Για τον κόσμο και τον άνθρωπο στη σκέψη του στοχαστή από την Έφεσο, γράφει ο Δημήτρης Ψαλλίδας

Ύλη και σκοτάδι συνθέτουν τον κόσμο. Μέσα από τα σκοτάδια εμφανίζεται, ως ακτίδα φωτός,  το ερώτημα. Ποιος ρωτά; Γιατί ρωτά αυτό που ρωτά; Τι είναι αξιερώτητο; Το ερώτημα αποτελεί έναν τρόπο διάνοιξης στα πράγματα. Ανοίγει την οδό και αναγγέλλει την άφιξη του Λόγου. Αλλά δεν αρκεί. Μια απάντηση προϋποθέτει μονόπλευρα ένα ερώτημα. Αλλά το ερώτημα πρέπει να απαντηθεί. Ο φωτισμός του πράγματος ξεκινά με το ερώτημα αλλά ολοκληρώνεται με την απάντηση. Το ερώτημα ξεκινά από την πολλαπλότητα και καταλήγει στο συγκεκριμένο μέσω της απάντησης. Ο ερωτών θέτει σε κίνηση μια διαδικασία, την οποία ολοκληρώνει αυτός που απαντά. Υπάρχουν ευτυχείς συγκυρίες όπου τα δύο πρόσωπα ταυτίζονται. Η Σκέψη εκκινεί από το ερώτημα αλλά ολοκληρώνεται με την απάντηση. Ύπαρξη και Σκέψη ανέκαθεν συμβάδιζαν στο σκοτεινό κόσμο. «Οι άνθρωποι θέλουν να είναι σοβαροί αλλά δεν κατανοούν το πώς. Ανάμεσα στις πράξεις και στις τελετουργίες τους υπάρχει ο κόσμος και μέσα σε αυτόν τον κόσμο λυσσομανούν οι καταιγίδες, τα δέντρα σείονται με τον άνεμο κι όλα τα ζώα που έχει πλάσει ο Θεός ζουν και κινούνται, κι όμως αυτόν τον κόσμο οι άνθρωποι δεν τον βλέπουν. Βλέπουν τα έργα των χεριών τους ή βλέπουν αυτά που οι ίδιοι κατονομάζουν και προφέρουν ο ένας στον άλλον, ωστόσο ο κόσμος ανάμεσα είναι αόρατος στα μάτια τους». Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος έθεσε το ερώτημα και προσπάθησε να φωτίσει τις μύχιες γωνιές αυτού του κόσμου.

Ο άνθρωπος φαίνεται να αναζητά και να προσδοκά την ένωση του με τα πράγματα, με το Όλον που τον περιβάλλει και την ίδια στιγμή εμφανίζεται να διαχωρίζεται από αυτό το Όλον σαν να ήταν «κράτος εν κράτει». Έχει έμφυτη μέσα του την ιδέα του απείρου και ταυτόχρονα βρίσκεται να αναλώνεται αναγκαία στην ενασχόλησή του με το πεπερασμένο. Τη μια στιγμή προσπαθεί να ανοιχτεί, ώστε να καταλάβει, να κατανοήσει τον κόσμο και παράλληλα αυτοπεριορίζεται αποδίδοντας ανύπαρκτες ιδιότητες στα νοητικά του εργαλεία, συγχέοντας τις αιτίες με τα αποτελέσματα. Προσπαθεί να οριστεί από ένα σταθερό σημείο αλλά καθορίζεται συνεχώς από μια μεταβαλλόμενη και ασύλληπτη πραγματικότητα. «Το ένα και αέναο γίγνεσθαι, η αστάθμητη πραγματικότητα, που ακατάπαυστα δρα και γίνεται, χωρίς ποτέ να είναι – καθώς διδάσκει ο Ηράκλειτος – τρομάζει ως ιδέα. Μοιάζει με σεισμό: το έδαφος τρέμει κάτω από τα πόδια μας και δεν ξέρουμε που να σταθούμε», θα γράψει ο Nietzsche. Σε αυτό το τρεμάμενο, σεισμογενές έδαφος, όπου κυριαρχούν ο φόβος και η άγνοια,  έρχεται η σκέψη του Ηρακλείτου να φωτίσει τα σκοτάδια, με την προσωρινή λάμψη που προκαλεί ο κεραυνός. Τα σπαράγματα του Ηρακλείτου, που μας έχουν διασωθεί, λειτουργούν άραγε ως αινιγματικοί χρησμοί ή ως ξεκάθαρα μηνύματα για όποιον μπορεί να ‘’ακούσει’’, έστω κι αν αντί για την ακοή, οφείλει να χρησιμοποιήσει την όραση; «Τα μάτια είναι ακριβέστεροι μάρτυρες από τα αυτιά», αποφαίνεται ο Ηράκλειτος καλώντας τους ανθρώπους να ‘’ δουν ‘’ μέσω του Λόγου, να λειάνουν τους προσωπικούς τους φακούς, να εκλεπτύνουν εργαλεία που τη χρήση και την αξία τους θεωρούσαν, λανθασμένα μέχρι τώρα, δεδομένη.

