
Για τον φόβο και τον πόλεμο στο έργο του Hobbes και του Θουκυδίδη, γράφει ο Δημήτρης Ψαλλίδας
Ο Άγγλος φιλόσοφος Thomas Hobbes στην έμμετρη αυτοβιογραφία του, γραμμένη στα λατινικά το 1672, με τίτλο Thomae Hobesii Malmesburiensis vita, μας διηγείται μια ιστορία με πρωταγωνιστή τόσο τον ίδιο, όσο και τον φόβο. Διαβάζοντας τους στίχους του μαθαίνουμε πως, στις 5 Απριλίου του 1588, η μητέρα του μέσα στην ταραχή της από τη φημολογούμενη εισβολή της ισπανικής αρμάδας, δε γέννησε μόνο το Hobbes αλλά και το δίδυμο αδερφό του, τον φόβο. Ο Hobbes, τα βιβλία του οποίου καταδικάστηκαν τόσο από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, όσο και από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (φαίνεται πως υπήρξαν προτάσεις να καούν όχι μόνο τα βιβλία του αλλά και ο ίδιος), μετέφρασε το 1628 την Ιστορία του Θουκυδίδη και αργότερα την Ιλιάδα και την Οδύσσεια και γνώριζε πολύ καλά την έννοια του φόβου αλλά και τη στενή της σχέση με την έννοια του πολέμου.
Στο ΧΙΙΙ κεφάλαιο του έργου του Leviathan or The Matter, Forme and Power of a Common-Wealth Ecclesiasticall and Civil διαβάζουμε: «Είναι λοιπόν φανερό, ότι όσο οι άνθρωποι ζουν χωρίς μια κοινή εξουσία που θα τους κρατούσε όλους υποταγμένους, βρίσκονται σε κατάσταση πολέμου. Και μάλιστα αυτός ο πόλεμος είναι πόλεμος των πάντων εναντίον πάντων (bellum omnium contra omnes). Διότι ο πόλεμος δεν συνίσταται μόνο σε μάχες ή στην έμπρακτη σύγκρουση αλλά καλύπτει όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η βούληση για ένοπλη αναμέτρηση είναι επαρκώς γνωστή, συνεπώς, η έννοια του χρόνου πρέπει να ληφθεί υπόψη στον προσδιορισμό της φύσης του πολέμου[…]. Έτσι και η φύση του πολέμου δεν έγκειται στη δεδομένη ένοπλη αναμέτρηση αλλά σε μια φανερή προδιάθεση αναμέτρησης, για όσο χρόνο δεν υφίστανται εγγυήσεις περί του αντιθέτου. Κάθε άλλος χρόνος είναι ειρήνη. Ίδια, συνεπώς, με τα επακόλουθα μιας εποχής πολέμου, όπου κάθε άνθρωπος είναι εχθρός κάθε άλλου ανθρώπου, είναι και τα επακόλουθα μιας εποχής, όπου οι άνθρωποι ζουν χωρίς άλλη ασφάλεια, πέρα από εκείνης που τους παρέχει η δύναμη και η εφευρετικότητά τους[…]. Και μόνο το υπέρτατο κακό έχει θέση, δηλαδή ο διαρκής φόβος κι ο κίνδυνος του βίαιου θανάτου. Ο ανθρώπινος βίος είναι μοναχικός, ενδεής, βρωμερός, κτηνώδης και βραχύς[…]. Στον πόλεμο οι δύο ύψιστες αρετές είναι η δύναμη και η απάτη».
