοί και θαλασσοπόροι σε αυτά τα αχαρτογράφητα και επικίνδυνα νερά της Ουτοπίας. Από τον Πλάτωνα ως τον Thomas More και από τον Francis Bacon ως τον Ιταλό Giovanni Domenico Campanella και τον Etienne Cabet αυτοί οι φορείς του στοχασμού σχεδίασαν τα σκαριά τους και έκαναν το ριψοκίνδυνο ταξίδι, πλέοντας από διαφορετικές διαδρομές κατά μήκος των ομιχλωδών  ακτών της Ουτοπίας.

Στη Ζ’ Επιστολή του Πλάτωνα διαβάζουμε: «Μα στο τέλος βρήκα για όλες τις τωρινές πόλεις, πως όλες πέρα για πέρα, πολιτεύονται άσχημα. Γιατί οι νόμοι μέσα σε αυτές δεν είναι δυνατόν να βρουν γιατρειά χωρίς καμιά υπέροχη προπαρασκευή που να τη συντρέχει και η τύχη. Αναγκάστηκα λοιπόν να μείνω στη θεωρία και να επαινώ την ορθή φιλοσοφία, γιατί από αυτή είναι δυνατόν να δει κανείς τι είναι δίκαιο για την πόλη και τι για το άτομο. Τα βάσανα λοιπόν των ανθρώπινων γενεών δεν θα τελειώσουν, προτού έρθει στην εξουσία η γενιά εκείνων, που φιλοσοφούν ορθά και αληθινά ή προτού τη γενιά εκείνων που έχουν την εξουσία μέσα στις πόλεις, την σπρώξει κάποια θεϊκή μοίρα να φιλοσοφήσει αληθινά». Μείζων στόχος του Πλάτωνα υπήρξε η, μέσω ενός διδακτικού προγράμματος, προαγωγή της επιστημονικής γνώσης αλλά και ο συγκερασμός της πολιτικής εξουσίας και της γνήσιας επιστήμης. Στην προσέγγιση αυτή συναντάμε την ιδέα του ιδανικού ηγεμόνα στο πρόσωπο του φιλοσόφου – βασιλιά, ιδέα που θα αναπτυχθεί ευρύτατα στην Πολιτεία του. 

Η ολοκλήρωση της συγγραφής της Πολιτείας φαίνεται πως έγινε γύρω στο 375 π.Χ. περίοδο κατά την οποία ο Πλάτωνας βρισκόταν στην έκτη δεκαετία της ζωής του. Το έργο ξεκινά με το ερώτημα περί δικαιοσύνης και φτάνει στην αναζήτηση των στοιχείων που συνιστούν την ιδανική πολιτεία. Στη σκέψη του Πλάτωνα δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην ηθική και την πολιτική. Οι κοινωνικοί θεσμοί, οι νόμοι και η παιδεία αφορούν κυριότερα την ατομική ηθική και η πρωτεύουσα στόχευσή τους είναι να οδηγήσουν τον άνθρωπο στη σωφροσύνη , την ευδαιμονία και την ευτυχία μέσω της αυτογνωσίας. Θα μπορούσαμε με ασφάλεια να πούμε ότι στην Πολιτεία, η πολιτική βασίζεται στην ηθική και όχι το αντίστροφο. Το ιδεώδες κράτος για τον Πλάτωνα δεν προκύπτει από το μόρφωμα που ονομάζει ‘’ πρώτη πόλη ’’ και η θεμελίωσή της βασίζεται στη χρεία, την ανάγκη. Προκύπτει από μια διαδικασία κάθαρσης της πρώτης πόλης από τα στοιχεία που την καταδυναστεύουν. Μιας κάθαρσης που μόνο μετά την ολοκλήρωσή της μπορούμε να οδηγηθούμε στην ιδανική πολιτεία . Σύμφωνα με την πλατωνική προσέγγιση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της ιδανικής πολιτείας, η πόλη χωρίζεται σε τρείς κατηγορίες πολιτών με βάση την Αρχή της Εξειδίκευσης: α) Τους Φύλακες, τους σοφούς άρχοντες που κυβερνούν την πολιτεία, β) Τους Επίκουρους, στους οποίους επαφίεται το έργο της συνδρομής στους άρχοντες μέσω της φύλαξης της πόλης από εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς ,γ) Τους Δημιουργούς που αποτελούν το πλήθος των τεχνιτών και των αγροτών , η βασική αποστολή των οποίων εστιάζεται στην παραγωγή και τη διακίνηση των υλικών αγαθών. Σε κάθε μια από τις τρείς αυτές κατηγορίες αντιστοιχεί και το ανάλογο μέρος της ανθρώπινης ψυχής. Το λογιστικόν στους Φύλακες , το θυμοειδές στους Επίκουρους και το επιθυμιτικόν στους Δημιουργούς. Η έννοια της δικαιοσύνης λοιπόν μέσα στην πολιτεία, εντοπίζεται τελικά στο ότι κάθε μια από τις τρείς διαφορετικές ομάδες περιορίζεται αυστηρά μέσα στα πλαίσια των καθηκόντων της. Στην πλατωνική πολιτεία επικρατεί κοινοκτημοσύνη αγαθών, τα παιδιά θεωρούνται παιδιά όλης της πόλης, δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους , καθώς και σε ελεύθερους και δούλους. Αποστολή όλων είναι να θυσιάζονται για το κοινό καλό και την εύρυθμη λειτουργία της κοινότητας. Παρόλα αυτά στην πραγματική ζωή τίποτα δεν επαληθεύτηκε. Ο ίδιος ο Πλάτων φαίνεται πως έφτασε να θέσει σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή, στην προσπάθεια του να πραγματώσει τη δική του προσέγγιση της Ουτοπίας , όταν ενεπλάκη στην πολιτική σκηνή της Σικελίας. 