www.grecobooks.com

Στα δύο πρώτα αποσπάσματα του διασωθέντος Ηρακλείτειου corpus διαβάζουμε: «Ενώ ο λόγος αυτός υπάρχει πάντα, ωστόσο οι άνθρωποι δεν τον κατανοούν, ούτε προτού τον ακούσουν, ούτε όταν τον πρωτακούσουν[…]. Για αυτό πρέπει να ακολουθούμε τον καθολικό λόγο (δηλαδή τον κοινό, γιατί ο καθολικός είναι κοινός). Κι ενώ ο λόγος είναι καθολικός, οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν σαν να έχουν ιδιωτική σκέψη». Ποιος είναι αυτός ο καθολικός Λόγος τον οποίο παραμελούν οι άνθρωποι καθώς είναι ασύνετοι; Γιατί υπάρχει αυτό το πριν και το μετά στο άκουσμά του; Ποιος φανερώνει το Λόγο και ποιος τον αφουγκράζεται; Στο απόσπασμα 72 διαβάζουμε πως ο Λόγος κυβερνά τα πάντα και οι άνθρωποι βρίσκονται σε στενότατη επαφή μαζί του παρότι συνεχώς του αντιτίθενται. Ο Λόγος αποτελεί την καθολική νομοτέλεια, την ουσία των πραγμάτων, η οποία ορίζει και καθορίζει τον κόσμο. Ο Λόγος δεν έχει διάρκεια αλλά είναι αιώνιος. Διαπερνά τον Κόσμο και δημιουργεί τον παλμό του. Είναι ο αιώνιος Χρόνος που παίζει.

Αντίθετα ο άνθρωπος δε γεννιέται έλλογος αλλά μπορεί να καθίσταται έλλογος υπό προϋποθέσεις. Ο Λόγος εμφανίζεται μέσα στον ανθρώπινο λόγο ως η πρώτη αληθής ιδέα, που μπορεί να δημιουργήσει τον αναστοχασμό και να γίνει το κάτοπτρο της δύναμής μας να γνωρίζουμε. Αν αρκεί να γνωρίζουμε, (να έχουμε έστω και μία αληθή ιδέα), για να γνωρίζουμε ότι γνωρίζουμε, με τον ίδιο τρόπο δεν είναι αναγκαίο να γνωρίζουμε ότι γνωρίζουμε , για να γνωρίζουμε. Ο άνθρωπος όμως παρακούει αυτό το Λόγο παρόλο που υπάρχει εντός του, για να ακολουθήσει το άκρως επισφαλές μονοπάτι της εγωιστικής, αποκομμένης από την ουσία των πραγμάτων και τις φυσικές επιταγές, ατομικής λογικής του. Έτσι καταντά να εμφανίζεται ως ἀξύνετος. «Γιατί αυτά (που αποκαλύπτει ο λόγος) δεν τα καταλαβαίνουν οι πολλοί, όσοι τα συναντούν, ούτε τα καταλαβαίνουν όταν τους τα διδάξουν άλλοι, πιστεύουν όμως ότι τα κατάλαβαν». Έτσι παρά την κοινότητα και το προφανές του Λόγου οι άνθρωποι περιφέρονται στον κόσμο ως ξένοι, ως κοιμώμενοι παρίες που αντιμάχονται τους αιώνια θεσμισμένους νόμους του σύμπαντος  . Βρίσκουν ευχαρίστηση στο βόρβορο των επιθυμιών και της άγνοιας, σκιές του πραγματικού εαυτού τους, καταδικασμένοι να μετεωρίζονται στο μεταίχμιο παρουσίας και απουσίας, ύπαρξης και ανυπαρξίας. «Όσοι δεν μπορούν να κατανοήσουν (τον αληθινό λόγο), όταν τον ακούν μοιάζουν με κουφούς. Για αυτούς μαρτυρεί το ρητό: παρόντες απόντες». Ο Ηράκλειτος όμως είναι κατηγορηματικός όταν στο απόσπασμα 73 γράφει: «Δεν πρέπει να ενεργούμε και να μιλάμε όπως αυτοί που κοιμούνται».