Η σχέση πολέμου και φόβου κάνει πολύ νωρίς την εμφάνισή της στην Ιστορία του Θουκυδίδη. Ήδη στο πρώτο βιβλίο, όπου εξετάζονται τα αίτια που οδήγησαν στην έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου γράφει: «Η πραγματική λοιπόν αιτία, αλλά και η πιο ανομολόγητη, είναι κατά τη γνώμη μου το ότι οι Αθηναίοι, καθώς η δύναμή τους είχε αυξηθεί και ενέπνεαν το φόβο στους Λακεδαιμονίους, έφεραν τους τελευταίους στην ανάγκη να πάρουν τα όπλα[…]. Και οι Λακεδαιμόνιοι ψήφισαν ότι η συνθήκη είχε παραβιαστεί και ότι πρέπει να κηρυχτεί πόλεμος, όχι τόσο επειδή τους έπεισαν τα λόγια των συμμάχων τους, όσο επειδή φοβούνταν μήπως οι Αθηναίοι γίνουν ακόμα ισχυρότεροι, αφού έβλεπαν τις περισσότερες πόλεις της Ελλάδος να έχουν πέσει ήδη στα χέρια τους[…]. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων οι Αθηναίοι εδραίωσαν την ηγεμονία τους και έγιναν μεγάλη δύναμη. Οι Λακεδαιμόνιοι από την άλλη, αν και το αντιλαμβάνονταν, δεν προσπάθησαν να τους εμποδίσουν παρά μόνο σε περιορισμένο βαθμό και τον περισσότερο καιρό έμεναν αδρανείς, αφού και πρωτύτερα δύσκολα αποφάσιζαν να ξεκινήσουν πολέμους, εκτός εάν αναγκάζονταν, αλλά και επειδή εμποδίζονταν από πολέμους που γίνονταν στον τόπο τους, ώσπου τελικά ήταν φανερό ότι η δύναμη των Αθηναίων είχε μεγαλώσει και άγγιζε τη συμμαχία τους».
Το καλοκαίρι του τετάρτου έτους του Πελοποννησιακού πολέμου η Λέσβος αποστάτησε από τη συμμαχία των Αθηναίων. Όπως γράφει ο Θουκυδίδης σε ένα χωρίο που φανερώνει τη σχέση του φόβου και της καλλιέργειας της αυταπάτης: «Οι Αθηναίοι (οι οποίοι είχαν δοκιμάσει μεγάλη ταλαιπωρία από την επιδημία και τον πόλεμο που ξέσπασε πρόσφατα και τώρα είχε φουντώσει) το θεωρούσαν εξαιρετικά επικίνδυνο να προσθέσουν στους εχθρούς τους και τη Λέσβο, νησί με ναυτικό και δύναμη ανέπαφη, και αρχικά δεν έδωσαν πίστη στις κατηγορίες, περισσότερο επειδή δεν ήθελαν να είναι αληθινές». Οι Μυτιληναίοι στέλνουν πρεσβευτές στη Σπάρτη για να ζητήσουν τη βοήθεια των Λακεδαιμονίων. Οι πρεσβευτές τους αναλύουν τον αμοιβαίο φόβο πάνω στον οποίο βασίστηκε η συμμαχία τους με τους Αθηναίους: «Καθώς όμως τους περισσότερους τους έχουν κάτω από την εξουσία τους ενώ με εμάς έχουν σχέση ισότητας, ήταν φυσικό να δυσανασχετούν αφού στη σχεδόν γενική υποταγή εμείς μόνο διατηρήσαμε σχέση ισότητας μαζί τους και μάλιστα όταν εκείνοι γίνονταν διαρκώς ισχυρότεροι και η δική μας απομόνωση διαρκώς μεγαλύτερη. Μόνον όμως ο αμοιβαίος φόβος αποτελεί ασφαλή βάση μιας συμμαχίας. Διότι όποιος θέλει με κάποιον τρόπο να την παραβιάσει δεν το αποφασίζει επειδή δεν έχει την υπεροχή[…]. Τι λογής φιλία λοιπόν ήταν αυτή ή τι λογής ελευθερία που να την εμπιστεύεσαι, όταν ανεχόμαστε ο ένας τον άλλον παρά τα αντίθετα αισθήματά μας, και εκείνοι μεν μας καλόπιαναν τον καιρό του πολέμου, επειδή μας φοβούνταν, εμείς πάλι κάναμε το ίδιο σ’ εκείνους τον καιρό της ειρήνης. Έτσι αυτό που το εξασφάλιζε στους άλλους προπαντός η φιλική διάθεση σε εμάς το στήριζε ο φόβος, και μέναμε σύμμαχοι μάλλον επειδή μας κυρίευε φόβος παρά από φιλία. Κι όποιος από τους δύο αισθανόταν πριν από τον άλλο ασφαλής, αυτός θα παραβίαζε πρώτος τη συμμαχία».
