
«”Ἀναστάσεως ἡμέρα, καὶ λαμπρυνθῶμεν. . . Πάσχα τὸ τερπνόν, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα. Πάσχα πανσεβάσμιον ἡμῖν ἀνέτειλε. Πάσχα, ἐν χαρᾷ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα. . . Ὦ Πάσχα, λύτρον λύπης. Πάσχα ἄμωμον, Πάσχα μέγα, Πάσχα τὸ πύλας ἡμῖν τοῦ παραδείσου ἀνοῖξαν. Πάσχα πάντας ἁγιάζον πιστούς. . .”
Διὰ τοιούτων στιχηρῶν, ἐξ ὧν ἀναπέμπεται εὐφροσύνη καὶ ἀγαλλίασις ἀνεκλάλητος, ἡ Ἐκκλησία ὑμνεῖ καὶ πανηγυρίζει τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος. Ἡ λέξις Πάσχα ἐπενεργεῖ μαγικώτατα ἐπὶ τῶν ὁσίων ὑμνογράφων καὶ λησμονοῦσιν ἐπὶ βραχὺ τὸ αὐστηρὸν καὶ μελαγχολικὸν κάλλος, ὅπερ χαρακτηρίζει τὰς ἐμπνεύσεις των πρὸ τῆς ἁπαλῆς καὶ Λυδικῆς, ὡς εἰπεῖν, ἁρμονίας, ἥτις αὐτόματος διαχέεται ἀπὸ τῶν ἱερῶν αὐτῶν φορμίγγων ἐπὶ τῷ τρισμεγίστῳ ἀγγέλματι. Ἡ Ἐκκλησία, ἀποβάλλουσα τὴν πένθιμον περιβολήν, ἐνδύεται λευκὴν καὶ φεγγοβόλον στολήν, ὡς ἂν ἀντανακλᾷ ἐπ᾿ αὐτῆς ἡ λευκότης καὶ ἡ λάμψις τοῦ ἀγγέλου, τοῦ ἀποκυλίσαντος τὸν λίθον τοῦ μνημείου. Τὰ ἀνήλια βάθη, οἱ ζοφεροὶ θόλοι τῶν χριστιανικῶν ναῶν διαυγάζονται ὡς ἐν ἡμέρᾳ ἀνεσπέρου φωτός, καὶ τὰ ἄνθη τὰ εὔοσμα καὶ δροσόεντα, ἅτινα ἀπὸ τῶν λειμώνων καὶ τῶν κήπων μετηνέχθησαν, ὅπως στολίσωσι τὴν ἐπιτάφιον σινδόνα τοῦ Σωτῆρος, τηροῦσιν ἔτι τῆς ραδινῆς των χάριτος, τῶν κοσμικῶν των θελγήτρων τὰ ἴχνη ἐν τῇ τεθολωμένῃ ὑπὸ τοῦ λιβάνου ἀτμοσφαίρᾳ τῶν ναῶν. Καὶ ἡ Ἐκκλησία καταπέμπει τὴν εὐχὴν αὐτῆς τὴν ἀναστάσιμον κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην ἐν γλώσσῃ ἀλλοίᾳ ἢ ἡ συνήθης· ἐν γλώσσῃ πλήρει παιδικῶν, θὰ ἐλέγομεν, σκιρτημάτων καὶ παιδικῆς συγκαταβάσεως. Εἰς τὴν μεγάλην εὐωχίαν τῆς Ἀναστάσεως προσκαλεῖ πάντας, παρόντας καὶ ἀπόντας, νηστεύσαντας καὶ μὴ νηστεύσαντας, πιστοὺς καὶ ἀπίστους, καὶ τοὺς φέροντας ἔνδυμα γάμου καὶ τοὺς ἀγοραῖον περιβαλλομένους ἱμάτιον. Ὢ μέθη τῆς Νύμφης ἐπὶ τῇ ἀνακτήσει τοῦ Νυμφίου, ὢ μέθη τρισαγία καὶ ἀνερμήνευτος!»

Λίγα λόγια για τον «Λαμπριάτικο Ψάλτη»
Με τα λόγια αυτά, ο «Μεγαλέξανδρος» της ελληνικής λογοτεχνίας Αλ. Παπαδιαμάντης ξεκινάει το άρθρο του για το Άγιο Πάσχα, εν είδει πανηγυρικού, χαρίζοντας ευωδέστατα άνθη στον αναγνώστη επί της λαμπροφόρου εορτής του Αγίου Πάσχα κατά το έτος 1888.