grecobooksΠοιο είναι όμως το ουσιαστικό περιεχόμενο αυτού του Λόγου, που εμφανίζεται κοινός για όλους και τι εκφράζει; Το απόσπασμα 50 έρχεται να το επισημάνει: «οὐκ ἐμοῦ, ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφόν ἐστιν ἓν πάντα εἶναι», «Αν ακούσετε όχι εμένα αλλά τον λόγο, είναι σοφό να ομολογείτε, ότι τα πάντα είναι ένα». Αυτό που μας λέει λοιπόν ο Λόγος, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, είναι ότι όλα είναι ένα. Ἕν Πάντα.  Μας φανερώνει τον αδιαίρετο χαρακτήρα της φύσης των πραγμάτων. Αλλά γιατί να ακούσουμε κάποιον που μας προτρέπει την ίδια στιγμή να μην τον ακούσουμε; Ποια εμπιστοσύνη μπορούμε να έχουμε σε κάποιον που χρησιμοποιεί το λόγο του, που αρθρώνει λόγο για να μας παροτρύνει να μη δώσουμε πίστη στα λεγόμενά του αλλά στο Λόγο; Ακούστε με αλλά ταυτόχρονα μην με ακούτε. Μήπως πρόκειται για αντίφαση ή για παράδοξο; Αντιθέτως ο Ηράκλειτος ξεκαθαρίζει στον έκπληκτο αναγνώστη πως ακόμα και η δική του εκφορά του λόγου, η ρήση του σοφού, ανήκει στη σφαίρα αυτού που ονομάζει «ἱδίαν  φρόνησιν», ιδιωτική σκέψη και έχει ελάχιστη αξία όταν συγκριθεί με την ουσία και την καθολικότητα του Λόγου.

Ο Ηράκλειτος καθοδηγεί τον αναγνώστη του να ξεχάσει για λίγο το λέγειν και να εγκολπωθεί το ἀκούειν. Να παραμείνει στη λυτρωτική  σιωπή μακριά από το θόρυβο των λέξεων και να χρησιμοποιήσει απερίσπαστος τις αισθήσεις του, να αφουγκραστεί. Και από τη στιγμή που θα παραμείνει υπομονετικά στη σιωπή και στη σταθερότητα της ακρόασης τότε μόνο μπορεί να ξαναχρησιμοποιήσει το λόγο ως ὁμολογεῖν αυτή τη φορά, να συμμετάσχει στο Λόγο, να πει μαζί με το Λόγο, να έρθει σε μια συμ- φωνία με τα πράγματα. Από το λέγειν στο ἀκούειν και από κει στο ὁμολογεῖν. Αυτός είναι ο δρόμος της σοφίας, η οποία επιτυγχάνεται ως παραίτηση από τον εγωισμό της ρηχής ιδιωτικής σκέψης και γίνεται συμμετοχή στα δώρα του Λόγου. « Η σοφία είναι μόνο ένα πράγμα: να γνωρίσει κανείς την αρχή που κυβερνά τα πάντα με τη βοήθεια των πάντων».

