
Για τον εξωτερικό χαρακτήρα του θανάτου και την προσπάθεια συνειδητής γνώσης του σώματος, γράφει ο Δημήτρης Ψαλλίδας
Στο 614b της Πολιτείας του Πλάτωνα ο Σωκράτης μας διηγείται μια πολύ παράξενη ιστορία, η οποία ξεκινά με μία νεκρανάσταση. Ο Ήρ, ο γιός του Αρμένιου, παρόλο που σκοτώθηκε στον πόλεμο, ανευρίσκεται μετά από δέκα μέρες με το σώμα του άθικτο και τη δωδέκατη μέρα , ενώ είναι τοποθετημένος πάνω στη νεκρική πυρά, επιστρέφει ξαφνικά στη ζωή και αρχίζει να διηγείται όλα όσα είδε στον άλλο κόσμο. « Είπε ότι σαν βγήκε η ψυχή του, πορεύτηκε με άλλους πολλούς κι έφθασαν σε έναν τόπο δαιμονικό, όπου υπήρχαν δύο ανοίγματα της γης, δίπλα – δίπλα το ένα με το άλλο και απέναντί τους απάνω στον ουρανό άλλα δύο. Ανάμεσα σε αυτά κάθονταν δικαστές, οι οποίοι κάθε φορά που τελείωναν τη δίκη, τους μεν δίκαιους τους πρόσταζαν να ακολουθήσουν το δρόμο που έβγαζε προς τα δεξιά και προς τα πάνω μέσα από τον ουρανό, αφού προηγουμένως τους κρεμούσαν στο στήθος σημάδια της απόφασής που είχαν βγάλει, ενώ τους άδικους τους έστελναν από το δρόμο που ήταν στα αριστερά και οδηγούσε προς τα κάτω […]. Είδε έτσι εκεί τις ψυχές που έφευγαν μέσα από τα δύο ανοίγματα του ουρανού και της γης, αφού πια είχαν κριθεί, ενώ στα δύο άλλα ανοίγματα έβλεπε άλλες ψυχές, από το ένα να ανεβαίνουν, φεύγοντας από τη γη λερωμένες και βουτηγμένες στη σκόνη, κι από το άλλο άλλες ψυχές να κατεβαίνουν από τον ουρανό καθαρές» . Σύμφωνα με τον Ήρα, οι ψυχές που βρίσκονταν σε εκείνο τον τόπο, λάμβαναν τη δεκαπλάσια ανταμοιβή για όλα τα δίκαια έργα τους ή κατέβαλαν το δεκαπλάσιο τίμημα για όσα αδικήματα έπραξαν εν ζωή. «Εκεί πια, είπε, άνδρες αγριωποί που φάνταζαν σαν γλώσσες φωτιάς και στέκονταν πλάι στο άνοιγμα, ακούγοντας το μουγκρητό, άλλους μεν τους έπιαναν και τους τραβούσαν, τον Αρδιαίο όμως και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν χειροπόδαρα, μαζί και το κεφάλι, τους έβαλαν κατάχαμα και τους έγδαραν, έπειτα τους τράβηξαν έξω από το δρόμο, στο πλάι, σέρνοντάς τους απάνω σε ασπαλάθους, κι εξηγούσαν κάθε φορά στους περαστικούς γιατί το έκαναν αυτό και ότι τους πήγαιναν να τους ρίξουν στον Τάρταρο» .
Ο Ήρ αφού μας περιγράψει τη διάταξη του επέκεινα, αναλύει τον τρόπο με τον οποίο οι ψυχές επιλέγουν το είδος της επόμενης ζωής τους, πριν οδηγηθούν στον Αμέλητα ποταμό, που η πόση του νερό του προκαλεί τη λήθη των γεγονότων των περασμένων ζωών. «Σαν βράδιασε κατασκήνωσαν στις όχθες του ποταμού Αμέλητα, που το νερό του κανένα δοχείο δεν μπορεί να το κρατήσει […]. Και πίνοντας, ένας – ένας ξεχνούσε τα πάντα. Όταν κοιμήθηκαν και πια πήγε μεσάνυχτα, μια βροντή ακούστηκε και έγινε σεισμός, και ξαφνικά άρχισαν από εκεί να πετάγονται προς τα πάνω σαν αστροβολίδες άλλος εδώ άλλος αλλού, κατά εκεί που θα άρχιζαν τη νέα ζωή τους. Στον Ήρα όμως απαγορεύτηκε να πιεί από αυτό το νερό. Από πού και πώς ξαναγύρισε στο σώμα του δεν το ήξερε, είπε, αλλά ξαφνικά, ανοίγοντας τα μάτια του, είδε πως ήταν πρωί και πως ήταν ξαπλωμένος απάνω στην πυρά» .