grecobooks-1

«Οι φιλόσοφοι αντιλαμβάνονται τα πάθη που μας βασανίζουν ως διαστροφές, στις οποίες οι άνθρωποι ενδίδουν από δικό τους φταίξιμο. Για αυτό και συνηθίζουν να τα περιγελούν, να τα οικτίρουν, να τα στηλιτεύουν ή ( όσοι θέλουν να δείχνουν πιο ευσεβείς ) να τα καταριόνται […]. Για αυτό και, ως επί το πλείστον, αντί για ηθική έγραψαν σάτιρα και δεν συνέλαβαν ποτέ μια πολιτική που να μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη. Αντίθετα θεωρείται ότι η πολιτική τους αποτελεί χίμαιρα ή ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνο στο νησί της Ουτοπίας ή στο χρυσό αιώνα των ποιητών, δηλαδή ακριβώς εκεί όπου θα ήταν εντελώς άχρηστη. Αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι σε όλες τις επιστήμες που έχουν πρακτική εφαρμογή η θεωρία απέχει από την πράξη αλλά στην πολιτική η απόσταση αυτή θεωρείται μεγαλύτερη. Και κανείς δεν κρίνεται λιγότερο κατάλληλος για τη διακυβέρνηση της πολιτείας από ότι οι θεωρητικοί ή οι φιλόσοφοι[…]. Όταν λοιπόν καταπιάστηκα με την πολιτική, δεν είχα πρόθεση να καταλήξω σε καινοφανή ή πρωτάκουστα συμπεράσματα αλλά μόνο σε όσα συνάδουν κατά τον καλύτερο τρόπο με την πράξη. Και επιδίωξα να τα αποδείξω με βεβαιότητα και αναμφίβολους συλλογισμούς, συνάγοντάς τα από την ίδια την κατάσταση της ανθρώπινης φύσης», γράφει στον Tractatus Politicus ο Baruch Spinoza, μια γνώμη που σχηματίστηκε μετά από τη γνώση που αποκόμισε από την αναπόδραστη επαφή του με τη σκληρή πραγματικότητα την Ενωμένων Επαρχιών του 17ου αιώνα. Τα περιθώρια για την επίκληση της Ουτοπίας στενεύουν όταν ο όχλος φτάνει στο σημείο να διαμελίσει στην κυριολεξία τους επικεφαλής της αντίπαλης πολιτικής παράταξης. Ο πραγματισμός και το ένστικτο της αυτοπροστασίας επιβάλουν δραστικές προτάσεις και λύσεις απομακρυσμένες από το όποιο φαντασιακό. Και μπορεί ο Πλάτωνας, ο οποίος έζησε από κοντά τη φρίκη του Πελοποννησιακού πολέμου και την ήττα της Αθήνας, να προσπαθεί να υπερβεί την πραγματικότητα, αντιπαραβάλλοντας σε αυτή την ιδανική – μυθική του πολιτεία, ο Spinoza όμως που βίωσε και ο ίδιος τη φρίκη των έντονων πολιτικών αλλαγών στην Ολλανδία του καιρού του, επιλέγει να μην κάνει το ίδιο. Αναγνωρίζει ότι ‘’ Οι τελευταίοι των Βαρβάρων ‘’ πάντα θα επιστρέφουν και καμιά Ουτοπία δεν κρίνεται ικανή να τους σταματήσει.