Κι όμως αυτό το Ένα συντίθεται από τα πολλά και δημιουργεί τον κόσμο των φαινομένων, της πραγματικότητας αλλά και της ψευδαίσθησης. Όλα φαίνονται να αντιμάχονται το ένα το άλλο. Η μέρα εναλλάσσεται με τη νύχτα, το θερμό με το ψυχρό, το σκληρό με το μαλακό, το ψηλό με το χαμηλό, η δύναμη με την αδυναμία, η ζωή με το θάνατο. Παντού και πάντα απαντάται ο δυισμός. Παντού και πάντα δύο αντίθετες δυνάμεις ερίζουν για την κυριαρχία, αντιμάχονται δημιουργώντας και καταστρέφοντας. «Ο πόλεμος είναι  πατέρας των πάντων και των πάντων βασιλιάς», αναφέρεται στο απόσπασμα 53. Πόση έμπνευση απαιτείται για να παρακάμψει κανείς το δυισμό και να οδηγηθεί στο αφαιρετικό συμπέρασμα ότι όλα είναι Ένα; «Συνδέσεις: σύνολα και μη σύνολα, ομόρροπο και αντίρροπο, ήχοι σε όμοιο τόνο και σε αντίθετο τόνο, κι από τα πάντα ένα και από το ένα τα πάντα». Ποια έναστρη καλοκαιρινή νύχτα συνελήφθη στην Έφεσο η ιδέα της αρμονίας που γεννιέται από τα αντίθετα; Να συντελέστηκε άραγε δίπλα στη θάλασσα κατά την παρακολούθηση της ρυθμικής και εναλλασσόμενης έλευσης και υποχώρησης των κυμάτων στην άκρη μιας ξεχασμένης ακτής; «Τα εναντιόδρομα έχουν ενιαία φορά. Από τα αντίθετα γεννιέται η ωραιότερη αρμονία». Πόση υπέρβαση χρειάζεται στη σκέψη για να ενοποιήσει κανείς αυτό που φαίνεται διαμετρικά αντίθετο; «Ο δρόμος προς τα πάνω, προς τα κάτω, είναι ένας και ο ίδιος». Ποια τα ερείσματα για κάθε ηθική, ποιο το σταθερό έδαφος για κάθε διάκριση, όταν όλα συγχωνεύονται; «Το ίδιο είναι το ζωντανό και το πεθαμένο, το ξύπνιο και το κοιμισμένο, το νέο και το γερασμένο. Γιατί αυτά, όταν μεταβληθούν, είναι εκείνα, κι αντίστροφα εκείνα, όταν μεταβληθούν, είναι αυτά[…]. Δεν καταλαβαίνουμε πώς κάτι που έχει μέσα του αντίθετες τάσεις, συμφωνεί με τον εαυτό του. Αρμονία αντίθετων τάσεων όπως του τόξου και της λύρας».

Αυτό το Ένα όμως ποτέ δεν είναι στατικό. Ρέει μέσα στο χρόνο και εμφανίζεται ως γίγνεσθαι. «Δεν μπορεί να μπει κανείς δύο φορές στο ίδιο ποτάμι», λέει ρητά ο Ηράκλειτος. Τα πάντα προχωράνε και κινούνται αενάως μέσα στο χρόνο, ο οποίος παρομοιάζεται με «παιδί που παίζει, που μετακινεί πιόνια. Η βασιλεία ενός παιδιού». Όπως θα γράψει ο Nietzsche:«Το κοντόθωρο μάτι του ανθρώπου και του ζώου μπορεί να τα βλέπει ακλόνητα και σταθερά, μα εκείνα δεν έχουν ύπαρξη καθεαυτή – είναι απλώς η αστραπή και η σπίθα διασταυρωμένων ξιφών, η λάμψη της νίκης στον πόλεμο των αντιφερόμενων ποιοτήτων». Για τον Ηράκλειτο ακόμα και ο ήλιος είναι κάθε μέρα καινούριος, το παρόν γίνεται παρελθόν και το μέλλον παρόν και όλο αυτό αδιάκοπα στο διηνεκές , καθώς έτσι επιβάλλει η νομοτέλεια των πραγμάτων, η δικαιοσύνη που θέλει αυτόν το ίδιο ήλιο να μην ξεπερνά τα καθορισμένα μέτρα.