Ο φόβος αποτελεί το θεμέλιο μιας συμμαχίας εξίσου με την ελπίδα. Όπως διαβάζουμε στον Tractatus Politicus: «Το πολιτικό σώμα υπόκειται στο δίκαιο ενός άλλου στον βαθμό που φοβάται την δύναμη κάποιου άλλου πολιτικού σώματος ή εμποδίζεται από αυτό να κάνει ότι θέλει ή, τέλος, έχει ανάγκη από την βοήθειά του για να συντηρηθεί και να αναπτυχθεί[…]. Αυτό μπορεί να γίνει σαφέστερα κατανοητό αν αναλογιστούμε ότι δύο πολιτικά σώματα είναι εκ φύσεως εχθροί[…]. Από εδώ προκύπτει ότι το δίκαιο του πολέμου ανήκει σε ένα πολιτικό σώμα. Το δίκαιο της ειρήνης όμως δεν ανήκει σε ένα αλλά τουλάχιστον σε δύο πολιτικά σώματα, που για το λόγο αυτό λέγονται συμμαχικά. Η συμμαχία αυτή παραμένει σταθερή για όσο διάστημα εξακολουθεί να ισχύει η αιτία που την προκάλεσε: ο φόβος κάποιας βλάβης ή η ελπίδα κάποιου κέρδους. Αν όμως το ένα ή το άλλο πολιτικό σώμα απαλλαγεί από τον φόβο ή την ελπίδα, συνεχίζει να υπόκειται στο δικό του δίκαιο και ο δεσμός από τον οποίο δεσμεύονταν τα δύο πολιτικά σώματα λύνεται αυτομάτως[…]. Από εδώ προκύπτει πως καθένα προσπαθεί, όσο μπορεί, να απαλλαγεί από τον φόβο, ώστε να υπόκειται στο δικό του δίκαιο και να εμποδίσει το άλλο να καταστεί δυνατότερό του. Άρα, αν ένα πολιτικό σώμα παραπονιέται ότι εξαπατήθηκε, δεν μπορεί να κατηγορεί την κακοπιστία του συμμάχου του, παρά μόνο τη δική του ανοησία. Διότι είναι ανοησία να εμπιστεύεσαι την σωτηρία σου σε κάποιον άλλον, που υπόκειται στο δικό του δίκαιο και για τον οποίο υπέρτατος νόμος είναι η σωτηρία του δικού του κράτους».
Έπειτα από μια σειρά γεγονότων οι Μυτιληναίοι συνθηκολογούν και παραδίδονται στους Αθηναίους. Στην Αθήνα, μέσα σε κλίμα οργής, λαμβάνεται από το δήμο η απόφαση να θανατωθούν όλοι οι ενήλικες άρρενες Μυτιληναίοι και τα γυναικόπαιδα να πουληθούν ως δούλοι. Στέλνεται για το λόγο αυτό στη Λέσβο μια τριήρης, με σκοπό να μεταφέρει την απόφαση στον Πάχη, τον επικεφαλής των εκεί αθηναϊκών δυνάμεων. Ο χρόνος όμως λειτουργεί καταπραϋντικά για την οργή των Αθηναίων οι οποίοι όπως μας περιγράφει ο Θουκυδίδης: «Την επόμενη κιόλας άρχισαν κάπως να το μετανιώνουν και να αναλογίζονται πόσο σκληρή ήταν η απόφαση και τρομερή να εξοντώσουν μια ολόκληρη πόλη και όχι τους υπαιτίους». Συγκαλούν λοιπόν νέα συνέλευση με θέμα την ανάκληση της απόφασης.