Τοιουτοτρόπως, στο διήγημά του «Λαμπριάτικος ψάλτης», το οποίο εξεδόθη το 1893, ο μεγάλος Σκιαθίτης μάς παρουσιάζει ως ήρωα του διηγήματος τον πάρεδρο ενός δήμου του νησιού του, ο οποίος είχε υποσχεθεί σε έναν συντοπίτη του ιερέα να μεταβεί σε ένα έρημο εξωκκλήσι για να ψάλλει στην Αναστάσιμη λειτουργία που θα τελούσε, ώστε να λειτουργηθούν και να ακούσουν τον «καλόν τον λόγο» και οι αλιβάνιστοι αιπόλοι. Όμως, στην μέση της διαδρομής, τον έπιασε η νύχτα και έχασε τον δρόμο, καταλήγοντας σε ένα μοναστήρι, όπου έγινε δεκτός με την δέουσα φιλοξενία.
Παρά τον πειρασμό να παραμείνει στην θαλπωρή του μοναστηριού και να αποφύγει τους κινδύνους της νυκτερινής διαδρομής μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια, με τον προτροπή του ηγουμένου, ο ήρωας ξεκίνησε και πάλι για τον προορισμό μου με το πρώτο φεγγαρόφως. Στην πορεία, χάνει τον δρόμο του για άλλη μια φορά, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε κρημνώδες σημείο όπου γλιστράει από έναν βράχο και πέφτει μέσα στο ρέμα.
Για καλή του τύχη, οι φωνές του ακούστηκαν από το εξωκκλήσι που ήταν συγκεντρωμένοι οι συγχωριανοί του και σύντομα κατέφθασε σύντομα. Μετά από λίγο, ο πρωταγωνιστής βρέθηκε στον τελικό του προορισμό, ολίγον τι τσαλακωμένος, αλλά σώος και αβλαβής. Η εκεί έλευσή του απελευθέρωσε τον ιερέα, ο οποίος ως τότε, τελούσε χρέη ιεροψάλτου και τον επέτρεψε να βάλει μπροστά την Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία, κορυφώνοντας την πανηγυρική λατρευτική σύναξη, την οποία, με την σειρά του, διαδέχθηκε το εορτινό τραπέζι και το γλέντι που επακολούθησαν.
Το επίκαιρο μήνυμα του κυρ-Αλέξανδρου στους ευρωλιγούρηδες
Αλλά το χαριέστατο αυτό διήγημα είναι ίσως γνωστότερο για το προοίμιό του, όπου ο Παπαδιαμάντης ασκεί κριτική στους εκσυγχρονιστές της εποχής του, οι οποίοι, όπως και οι σημερινοί ευρωλιγούρηδες, προσπαθούν με κάθε μέσο να υποβαθμίσουν τον ρόλο της Ορθόδοξης πίστης στην διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας και να την συνδέουν μόνο με την αρχαιότητα ή την δήθεν ενιαία ευρωπαϊκή ταυτότητα, χωρίς να αναγνωρίζουν την ουσιαστική επιρροή του λεγομένου Βυζαντίου και του μεσαίωνα στην διαμόρφωση της Ρωμιοσύνης. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων», «Μὴ θρησκευτικά, πρὸς Θεοῦ! Τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος δὲν εἶναι Βυζαντινοί, ἐνοήσατε; Οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες εἶναι κατ᾽ εὐθεῖαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων. Ἔπειτα ἐπολιτίσθησαν, ἐπροώδευσαν καὶ αὐτοί. Συμβαδίζουν μὲ τἆλλα ἔθνη. Ποίαν ποίησιν ἔχει τὸ νὰ γράψῃς ὅτι ὁ Χριστὸς «δέχεται τὴν λατρείαν τοῦ πτωχοῦ λαοῦ», καὶ ὅτι ὁ πτωχὸς ἱερεὺς «προσέφερε τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως»; Καὶ νὰ περιγράφῃς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ναΐσκου, μὲ τὰς νυσταλέας κανδήλας καὶ τὰς ἀμαυρὰς μορφὰς τῶν Ἁγίων ὁλόγυρα! Δὲν τὰ ἐννοοῦμεν ἡμεῖς αὐτά. Ἡμεῖς θέλομεν διήγημα, τὸ ὁποῖον νὰ εἶναι ὅλον ποίησις, ὄχι πεζὴ πραγματικότης…»