Μέσα σε αυτό το ρέον και στατικό πλαίσιο, στο ένα αλλά και πολυδιάστατο, στο σταθερά μεταβαλλόμενο και αμετάβλητα σταθερό, ό άνθρωπος πρέπει να τοποθετήσει τον εαυτό του. Πρέπει να ξαναδημιουργήσει τον εαυτό του μέσα στον κόσμο και για τον κόσμο. «Αναζήτησα τον εαυτό μου», θα γράψει ο Ηράκλειτος στο απόσπασμα 101. Για τον Ηράκλειτο υπάρχει μια βαθιά και ουσιαστική φύση του ανθρώπου, η οποία βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση. «Για τους ξυπνητούς ο κόσμος είναι ένας και κοινός, ενώ ο καθένας από τους κοιμισμένους καταφεύγει στον δικό του κόσμο», αναφέρεται στο απόσπασμα 89. Ο μεταφορικός ύπνος συνδέεται με τις ιδιωτικές γνώμες, με την ἱδίαν φρόνησιν, που εμφανίζει τόσους διαφορετικούς κόσμους, όσα είναι και τα μυαλά των ανθρώπων. Η κατάσταση της εγρήγορσης ταυτίζεται με τη συμπόρευση με το Λόγο. Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο όλοι οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να φτάσουν στη φρόνηση. Αλλά η κατάκτησή της συνιστά μια δύσκολη ανάβαση που απαιτεί θέληση και θυσίες ως αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής. Ειδάλλως ο άνθρωπος θα παραμείνει πάντα εργάτης και συνεργός του κόσμου, όπως οι κοιμισμένοι, δούλος και υποχείριο των πραγμάτων. «Περισσότερο κι απ’ την πυρκαγιά πρέπει κανείς να κατασβήνει την έπαρση», διαβάζουμε στο απόσπασμα 43. Και στο απόσπασμα 110:«Δεν είναι το καλύτερο για τους ανθρώπους να εκπληρώνονται οι επιθυμίες τους». Ο Ηράκλειτος προκρίνει τη ζωή του στοχασμού και της αναγνώρισης του εαυτού αλλά και των ορίων του κόσμου. «Αν η ευδαιμονία βρισκόταν στις σωματικές απολαύσεις», γράφει, «τότε θα έπρεπε να πούμε ευτυχισμένα τα βόδια, όταν βρίσκουν να φάνε ρόβι». Ενώ οι άνθρωποι περιβάλλονται από το θαύμα του κόσμου που τους καλεί να το εξερευνήσου και να το βιώσουν ως το απώτατο άκρο του «οι πολλοί αρκούνται στο να χορταίνουν σαν τα ζώα». Ο άνθρωπος οφείλει να αναπλάσει τον εαυτό και να ζήσει παροντικά σε αυτό τον κόσμο χωρίς αναβολή καθώς: «Τους ανθρώπους τους περιμένουν μετά τον θάνατό τους, όσα ούτε ελπίζουν, ούτε φαντάζονται».

«Ο Ηράκλειτος ήταν περήφανος. Κι όταν ένας φιλόσοφος είναι περήφανος, τούτη η περηφάνια έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Η δράση του δεν τραβάει την προσοχή κανενός «κοινού», δεν ερεθίζει τις μάζες, δεν προκαλεί τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα των συγχρόνων του. Είναι ένας φύσει μοναχικός οδοιπόρος με ένα χάρισμα σπάνιο – το πιο αφύσικο κατά μία έννοια – αποκλειστικό κι εχθρικό προς κάθε παρόμοιο χάρισμα. Πρέπει τον εαυτό του να τον έχει φτιάξει αυτάρκη, τείχος αδαμάντινο, αγκρέμιστο, αφού όλα κινούνται ανάστροφα – εναντίον του[…]. Όσο για τη μοναξιά του Εφέσιου αναχωρητή του ναού της Αρτέμιδας, μονάχα στα όρη της πιο άγριας ερημιάς, παραλυμένος από την παγωνιά, μπορεί κανείς να τη νιώσει. Δεν εκπέμπει τούτος τη θέρμη καμιάς συμπόνιας, καμιάς λαχτάρας να «λυτρώσει» και να «σώσει»: μοιάζει άστρο χωρίς ατμόσφαιρα. Ρίχνει προς τα μέσα το φλογερό βλέμμα του, ενώ το μάτι του θωρεί σβηστό και παγωμένο σαν ψεύτικο, τον έξω κόσμο.         Ολόγυρά του στο φρούριο της περηφάνιας του, σκάνε τα κύματα της πλάνης και του παραλόγου», θα γράψει ο Nietzsche. « Ο Ηράκλειτος δεν περιγράφει παρά τον κόσμο της άμεσης εμπειρίας και μπροστά του νιώθει την ίδια χαρά με τον καλλιτέχνη μπρος στο έργο του. Θλιμμένο, μελαγχολικό, κλαψιάρικο, σκοτεινό και δηλητηριώδη, απαισιόδοξο και αντιπαθή τον βρήκαν μόνο όσοι δυσαρεστήθηκαν από ότι πρεσβεύει για την ανθρώπινη φύση[…]. Άλλωστε κάτι τέτοιοι διατύπωναν τόσες και τόσες μομφές σχετικά με το «σκοτεινό» λόγο του. Κανείς ποτέ ίσως δεν έγραψε πιο φωτεινά και ξεκάθαρα».