«Lasciate ogne speranza, voi ch’intrare», αναφέρει η επιγραφή της εισόδου του Κάτω Κόσμου σύμφωνα με τον Dante Alighieri, «Εσείς που μπαίνετε, ξεχάστε κάθε ελπίδα». Εισερχόμενοι στην επικράτεια του θανάτου, συναντιόμαστε με το απροσπέλαστο, βαδίζουμε στα σκιερά μονοπάτια του άγνωστου, εκεί όπου, «Είχε βασιλέψει ο ήλιος κι όλες οι στράτες ήταν ισκιωμένες». Μπορεί άραγε η γνώση όσον αφορά το θάνατο να επέλθει ως προϊόν εμπειρίας, αποστερημένη από εικασίες και φαντασιοπληξίες ή βρίσκεται πέρα και έξω από κάθε εμπειρία; Αποτελεί ο θάνατος κομμάτι της ζωής ή είναι ευδιάκριτες οι διαχωριστικές γραμμές τους; Πεθαίνει κανείς αν δεν έχει ζήσει πρώτα αληθινά, αν δεν έχει ανακαλύψει και βιώσει την ουσία της ζωής; Τι γίνεται με το λεγόμενο άφθαρτο κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασης, την ψυχή; Και τι είναι η ζωή αν όχι ένας φωτεινός διάττων, μια πρόσκαιρη λάμψη, μια φωτεινή κοφτή ανάσα ,ανάμεσα στα σκοτάδια του πριν και του μετά; Ερωτήματα σύμφυτα με την ανθρώπινη ύπαρξη και την ανάγκη της για τη διατήρηση του Είναι της, αδιαχώριστα από τη μάχη της για την κατάκτηση της αιωνιότητας ενάντια στη στιγμή, του απείρου ενάντια στο πεπερασμένο, του άφθαρτου ενάντια στο φθαρτό.
Ο θάνατος είναι σταθερός συνοδοιπόρος του ανθρώπου από την αυγή του χρόνου. Ενώ η επικράτεια των αθανάτων θεών είναι ο ουρανός, όπου τρέφονται με αμβροσία και πίνουν νέκταρ, στον άνθρωπο απομένει η γη και η μοίρα του θανάτου, ενός θανάτου ο τρόπος και η περιγραφή του οποίου διαφοροποιούνται από εποχή σε εποχή. Στο έργο Έργα και Ημέραι του Ησίοδου έχουμε τη μυθολογική αφήγηση της ζωής και του θανάτου κατά την πρώτη εποχή των ανθρώπων, τη λεγόμενη Χρυσή εποχή: « Στην αρχή – αρχή χρυσό έπλασαν το γένος των φθαρτών ανθρώπων οι αθάνατοι που κατοικούν στου Ολύμπου τα παλάτια. Αυτοί (οι άνθρωποι) υπήρχαν τον καιρό του Κρόνου, όταν βασίλευε στον Ουρανό. Ζούσαν σα θεοί, μη έχοντας καμιά έγνοια στο μυαλό τους και μακριά κι έξω από κόπους και βάσανα. Ούτε υπήρχαν τα γερατειά που εμείς τα τρέμουμε, κι έχοντας πάντα νεανικά τα χέρια και τα πόδια γλεντοκοπούσαν σε συμπόσια μακριά από κάθε κακό. Και πέθαιναν σαν να τους έπαιρνε ο ύπνος . Ο θάνατος επέρχεται ήρεμα σα γλυκός ύπνος , χωρίς τη σωματική φθορά και τους πόνους, που σύμφωνα με την κοινή εμπειρία, τον συνοδεύουν. Με το πέρασμα των εποχών όμως και τη συνεχή πτωτική πορεία του ανθρώπινου γένους όλα αυτά διαφοροποιούνται. Ο άνθρωπος βιώνει ταλαιπωρίες και βάσανα, κερδίζει τη ζωή του δύσκολα, με πολλή κόπο και ιδρώτα, η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής μειώνεται αισθητά και εμφανίζεται στο προσκήνιο ο φόβος της έλευσης του θανάτου, ενός θανάτου ο οποίος παρουσιάζεται αδυσώπητος και σκληρός και οδηγεί τους ανθρώπους στη χώρα των Σκιών του Κάτω Κόσμου.