Και σημειώνει λίγο πιο κάτω στο ίδιο διήγημα, «Διὰ νὰ δώσωμεν πέρας εἰς τὸ προοίμιον αὐτό, θὰ εἴπωμεν μὲ δύο λέξεις ὅτι: Τὸ σημερινὸν ἔθνος δὲν ἐπῆγε, δυστυχῶς, τόσον ἐμπρός, ὅσον λέγουν αὐτοί. Τὸ ἔθνος τὸ ἑλληνικόν, τὸ δοῦλον τοὐλάχιστον, εἶναι ἀκόμη πολὺ ὀπίσω, καὶ τὸ ἐλεύθερον δὲν δύναται νὰ τρέξῃ ἀρκετὰ ἐμπρός, χωρὶς τὸ ὅλον νὰ διασπαραχθῇ, ὡς διασπαράσσεται, φεῦ! ἤδη. Ὁ τρέχων πρέπει νὰ περιμένῃ καὶ τὸν ἑπόμενον, ἐὰν θέλῃ ἀσφαλῶς νὰ τρέχῃ· ὁ ἐλεύθερος πρέπει νὰ βοηθῇ τὸν δεσμώτην ἢ πρέπει νὰ τὸν ἀνακουφίζῃ. Ὅσον παρέρχεται ὁ χρόνος, τόσον τὸ ἐλεύθερον ἔθνος καθίσταται οἴμοι! ἀνικανώτερον ὅπως δώσῃ χεῖρα βοηθείας εἰς τὸ δοῦλον ἔθνος. Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ ὅ,τιδήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἐπ᾽ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾽ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του.»
Ανάγκη στρατηγικής καλλιέργειας της άυλης πολιτισμικής μας κληρονομιάς
Το συγκεκριμένο αυτό απόσπασμα παραμένει επίκαιρο και αφορά άμεσα τον Ελληνισμό, τόσο εντός ελλαδικής επικράτειας, όσο και στην Διασπορά. Δεν πρόκειται μόνο για τις συχνές προσβολές του πατριωτικού και θρησκευτικού συναισθήματος του λαού στις οποίες επιδίδονται σε επίπεδο πρωταθλητισμού οι Ελλαδίτες πολιτικοί. Καινοτομίες στο εξωτερικό, που υποτίθεται ότι σχεδιάστηκαν για να κάνουν τις ενοριακές κοινότητες πιο ευθυγραμμισμένες με το κυρίαρχο ρεύμα των δυτικών κοινωνιών όπου φιλοξενούνται, μοιάζουν να έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα, απωθώντας περισσότερους από όσους προσελκύουν. Ο κόσμος διψάει για το αυθεντικό και το γνήσιο, όχι για την μεταπράτηση ξένων στοιχείων. Ίσως γι’ αυτό, ικανός αριθμός ξένων προσηλύτων έλκονται και ανακαλύπτουν την Ορθοδοξία μέσα από τα μοναστήρια.
Η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία διαθέτει αριστουργήματα ποίησης, μουσικής και αρχιτεκτονικής που αντανακλούν το μοναδικό ήθος της και αποτελούν παγκόσμια κληρονομιά. Πρόκειται για ζωντανό και χειραπτό παράδειγμα άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, η οποία θα πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρην οφθαλμού και να καλλιεργηθεί ευσυνείδητα και ενσυνείδητα.
Ειδικά στο εξωτερικό, η προώθηση της Βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, όπως και η διδασκαλία της γλώσσας του Ευαγγελίου, θα έπρεπε να αποτελούν μέρος της υψηλής πολιτισμικής στρατηγικής του οργανωμένου Ελληνισμού. Όχι μόνο για να διατηρηθεί η εθνική ταυτότητα συμπαγής, αλλά και για να διαφυλαχθεί και προβληθεί αποτελεσματικά η οικουμενικών διαστάσεων κληρονομιά αυτή.
Τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να ενταχθούν στο γενικότερο πλαίσιο της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας. Εάν οι ελληνικοί θεσμοί, π.χ. στις ΗΠΑ, έδειχναν την ίδια μέριμνα για τα θέματα αυτά που δείχνουν για την επιβολή επουσιωδεστέρων λεπτομερειών όπως ο ιδιόρρυθμος ενδυματολογικός κώδικας των ιερέων ή αλλαγές στο εκκλησιαστικό τυπικό, θα βρισκόταν ο Ελληνισμός σε πολύ πιο πλεονεκτική θέση σήμερα.
Καταλήγουμε με άλλη μια χαρακτηριστική φράση του Παπαδιαμάντη από το διήγημα που μόλις εξετάσαμε: «Τὸ ἐπ᾽ ἐμοί, ἐνόσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾽ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη.» Χριστός Ανέστη!