
“Και καθώς η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά και φαινόταν ότι επικρατούσε ησυχία στα στρατόπεδα και κυρίως ότι οι στρατιώτες κοιμούνταν, εκείνη την ώρα ο Αλέξανδρος, ο γιος του Αμύντα, που ήταν στρατηγός και βασιλιάς των Μακεδόνων, αφού πλησίασε με το άλογό του τις προφυλακές των Αθηναίων, ζητούσε να συναντήσει τους στρατηγούς τους.
Λοιπόν, οι περισσότεροι από τους σκοπούς παρέμεναν στη θέση τους, άλλοι όμως πήγαν τρεχάτοι στους στρατηγούς.
Κι όταν έφτασαν, τους έλεγαν πως ήρθε κάποιος έφιππος απ’ το στρατόπεδο των Μήδων, που δεν άνοιξε το στόμα του να πει τίποτε άλλο, παρά μόνο πως θέλει να συναντήσει τους στρατηγούς, αναφέροντάς τους ονομαστικά. Κι εκείνοι, όταν άκουσαν αυτά, αμέσως ακολούθησαν στις προφυλακές.
Κι όταν έφτασαν, τους έλεγε ο Αλέξανδρος τα εξής: «Άνδρες Αθηναίοι, καταθέτω εμπιστευτικά στη φύλαξή σας αυτά τα λόγια, με την παράκληση να μείνουν απόρρητα, μονάχα στον Παυσανία να τα πείτε και σε κανέναν άλλο, για να μη με πάρετε στο λαιμό σας· γιατί δε θα μιλούσα, αν η έγνοια μου για ολόκληρη την Ελλάδα δεν ήταν μεγάλη. Γιατί κι εγώ στην καταγωγή ανέκαθεν είμαι Έλληνας και δε θα ήθελα να βλέπω την Ελλάδα να χάσει την λευτεριά της και να υποδουλωθεί.
Λέω λοιπόν πως στάθηκε αδύνατο οι θυσίες να δώσουν προγνωστικά που να ευφράνουν την ψυχή του Μαρδόνιου και του στρατού του· γιατί, τότε, θα είχατε έρθει στα χέρια εδώ και καιρό. Λοιπόν, τώρα αποφάσισε να κάνει πέρα τις θυσίες και, με το χάραμα της ημέρας, να δώσει μάχη· γιατί, όπως υποθέτω, τον έζωσε ο φόβος μήπως συναχτείτε περισσότεροι.
Μ’ αυτά τα δεδομένα, αρχίστε τις ετοιμασίες. Και πάλι, αν ο Μαρδόνιος αναβάλλει τη σύγκρουση και δεν την επιχειρήσει, κάντε κουράγιο μένοντας στη θέση σας· γιατί τα τρόφιμα που του εμειναν είναι για λίγες μέρες. Κι αν το τέλος του πολέμου έρθει όπως το θέλει η καρδιά σας, κάποιοι ας φροντίσουν να ξαναδώσουν και σε μένα τη λευτεριά, εμένα που για χάρη της Ελλάδας έχω κάνει μια τέτοια αποκοτιά απ’ τη λαχτάρα μου, θέλοντας να σας κάνω φανερές τις προθέσεις του Μαρδονίου, για να μην πέσουν ξαφνικά οι βάρβαροι επάνω σας την ώρα που δεν το περιμένατε.
Κι είμαι ο Αλέξανδρος ο Μακεδών».
Αυτά είπε και γύρισε με το άλογό του στο στρατόπεδο και στη θέση του.
Ηρόδοτος, IX 44-45
Originally posted 2019-09-19 15:43:09.