Στο Έπος του Γκιλγκαμές διαβάζουμε την ανατριχιαστική περιγραφή αυτού του ζοφερού κόσμου. «Φίλε μου, πες μου το νόμο του υποχθόνιου κόσμου που γνωρίζεις. Όχι δεν σου τον λέω, φίλε μου, γιατί αν σου πω το νόμο του υποχθόνιου κόσμου, μπροστά μου θα καθίσεις και θα κλαίς. Ε λοιπόν εγώ θέλω να καθίσω και να κλάψω! Μάθε λοιπόν πως ότι πιο πολύτιμο είχες, ότι άγγιζες θωπευτικά, ότι γλύκαινε την καρδιά σου, σάμπως φθαρμένο ρούχο χάσκει τώρα φαγωμένο απ’ τα σκουλήκια. Ότι είχες πιο πολύτιμο, ότι άγγιζες θωπευτικά, ότι γλύκαινε την καρδιά σου, σήμερα κάτω από τη σκόνη είναι θαμμένο». Ο κόσμος της αντίπερα όχθης είναι ο τόπος της απώλειας των επίγειων αγαθών, τόπος μαρασμού, άγνοιας και αιώνιας μοναξιάς. «καὶ οἱ νεκροὶ οὐκ εἰσὶ γινώσκοντες οὐδέν· καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς ἔτι μισθός, ὅτι ἐπελήσθη ἡ μνήμη αὐτῶν».
Η αφήγηση της διάρθρωσης και της λειτουργίας του κόσμου του επέκεινα, απαιτεί την ύπαρξη ενός αυτόπτη μάρτυρα, με προσωρινό βέβαια διαμονητήριο. Στην περίπτωση της Οδύσσειας, ο ίδιος ο πρωταγωνιστής μας διηγείται την εμπειρία του από την κάθοδό του στον Κάτω Κόσμο και την επαφή του με τις ορδές των νεκρών. Ολόκληρη η ραψωδία λ είναι αφιερωμένη σε αυτό το παράδοξο ταξίδι κατά το οποίο ο ήρωας, στο δρόμο της αναγέννησης και της αναζήτησης του αληθινού του Εαυτού, κατεβαίνει συμβολικά στον Άδη. «Κι από το Έρεβος αρχίσανε να συγκεντρώνονται οι ψυχές των νεκρών του Κάτω Κόσμου. Νυφούλες και παλληκάρια και πολυβασανισμένοι γέροι και νέες κοπέλες με καινούριο πένθος στην ψυχή, και πολλοί πληγωμένοι με χάλκινα δόρατα, άντρες σκοτωμένοι στον πόλεμο, με τα όπλα τους αιματοβαμμένα. Αυτοί μπουλούκια μαζεύονταν άλλος από δω κι άλλος από κει, γύρω στο λάκκο, με μεγάλο θόρυβο, ενώ εγώ είχα χλομιάσει από το φόβο […]. Πώς άφησες του ήλιου το φώς κι ήρθες, δυστυχισμένε, να δεις τους πεθαμένους και τη θλιβερή τους κατοικία»; Οι συνθήκες στη χώρα των Σκιών είναι τόσο ζοφερές σε σύγκριση με τη ζωή των ανθρώπων στη γη, ώστε όταν ο Οδυσσέας συναντά τον Αχιλλέα, τον ακούει να λέει με παράπονο: «Μη θες να με παρηγορήσεις για το θάνατο έξοχε Οδυσσέα. Θα προτιμούσα να είμαι αγρότης και να παίρνω μισθό δουλεύοντας σε άλλον, άνθρωπο φτωχό, που δεν θα είχε μεγάλη περιουσία, παρά να βασιλεύω σε όλους τους νεκρούς του Κάτω Κόσμου». Το ταξίδι της επιστροφής στην Ιθάκη περνά αναγκαστικά από το μονοπάτι του Θανάτου. Του θανάτου των συντρόφων, του θανάτου του Εγώ, του θανάτου των μνηστήρων. Ο Οδυσσέας έφυγε από την πατρίδα του ως βασιλιάς, αλλά θα επιστρέψει ως νεκρός, ως μια αόριστη φήμη που πλανάται στο μεταίχμιο των δύο κόσμων, φορώντας τα ράκη του ζητιάνου και κρύβοντας μια ταυτότητα, που μέλλει να λάμψει στην ώρα της για να διεκδικήσει όλα όσα στερήθηκε.
Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο: «Τους ανθρώπους τους περιμένουν μετά τον θάνατο τους, όσα ούτε ελπίζουν ούτε φαντάζονται». Η έννοια των μετά θάνατον απολαβών συναντάται και στο λόγο του Εφέσιου στοχαστή, καθώς πληροφορούμαστε πως αυτοί που πεθαίνουν για υψηλότερους σκοπούς παίρνουν μεγαλύτερες αμοιβές. Στην προσέγγιση του Ηράκλειτου όμως υπάρχει μια παράδοξη σύζευξη ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο καθώς: «Θάνατος είναι όσα βλέπουμε όταν είμαστε ξύπνιοι και ύπνος όσα βλέπουμε όταν κοιμόμαστε». Οι άνθρωποι ακόμα και όταν είναι ζωντανοί λειτουργούν ως «παρόντες απόντες» γιατί «δεν έχουν συνείδηση τι κάνουν στον ξύπνιο τους, όπως λησμονούν όσα είδαν στον ύπνο τους». Η έλλειψη της συνειδητής πρακτικής από τη ζωή, παρομοιάζεται με απουσία και εξομοιώνεται με το θάνατο, καθώς ο άνθρωπος εγκαταλείπει τον εαυτό του στο τυχαίο, όταν ενεργεί και μιλά όπως αυτοί που κοιμούνται. Εδώ, η στόχευση της σκέψης ξεφεύγει από το άδηλο του θανάτου και μετατοπίζεται στην άγνοια των ζώντων, που λειτουργούν ως : «εργάτες και συνεργοί όσων συμβαίνουν στον κόσμο».
Μπορεί κατά τις αφηγήσεις της σκανδιναβικής μυθολογίας ακόμα και οι θεοί να συναντούν το θάνατο, όταν επέρχεται το Ragnarök, γνωστό ως λυκόφως των θεών, το οποίο συνιστά το τέλος του κόσμου, αλλά για τον Επίκουρο δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο καθώς: «Αυτό που είναι στον ύψιστο βαθμό μακάριο και αθάνατο, ούτε το ίδιο ενοχλείται από τίποτα, ούτε και ενοχλεί οτιδήποτε άλλο». Για τον Σάμιο φιλόσοφο, ήταν ισχυρή η πεποίθηση ότι ο θάνατος περιγράφεται από την παντελή απώλεια συνείδησης και άρα δεν μπορεί να αποτελέσει προϊόν εμπειρίας, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κανένας λόγος να προκαλεί τόσο φόβο στους ανθρώπους: «Ο θάνατος δεν είναι τίποτα για μας, γιατί αυτό που έχει καταλυθεί δεν έχει αντιληπτικό αίσθημα και αυτό που δεν έχει αντιληπτικό αίσθημα δεν μας ενδιαφέρει». Η απαξίωση του φόβου του θανάτου συναντάται και στη σωκρατική σκέψη, αλλά από μια διαφορετική σκοπιά. «Το να φοβάται κανείς το θάνατο δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά το ότι θεωρεί τον εαυτό του σοφό, ενώ δεν είναι. Δηλαδή νομίζει ότι ξέρει πράγματα, που δεν ξέρει. Γιατί, ενώ κανείς δεν ξέρει αν ο θάνατος ίσως είναι ακόμη και το πιο μεγάλο καλό για τον άνθρωπο, τον φοβούνται σαν να ξέρουν καλά, ότι είναι το πιο μεγάλο κακό”. Και μπορεί ο Σωκράτης να χρησιμοποιεί και εδώ το σύνηθες σκωπτικό ύφος του για να επισημάνει το άδηλο της κατάστασης του θανάτου, αλλά στην Απολογία τον ακούμε να λέει: «Αλλά και εσείς, φίλοι μου, πρέπει να αντιμετωπίζετε με αισιοδοξία το θάνατο, πεπεισμένοι ότι αυτό το πράγμα είναι αλήθεια, ότι δηλαδή ο καλός άνθρωπος δεν μπορεί να πάθει κανένα κακό ούτε όσο ζει, ούτε όταν πεθάνει και ότι οι θεοί δεν αδιαφορούν για την τύχη του». Ποιό δικαστήριο μπορεί να τιμωρήσει και ποιο δηλητήριο μπορεί να αποσυνθέσει το φορέα μιας τέτοιας πεποίθησης;