Είναι η ώρα του Κλέωνα του Κλεαινέτου, βασικού εισηγητή της παραδειγματικής τιμωρίας των Μυτιληναίων, να χρησιμοποιήσει τα σχήματα του φόβου και του πολέμου: «Επειδή στην καθημερινή σας ζωή δεν κυριαρχεί ο φόβος και η επιβουλή του ενός κατά του άλλου, αντιμετωπίζετε με τον ίδιο τρόπο και τη σχέση σας με τους συμμάχους, και δεν αντιλαμβάνεστε ότι, εάν κάνετε ένα στραβοπάτημα, επειδή σας έπεισαν με τα λόγια τους ή επειδή τους λυπηθήκατε και φανήκατε ενδοτικοί, αυτό και επικίνδυνο είναι για σας και την ευγνωμοσύνη των συμμάχων δεν σας εξασφαλίζει. Δεν σκέπτεστε ότι η ηγεμονία σας είναι εξουσία τυραννική που την ασκείτε σε ανθρώπους οι οποίοι σας επιβουλεύονται και υφίστανται την εξουσία σας παρά τη θέλησή τους. Σε ανθρώπους οι οποίοι υπακούν σε εσάς όχι επειδή τους ευεργετείτε ζημιώνοντας τον εαυτό σας, αλλά επειδή υπερέχετε χάρη στην ισχύ σας μάλλον παρά χάρη στη δική τους εύνοια προς εσάς[…]. Διότι και γενικότερα ο άνθρωπος από τη φύση του περιφρονεί όσους τον κολακεύουν και εκτιμάει όσους του αντιστέκονται[…]. Σκεφτείτε επίσης τους συμμάχους. Εάν επιβάλετε την ίδια τιμωρία σε αυτούς που αναγκάστηκαν από τους εχθρούς να αποστατήσουν και σε αυτούς που αποστάτησαν με τη θέλησή τους, έχετε την εντύπωση πως θα υπάρξει έστω ένας που με την παραμικρή αφορμή δεν θα αποστατήσει, όταν ξέρει, ότι σε περίπτωση επιτυχίας, θα αποκτήσει την ελευθερία του και ότι, εάν αποτύχει, δεν πρόκειται να πάθει τίποτα ανεπανόρθωτο;[…]. Εγώ λοιπόν εξακολουθώ, όπως και τότε από την πρώτη στιγμή, να αντιστέκομαι επιμένοντας να μην αλλάξετε την απόφασή σας και να μην υποπέσετε σε τρία, τα πιο ολέθρια, σφάλματα κάθε ηγεμονίας, στον οίκτο, τη γοητεία των ωραίων λόγων και την επιείκεια[…]. Διότι εάν αυτοί δικαίως αποστάτησαν, τότε εσείς δεν πρέπει να άρχετε. Αν όμως έχετε την αξίωση, έστω και αδικαιολόγητα, να ασκείτε αυτή την ηγεμονία, τότε το συμφέρον σας απαιτεί, δικαίως ή αδίκως, να τιμωρήσετε και αυτούς, αλλιώς παραιτηθείτε από την ηγεμονία και κάνετε επίδειξη μεγαλοψυχίας εκ του ασφαλούς[…]. Διότι εκείνος που έπαθε κακό από κάποιον ο οποίος δεν είχε λόγο να του το κάνει, εάν σωθεί, γίνεται χειρότερος εχθρός του απ’ ότι εάν είχε ηττηθεί από κάποιον ισοδύναμό του[…].Τιμωρήστε τους όπως τους αξίζει και κάνετέ τους ξεκάθαρο παράδειγμα για τους άλλους συμμάχους πως όποιος αποστατήσει θα τιμωρηθεί με θάνατο. Διότι, άμα το συνειδητοποιήσουν αυτό, δεν θα χρειαστεί να παραμελείτε τόσο συχνά τον πόλεμο εναντίον των εχθρών για να πολεμάτε εναντίον των συμμάχων σας».
Τελικά επικράτησε, με μικρή πλειοψηφία, η πρόταση να μη θανατωθούν οι Μυτιληναίοι, πρόταση που εισηγήθηκε ο Διόδοτος του Ευκράτους. Ο Θουκυδίδης μας περιγράφει με μεγάλη ένταση το πώς η Μυτιλήνη σώθηκε την τελευταία στιγμή: «Στέλνουν αμέσως τότε άλλη τριήρη κατεσπευσμένα, για να μην προλάβει να φτάσει η πρώτη και βρουν την πόλη κατεστραμμένη. Η πρώτη είχε φύγει περίπου μια ημέρα και μια νύχτα νωρίτερα[…]. Κι έτσι το ταξίδι έγινε με τέτοια βιασύνη που οι ναύτες έτρωγαν, ενώ κωπηλατούσαν, ψωμί ζυμωμένο με κρασί