Μπροστά στα μάτια όσων βρίσκονται δίπλα στη θάλασσα ό ήλιος δε χάνεται πίσω από τα βουνά του ορίζοντα αλλά βουτά στο πέλαγος σαν δύτης, κυριολεκτικά δύει, καταδύεται. Όπως γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης: «Δέδυκε από το δύω σημαίνει: βούτηξε. Στην Ελλάδα, τόπο με διακόσια κατοικημένα νησιά και καμιά μυριάδα χιλιόμετρα ακρογιαλιές, ο Ήλιος, το Φεγγάρι και τα άστρα δεν πέφτουν, βουτούν». Δύει λοιπόν ο ήλιος, όπως δύτης από τη Δήλο χρειάζεται για να καταλάβει κανείς τα λεγόμενα του Ηρακλείτου, σύμφωνα με το Σωκράτη. Όμως «Πώς θα μπορούσε κανείς να μείνει κρυμμένος μπροστά σε αυτό (το φως) που δε δύει ποτέ;», ρωτά τον αναγνώστη του ο Ηράκλειτος. Πώς μπορεί κανείς να κρυφτεί από το αιώνιο, αείζωο πυρ, που ανάβει και σβήνει με ορισμένο μέτρο;              Πώς να ξεφύγει από το ένα, το μόνο σοφό, που «και θέλει και δεν θέλει να ονομάζεται Δίας»; Πώς μπορεί να ξεφύγει κανείς από τη νομοτέλεια και την ανώτερη φύση των πραγμάτων ενός κόσμου που «είναι ίδιος για όλα τα όντα»; Δεν μπορεί, μας ανακοινώνει ο Ηράκλειτος. Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει μέσα στον κόσμο και να προσπαθήσει να συμμετάσχει στη ροή του , να αντιληφθεί τη δύσκολη σημειολογία του, να προσπαθήσει να κάνει το άνοιγμα και ενορατικά να καταλάβει καθώς: «Ο άνακτας, στον οποίο ανήκει το μαντείο των Δελφών, ούτε λέει ούτε κρύβει αλλά σημαίνει, δείχνει με σημάδια». Μπορεί τέλος να γίνει μέτοχος στο μυστήριο του κόσμου και να αφεθεί στην ενατένιση και το θαυμασμό του μυστηρίου της ύπαρξης. «Μια φορά σ’ ένα ρέμα στο βουνό βρήκαν πέστροφες. Τις έβλεπες να στέκουν μες στο κεχριμπαρένιο ποταμίσιο νερό με τις λευκές ακρούλες των πτερυγίων τους να σαλεύουν απαλά απ’ το ρεύμα. Μύριζαν σαν βρύα κλεισμένα στη χούφτα σου. Γυαλιστερές και μυώδεις και συνεστραμμένες. Στις ράχες τους σχέδια σαν σκουλήκια, σαν χάρτες ενός κόσμου εν τω γεννάσθαι. Χάρτες και λαβύρινθοι. Για έναν τόπο που δεν επιστρέφει και δεν επανορθώνεται. Που ποτέ δεν θα γίνει όπως πριν. Στις βαθιές, στενές κοιλάδες όπου ζούσαν όλα ήταν αρχαιότερα απ’ τον άνθρωπο κι έβγαζαν μια μελωδία μυστηρίου».  

 

Originally posted 2018-06-09 12:00:05.