Για την παλιά σκέψη της Ανατολής, ο θάνατος δεν είναι απλά συνυφασμένος με την άγνοια αλλά επέρχεται ως αποτέλεσμα της. Στο ινδικό έπος Mahabharata διαβάζουμε: «Οι σοφοί ξέρουν ότι από την άγνοια προέρχεται ο θάνατος. Μα εγώ λέω ότι η άγνοια είναι ο ίδιος ο θάνατος και επομένως η απουσία άγνοιας είναι αθανασία». Ο ίδιος ο άνθρωπος επιτρέπει στο θάνατο να εισχωρήσει μέσα του λόγω του αστόχαστου βίου του: «Η φυσική τάση του ανθρώπου να αναζητά σκοπούς που είναι απατηλοί, είναι η μόνη αιτία που οδηγεί στο λάθος […]. Αυτό που σκοτώνει τον άνθρωπο είναι πρώτα από όλα η επιθυμία των απολαύσεων. Σύντομα ακολουθεί το πάθος και η οργή. Αυτά τα τρία οδηγούν τους ανόητους στο θάνατο. Εκείνος που έχει ελευθερώσει την ψυχή του, ξεπερνά τα εμπόδια με τη βοήθεια της αυτογνωσίας. Τι μπορεί να κάνει ο θάνατος σε ένα άτομο που η ψυχή του δεν περιορίζεται ούτε παρασύρεται από την επιθυμία; Για αυτόν ο θάνατος δεν κρύβει τρόμο, αλλά τον βλέπει σαν μια αχυρένια τίγρη . Εδώ ο ενορατικός στοχασμός αποδέχεται τη νομοτέλεια της εναλλαγής η οποία περιγράφει ένα αδιαχώριστο Όλον. Η δυαδικότητα στην οπτική είναι απλά φαινομενική. Ζωή και θάνατος εναλλάσσονται αενάως, μέχρι την τελική απελευθέρωση του εαυτού και την ένωσή του με το αιώνιο, που μορφοποιεί τα πάντα: «Σαν το στάρι ο θνητός ωριμάζει και πέφτει και σαν το στάρι ξαναγεννιέται. Μα οι σοφοί δε θλίβονται ούτε για τους νεκρούς, ούτε για τους ζωντανούς. Οι υλικές επαφές γεννούν το κρύο και τη ζέστη, την ευχαρίστηση και τη δυσαρέσκεια, που έρχονται και φεύγουν και είναι εφήμερα. Αυτά υπόμενέ τα, γιατί ο άνθρωπος εκείνος που αυτά δεν τον ταράζουν, ο σταθερός, που μένει ίδιος και στα δυσάρεστα και στα ευχάριστα, αυτός είναι άξιος για την αιώνια ζωή […]. Μάθε πως δεν καταστρέφεται Εκείνο που διαχέει όλο τούτο. Και αυτού του άφθαρτου κανείς δεν μπορεί να προκαλέσει την καταστροφή. Πως έχουν τέλος τα σώματα τούτα, γνωστό είναι. Μα ο κάτοικος του σώματος είναι αιώνιος, άφθαρτος, απεριόριστος. Αυτός ποτέ δε γεννιέται, ούτε ποτέ πεθαίνει, ούτε και αφού έχει υπάρξει παύει να υπάρχει. Αγέννητος, διηνεκής, αιώνιος, αρχέγονος, αυτός δεν θανατώνεται σαν θανατώνεται το σώμα. Αυτόν τα όπλα δεν τον σκίζουν, αυτόν η φωτιά δεν τον καίει, αυτόν τα νερά δεν τον βρέχουν κι ούτε τον ξεραίνει ο άνεμος».