Αν η έννοια της Ουτοπίας γεννιέται ως μια προσπάθεια απάντησης στη ζοφερή πραγματικότητα, ο Sir Thomas More είχε πάρα πολλούς λόγους για να ψάξει τη δική του ουτοπική προοπτική κατά την εποχή του βασιλιά της Αγγλίας Henry VIII. «Λοιπόν πρώτα από όλα υπάρχουν ένα σωρό ευγενείς που ζούνε σαν κηφήνες από τη δουλειά των άλλων, με άλλα λόγια από τους ενοικιαστές τους, και συνεχίζουν να τους πίνουνε το αίμα με το να τους ανεβάζουν τα νοίκια κάθε λίγο[…]. Και να τι συμβαίνει έτσι: Κάθε λαίμαργος απομυζά τη γη που γεννήθηκε σαν καρκίνωμα καταπίνοντας τον έναν αγρό ύστερα από τον άλλο και μαντρώνοντας χιλιάδες εκτάρια με ένα φράχτη. Αποτέλεσμα: ξεσπιτώνει χιλιάδες γεωργούς. Ή τους εξαπατάνε ή τους εκφοβίζουν για να παραιτηθούν από την περιουσία τους ή τους κακομεταχειρίζονται συστηματικά μέχρι που τελικά υποχρεώνονται να την πουλήσουν. Όπως και να έχει το πράγμα, οι φουκαράδες αναγκάζονται να φύγουν: άντρες και γυναίκες, αντρόγυνα, χήρες και ορφανά, μητέρες και βυζανιάρικα παιδιά είναι αναγκασμένοι να φύγουν από τις εστίες τους που ξέρουν τόσο καλά και δεν μπορούν αλλού να εγκατασταθούν. Κι όλα τα υπάρχοντά τους δεν θα πιάνανε τίποτα, ακόμα κι αν μπορούσαν να αναμένουν μια καλή προσφορά. Μα δεν μπορούν να περιμένουν, έτσι παίρνουνε πολύ λίγα. Κι αυτά τα λίγα ξοδεύονται πάλι στο διάστημα που περιφέρονται, κι έπειτα τι άλλο μπορούν να κάνουν από το να κλέψουν και κατά συνέπεια να κρεμαστούν».

Άνιση κατανομή του πλούτου, αδικία, ανομία, πείνα και εξαθλίωση βασιλεύουν στη Αγγλία της εποχής του συγγραφέα του έργου ‘’ De optimo statu reipublicae deque nova insula Utopia ‘’  και τον ωθούν να γράψει πως: «Όσο υπάρχει ιδιοκτησία και το χρήμα αποτελεί μέτρο όλων των πραγμάτων, δεν νομίζω ότι ένα έθνος μπορεί να κυβερνηθεί δίκαια ή ευτυχισμένα. Δεν μπορεί δίκαια, επειδή τα καλύτερα πράγματα θα πέφτουν στο μερτικό των χειρότερων ανθρώπων. Δεν μπορεί ευτυχισμένα, επειδή όλα τα πράγματα θα τα μοιράζονται λίγοι, ενώ οι υπόλοιποι θα ζουν τελείως άθλια».