Σχεδόν πανομοιότυπη διατύπωση συναντάμε και στα κινέζικα κλασικά κείμενα: «Από τη γέννηση ως το θάνατο, τρείς στους δέκα είναι θιασώτες της ζωής, τρείς στους δέκα θιασώτες του θανάτου, κι εκείνοι που περνάν μονάχα από τη γέννηση στο θάνατο, είναι και εκείνοι στους δέκα οι τρείς. Γιατί; Επειδή ζουν τη ζωή τους χαμένοι στην άγνοια. Όποιος γνωρίζει πώς να ζει, μπορεί να περπατά στα ξένα. Άφοβος από ρινόκερο ή τίγρη. Αλώβητος θα βγει από τη μάχη. Επειδή πάνω του οι ρινόκεροι δε βρίσκουν μέρος το κέρατό τους να χτυπήσουν, ούτε οι τίγρεις θέση τα νύχια τους να χώσουν. Μήτε τα όπλα σημείο να τραυματίσουν. Για ποιο λόγο; Επειδή από πουθενά ο θάνατος μέσα του δεν εισχωρεί .

Τι είναι όμως πραγματικά ο θάνατος και ποια τα αποτελέσματά του πάνω στον άνθρωπο; Τον κουβαλάμε μέσα μας από τη γέννησή μας ή είναι κάτι εξωτερικό, που μας επιβάλλεται αναγκαία; Ίσως ο άνθρωπος αντί να βασανίζεται από τέτοιου τύπου ερωτήματα, να αναζητά χίμαιρες και να κάνει εικασίες για όσα είναι άδηλα, θα έπρεπε να επικεντρώνεται σε αυτό που έχει μπροστά στα μάτια του και φαίνεται να το ξεχνά και να το χάνει καθημερινά, την ίδια τη ζωή. Όπως εξαιρετικά γράφει ο Gilles Deleuze στο βιβλίο του για τη σκέψη του Spinoza: «Σε όλο τον τρόπο της ζωής του καθώς και της σκέψης του, ο Spinoza ορθώνει μια εικόνα της θετικής, της καταφατικής ζωής, έναντι στα ομοιώματα στα οποία αρκούνται οι άνθρωποι. Όχι μονάχα αρκούνται, αλλά ο άνθρωπος μισεί τη ζωή, ντρέπεται για τη ζωή, γίνεται άνθρωπος αυτοκαταστροφικός που πληθαίνει τις λατρείες του θανάτου, που κατεργάζεται την ιερή ένωση του τυράννου και του σκλάβου, του ιερέα , του δικαστή και του πολεμιστή, πάντα εγκλωβίζοντας τη ζωή, ακρωτηριάζοντας τη, θανατώνοντάς τη σε σιγανή η δυνατή φωτιά, επικαλύπτοντάς την ή πνίγοντάς τη με νόμους, με ιδιοκτησίες, με καθήκοντα, με δυναστείες. Αυτό διαγιγνώσκει ο Spinoza στον κόσμο, αυτή την προδοσία του σύμπαντος και του ανθρώπου». Ο Spinoza θα θέσει ως μέτρο και πρότυπο το σώμα και τη γνώση του σώματος. « Κανένας πράγματι δεν γνωρίζει τόσο ακριβώς την υφή του Σώματος, ώστε να μπορεί να εξηγήσει όλες τις λειτουργίες του […]. Και αυτό δείχνει αρκετά καλά πώς το σώμα μπορεί, μόνο από τους νόμους της φύσης του, να κάνει πολλά πράγματα που προξενούν κατάπληξη στην ψυχή του. Κανένας άλλωστε δεν ξέρει υπό ποιες προϋποθέσεις και με ποια μέσα κινεί η ψυχή το σώμα, ούτε πόσους βαθμούς κίνησης μπορεί να του προσδώσει και με τι ταχύτητα μπορεί να το κινήσει. Και αυτό έχει για αποτέλεσμα ώστε οι άνθρωποι, όταν λένε πως η μία ή η άλλη πράξη του σώματος προέρχεται από την ψυχή, που κυριαρχεί στο σώμα , δεν ξέρουν τι λένε και δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να ομολογούν με ειδική φρασεολογία την άγνοιά τους», διαβάζουμε στην Ηθική.
Ο άνθρωπος έχει αίσθηση του σώματός του μόνο όταν πάσχει, όταν δέχεται τα αποτελέσματα του εξωτερικού περιβάλλοντος πάνω του και καθώς όσο περισσότερο πάσχει κανείς, τόσο λιγότερο ενεργεί αλλά και το αντίστροφο: «Από τη στιγμή που παύει να πάσχει, ο αμαθής παύει ταυτόχρονα και να υπάρχει». Ο Ολλανδός φιλόσοφος μας καλεί να γνωρίσουμε το σώμα, να έχουμε εντελείς ιδέες του σώματος και να είμαστε ενεργητικοί καθώς: «Η ατελής ιδέα είναι μια ιδέα της οποίας δεν είμαστε αιτία. Αυτή η ίδια η ατελής ιδέα είναι αιτία ενός συναισθήματος, άρα δεν μπορούμε να είμαστε εντελής αιτία αυτού του συναισθήματος. Συνεπώς, ένα συναίσθημα , του οποία δεν είμαστε εντελής αιτία είναι αναγκαία ένα πάθος». «Οι ενέργειες του πνεύματος γεννιούνται μόνο από τις εντελείς ιδέες και τα πάθη εξαρτώνται μόνο από τις ατελείς ιδέες».
Πάθη, άγνοια και φαντασία, αποτελούν έτσι αρνήσεις που αντιστρατεύονται τη ζωή, οδηγούν στη θλίψη και στην υπερτίμηση του θανάτου εις βάρος της ζωής. Όλα τα παραπάνω έχουν ένα αποτέλεσμα όπως γράφει ο Deleuze: «Ο ελεύθερος, ο δυνατός και λογικός άνθρωπος θα ορισθούν πλήρως από την κατοχή της δύναμής τους του ενεργείν, από την παρουσία μέσα τους εντελών ιδεών και ενεργητικών διαθέσεων, αντίθετα ο δούλος και ο αδύναμος έχουν μόνο πάθη που απορρέουν από τις ατελείς ιδέες τους, οι οποίες τους χωρίζουν από τη δύναμή τους του ενεργείν». Για το Spinoza το να έχουμε σαφείς και ευκρινείς ιδέες για το σώμα και της ύπαρξή μας, οδηγεί σε ένα είδος γνώσης που μας ωθεί να: «Νιώθουμε και έχουμε την εμπειρία ότι είμαστε αιώνιοι […] Το αιώνιο μέρος του πνεύματος είναι η νόηση, μέσω της οποίας μόνο μπορεί να ειπωθεί ότι ενεργούμε. Όσο για το μέρος που δείξαμε ότι καταστρέφεται, είναι η ίδια η φαντασία, μέσω της οποίας μόνο μπορεί να ειπωθεί ότι πάσχουμε . Ενεργητικότητα, ελευθερία, γνώση, αποδέσμευση από τα πάθη. Αυτά είναι τα στοιχεία που οδηγούν στην καταφατική στάση απέναντι στη ζωή, που την κάνουν να αξίζει να βιωθεί σε παροντικό χρόνο και για το παρόν από τη στιγμή που: «Ένας ελεύθερος άνθρωπος δεν σκέφτεται τίποτα άλλο λιγότερο παρά το θάνατο και η σοφία του είναι μελέτη όχι του θανάτου αλλά της ζωής».
Originally posted 2018-02-04 14:05:30.