Σύμφωνα με τον Umberto Eco ένα σύστημα απαγορεύσεων φανερώνει ξεκάθαρα τις συνήθειες μιας εποχής. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ιδέες για την οργάνωση μιας ουτοπικής κοινωνίας. Αποτελούν τρόπον τινά έναν ανάποδο καθρέφτη, που παρουσιάζει τα πράγματα εκ διαμέτρου αντίθετα από ότι είναι στην πραγματικότητα. Η οικονομία στη νήσο Ουτοπία του More, η οποία έχει ως πρωτεύουσα την Αμαυρωτία, βασίζεται στη γεωργία. Οι πολίτες εκτός από την ενασχόλησή τους με τη γεωργία, εκπαιδεύονται και σε κάποια τέχνη η οποία συνήθως μεταβιβάζεται από πατέρα σε γιό, ενώ πολλές φορές ανάλογα με τις κλίσεις τους είναι ελεύθεροι να επιλέξουν την τέχνη της αρεσκείας τους. Όλες οι υποθέσεις ρυθμίζονται από τους ειρηνοδίκες, οι οποίοι φροντίζουν ώστε να εργάζονται όλοι. Στη χώρα της Ουτοπίας όλοι εργάζονται έξι ώρες, διαθέτουν οχτώ ώρες για ύπνο και τις υπόλοιπες μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν ελεύθερα, όπως επιθυμούν. Προκρίνεται η καλλιέργεια του νου και ο λαός παροτρύνεται να μορφώνεται και να ανταλλάσσει ιδέες στα αναγνωστήρια. Τα πολύτιμα μέταλλά και κάθε αντικείμενο επίδειξης δεν έχουν καμιά αξία στην Ουτοπία καθώς όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Lewis Mumford:«Εξουσία, πλούτος, υπόληψη και φήμη είναι αφαιρέσεις. Και οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζουν μόνο με αφαιρέσεις».

Όπως γράφει ο More για τα ιδανικά της Ουτοπίας του: «Το λογικό μας επιτάσσει να κρατάμε το μυαλό μας όσο γίνεται πιο απαλλαγμένο από το πάθος και όσο γίνεται πιο εύθυμο και να θεωρούμε πως είμαστε υποχρεωμένοι από τους δεσμούς της καλοσύνης και της ανθρωπιάς να κάνουμε ότι μπορούμε για να προάγουμε την ευτυχία όλων των άλλων ανθρώπων[…]. Συνάγουν από αυτό ότι κανένας δεν θα πρέπει να επιδιώκει τη βολή του ζημιώνοντας τους άλλους. Και συνεπώς πιστεύουν ότι όλες οι συμφωνίες μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρούνται αλλά πρέπει να τηρούνται και όλοι εκείνοι οι νόμοι, που τους έχει θεσπίσει ένας καλός Ηγεμόνας και δεν καταπιέζει τυραννικά το λαό ούτε και τον παρακάμπτει με απάτη, παρέχοντας όλα τα μέσα για να ζήσουμε καλά και να απολαύσουμε τη ζωή μας». Μπορεί σύμφωνα με την άποψη του Spinoza να είναι απαραίτητο, η πολιτεία να διασφαλίζει στους ανθρώπους την ελευθερία της σκέψης, που είναι αληθινή αρετή και δεν μπορεί να κατασταλεί και να τιμωρεί μόνο τις πράξεις και όχι τις ιδέες, αλλά ποιος μπορεί να διαχωρίσει με ασφάλεια τις εμπρηστικές ιδέες από τις επαναστατικές πράξεις; Η ενασχόληση με την Ουτοπία και την ατομική σκέψη που διαφεύγει από όλα τα στεγανά και τα τετριμμένα αποδεικνύεται πάντα ενοχλητική και επικίνδυνη. Στις 6 Ιουλίου του 1635 ο Thomas More θα αποκεφαλιστεί.

Στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης οι ελπίδες και τα οράματα για ένα καλύτερο μέλλον συμπορεύονται με τους φόβους για μια δυσοίωνη, καταστροφική εξέλιξη. Ουτοπία και δυστοπία συμπλέκονται και στις σκοτεινές γραμμές των συνόρων τους εμφανίζονται συγγραφείς όπως ο George Orwell, ο Aldous Huxley και o Ray Bradbury. Όπως αναφέρει ο Neil Postman: «Αντιθέτως με ότι πιστεύει ο πολύς κόσμος, ακόμα και οι άνθρωποι κάποιας παιδείας, ο Huxley και ο Orwell δεν έκαναν την ίδια προφητεία. Ο Orwell προειδοποιούσε ότι κάποια στιγμή θα επιβληθεί ένας έξωθεν αυταρχισμός. Αντιθέτως, για τον Huxley, δεν χρειάζεται Μεγάλος αδελφός για να στερηθεί η ανθρωπότητα την αυτονομία, την ωριμότητα και την ιστορική της μνήμη. Εκείνος πίστευε ότι σιγά σιγά οι άνθρωποι θα καταλήξουν να αγαπούν την καταπίεσή τους, να λατρεύουν την τεχνολογία και να αποδομήσουν την ικανότητά τους για σκέψη. Τον Orwell τον φόβιζαν οι άνθρωποι που θα απαγόρευαν τα βιβλία. Τον Huxley τον φόβιζε το γεγονός ότι δεν θα υπήρχε λόγος να απαγορευτεί ένα βιβλίο γιατί δεν θα βρισκόταν άνθρωπος πρόθυμος να διαβάσει. Ο Orwell φοβόταν εκείνους που θα μας στερούσαν την πληροφόρηση. Ο Huxley φοβόταν εκείνους που θα μας υπερπληροφορούσαν τόσο ώστε να καταντήσουμε πλάσματα παθητικά και εγωιστικά. Ο Orwell φοβόταν ότι η αλήθεια θα φυλασσόταν μυστική. Ο Huxley φοβόταν ότι η αλήθεια θα πνιγόταν σε έναν ωκεανό σύγχυσης. Ο Orwell φοβόταν ότι θα αναπτύσσαμε πολιτισμό υποτέλειας. Ο Huxley φοβόταν ότι θα αναπτύσσαμε πολιτισμό κοινοτοπίας. Με λίγα λόγια ο Orwell φοβόταν ότι θα μας καταστρέψουν αυτά που μισούμε. Ο Huxley φοβόταν ότι θα μας καταστρέψουν αυτά που αγαπάμε».

«Ξέρω το πώς, δεν ξέρω το γιατί», λέει ο ήρωας του 1984, Winston Smith, συμπυκνώνοντας σε μία πρόταση τις εσώτερες αγωνίες όλων των ανθρώπων ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου. Πολλές φορές οι συγγραφείς δυστοπικών ιστοριών χαρακτηρίζονται λανθασμένα ως προφητικοί, ενώ είναι απλά προσεκτικοί παρατηρητές της δικής τους καθημερινότητας και της πραγματικότητας σε έναν κόσμο που διατηρεί αναλλοίωτα τα κύρια χαρακτηριστικά του.  «Τα φώτα των ήλιων διαφέρουν αλλά υπάρχει μόνο ένα σκοτάδι», γράφει η Ursula Le Guin στο βιβλίο της The Dispossessed. Έξω από την επικράτεια του φωτός που προσφέρουν οι ήλιοι της Ουτοπίας παραμονεύει το αρραγές σκοτάδι της πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που ξεπερνά σε ζόφο κάθε προσπάθεια για δυστοπική περιγραφή. Μιας πραγματικότητας που μια κλεφτή ματιά σε αυτή μας επιτρέπει να ρίξουμε ο Θουκυδίδης, όταν περιγράφει τις φρικαλεότητες του εμφυλίου πολέμου στην Κέρκυρα, ανάμεσα στη δημοκρατική και την ολιγαρχική παράταξη: «Όταν οι Κερκυραίοι πληροφορήθηκαν ότι πλησιάζει αθηναϊκός στόλος και ότι τα εχθρικά καράβια είχαν φύγει, έμπασαν κρυφά μέσα στην πολιτεία τους Μεσσηνίους που έως τότε είχαν μείνει έξω από τα τείχη. Έδωσαν διαταγή στον στόλο που είχαν ετοιμάσει, να πάει στο Υλλαϊκό λιμάνι και, ενώ τα καράβια αρμένιζαν προς τα εκεί, οι δημοκρατικοί άρχισαν να σφάζουν όσους βρήκαν από τους αντιπάλους τους. Έσφαξαν και όσους είχαν μπει στα καράβια, αφού τους έπεισαν ν᾽ αποβιβαστούν. Πήγαν και στον ναό της Ήρας κι έπεισαν πενήντα ολιγαρχικούς να βγουν για να δικαστούν κανονικά και τους καταδίκασαν όλους σε θάνατο. Οι περισσότεροι, όμως, από τους ικέτες, βλέποντας τα όσα γίνονταν, άρχισαν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον μέσα στον ιερό περίβολο. Μερικοί κρεμάστηκαν από τα δέντρα και άλλοι αυτοκτόνησαν με άλλους τρόπους. Επτά ολόκληρες μέρες, όσες έμεινε ο Ευρυμέδων με τα καράβια του, οι Κερκυραίοι εξακολούθησαν να σκοτώνουν όσους συμπολίτες τους θεωρούσαν εχθρούς. Τους κατηγορούσαν ότι θέλησαν να καταλύσουν την δημοκρατία, αλλά πολλοί σκοτώθηκαν από προσωπικά μίση και άλλοι, που είχαν δανείσει χρήματα, σκοτώθηκαν από τους οφειλέτες τους. Ο θάνατος πήρε χίλιες μορφές και, ό,τι φρικαλέο γίνεται σ᾽ αυτές τις περιστάσεις, έγινε στην Κέρκυρα, κι ακόμα χειρότερα. Πατέρας σκότωνε το παιδί του, άρπαζαν ικέτες από τους ναούς και τους σκότωναν εκεί μπροστά, και άλλους τους έχτισαν μέσα στο ιερό του Διονύσου και τους άφησαν να πεθάνουν εκεί».

Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στο δοκίμιό του Από την Πίζα στην Αθήνα, αναφέρει πως ο Ezra Pound υπέπεσε σε μια μεγάλη πλάνη που είχε δύο σκέλη: Θεώρησε α) πως το δράμα του ανθρώπου λύνεται ορθολογικά και β) πως βρήκε τη λύση αυτός. «That I lost my center \ fighting the world.\ The dreams clash\ and are shattered \ and that I tried to make a paradiso terrestre». Ο ποιητής προσπαθεί να ιδρύσει το δικό του Παράδεισο επί γης χωρίς να αναλογίζεται το ευμετάβλητο των καταστάσεων, ξεχνώντας πως τίποτα δε διαρκεί παντοτινά σε αυτό τον κόσμο των αέναων εναλλαγών. Από την Πολιτεία του Ήλιου και τη Νέα Ατλαντίδα, ως τη Φρηλανδία και τη Ζιφαντία, από τη Σπενσονία ως την Ικαρία, αναρίθμητοι στοχαστές προσπάθησαν να θέσουν τις θεωρητικές βάσεις για την έλευση και την πραγμάτωση του ιδανικού, που θα ερχόταν να αντικαταστήσει ένα θλιβερό, γερασμένο και εκφυλισμένο κόσμο. Και ίσως οι προσπάθειες αυτές να μην τελεσφόρησαν και να έπεσαν στο κενό, χωρίς αυτό να σημαίνει πως έτσι ο άνθρωπος στερήθηκε τη δυνατότητα του να ονειρεύεται και να επικεντρώνει τη σκέψη του στη στόχευση ενός καλύτερου κόσμου για όλους.

«Όταν λέω ότι δεν είμαι ουτοπιστής οφείλω να πω με κάθε ειλικρίνεια ότι δε μου αρέσει ο λόγος περί ουτοπίας επειδή είναι ένας λόγος περί αυτού που δεν υπάρχει», συνεχίζει ο Jose Saramago. «Ουτοπία όπως όλοι γνωρίζουμε είναι ένας ου-τόπος. Δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ο δρόμος για να φτάσουμε μέχρι εκεί, ούτε το πότε θα φτάσουμε, αλλά το χειρότερο είναι η τρομερή παρεξήγηση στην οποία πέφτουν όλοι όσοι μιλούν για ουτοπία. Στο βάθος ουτοπία πρακτικά σημαίνει ότι εγώ, ως μέλος ενός συνόλου, χρειάζομαι ορισμένα πράγματα, αλλά έχω την επίγνωση του ότι δεν μπορώ να τα έχω τώρα – επειδή οι εχθροί είναι πιο ισχυροί, επειδή μου λείπουν τα μέσα, επειδή οι καρποί δεν είναι ώριμοι – και επομένως λέω: καλά αφού δεν μπορώ να τα έχω τώρα θα τα αποκτήσω κάποτε[…]. Εγώ νομίζω, πιο απλά, λιγότερο ρητορικά και, αν μου επιτρέπετε, λιγότερο δημαγωγικά, ότι ο μοναδικός τόπος στον οποίο πραγματικά η εργασία μας μπορεί να έχει αποτέλεσμα και αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να αναγνωριστεί, να συζητηθεί και να αμφισβητηθεί από μας, είναι η αυριανή μέρα. Το αύριο είναι η ουτοπία μας. Και με την εργασία που κάνουμε σήμερα, με τις μικρές μας ζωές και με τις σχετικές ελπίδες μας ότι αύριο θα είμαστε όλοι ζωντανοί, θα οικοδομηθεί το αύριο. Ας μη σκεφτόμαστε την ουτοπία».

 

 

Originally posted 2018-04-09 12:00:57.