και λάδι, και κοιμούνταν εκ περιτροπής, όταν άλλοι τραβούσαν κουπί. Για καλή τους τύχη δεν φύσηξε αντίθετος άνεμος , και καθώς το προηγούμενο πλοίο δεν έπλεε με βιασύνη προς την τερατώδη αποστολή του ενώ το δεύτερο πήγαινε πολύ βιαστικά κατά τον τρόπο που είπαμε, το πρώτο έφτασε τόσο μόνο νωρίτερα, όσο χρειαζόταν ο Πάχης για να αναγνώσει το ψήφισμα και να ετοιμαστεί να εκτελέσει την απόφαση, αλλά τότε φτάνει και το δεύτερο και ματαίωσε την καταστροφή. Τόσο κοντά στον κίνδυνο βρέθηκε η Μυτιλήνη». Δε συνέβη όμως το ίδιο με τη Μήλο λίγο καιρό αργότερα. Οι Αθηναίοι αφού νίκησαν τους Μήλιους σκότωσαν όσους ενήλικες συνέλαβαν και έκαναν δούλους τα παιδιά και τις γυναίκες. Σπάνιες είναι οι στιγμές με αίσιο τέλος σε έναν πόλεμο. Ένα χρόνο αργότερα από τη σφαγή της Μήλου, το 415π.Χ. ο Ευριπίδης ανεβάζει τις Τρωάδες, όπου περιγράφει τις φρικαλεότητες που ακολούθησαν την πτώση της Τροίας. Η σύνδεση του έργου με τη σφαγή της Μήλου είναι άμεση. Η δημοκρατία, μέσω του θεάτρου υπενθυμίζει. πως τις περισσότερες φορές τα δίδυμα αδέρφια του πολέμου, ο φόβος και ο τρόμος επιβεβαιώνονται και καμιά ενέργεια δεν μπορεί να τα ξορκίσει.
Στο κεφάλαιο XII του βιβλίου του De Cive, o Hobbes θα γράψει: «Η παράνοια και η ευγλωττία συμβάλλουν στην ανατροπή της πολιτικής κοινότητας με τον ίδιο τρόπο (όπως υποστηρίζει ο μύθος), που κάποτε οι κόρες του βασιλιά της Θεσσαλίας Πελία συνωμότησαν με τη Μήδεια εναντίον του πατέρα τους. Θέλοντας να επαναφέρουν τον υπέργηρο βασιλιά στη νεότητα τον έκοψαν κομμάτια κατ’ εντολήν της Μήδειας και τον πέταξαν στη φωτιά να ψηθεί, μάταια περιμένοντας πότε θα επανέλθει στη ζωή. Ομοίως, οι κοινοί άνθρωποι με τον παραλογισμό τους (όπως οι κόρες του Πελία) που επιθυμούν να ανανεώσουν την αρχαία πολιτεία, παρασύρονται από την ευγλωττία φιλόδοξων ανδρών, σαν να μαγεύτηκαν από τα μάγια της Μήδειας, και διαιρούμενοι σε φατρίες, μάλλον κατακαίνε την πολιτεία παρά την αναμορφώνουν». Ως μελετητής και μεταφραστής του Θουκυδίδη δεν θα μπορούσε να μην αντλεί τα διδάγματά του από την Ιστορία του. Άλλωστε όπως ο ίδιος γράφει στον πρόλογο της μετάφρασής του: «Ο Θουκυδίδης είναι κάποιος που, αν και δεν παρεκτρέπεται ποτέ σε κηρύγματα, ηθικά ή πολιτικά, στο κείμενό του, ούτε μπαίνει στις καρδιές των ανθρώπων περισσότερο από ότι οι ίδιες οι πράξεις τον οδηγούν καταφανώς, λογαριάζεται εντούτοις ο πιο πολιτικός ιστοριογράφος που έγραψε ποτέ». Ο Θουκυδίδης ,και μέσα από αυτόν ο Hobbes, γνωρίζει πολύ καλά πως η παράνοια που δημιουργεί η αλαζονεία αλλά και η ευγλωττία, μπορούν να καταστρέψουν μια ολόκληρη πόλη, ακόμα και του μεγέθους των Αθηνών. Για αυτό το λόγο άλλωστε βάζει τον Κλέωνα να λέει στους Αθηναίους: «Και οι πολιτικοί που γοητεύουν με ωραία λόγια θα έχουν και άλλες ευκαιρίες, σε περιστάσεις λιγότερο κρίσιμες, να κάνουν την επίδειξή τους κι όχι στην τωρινή, που η πόλη, αφού ευχαριστηθεί προς στιγμήν, θα το πληρώσει ακριβά, ενώ αυτούς θα τους επιδοκιμάζουν για τα όμορφα λόγια που είπαν». Ο Κλέων θα σκοτωθεί στην Αμφίπολη το 422π.Χ. Το 415 π.Χ. θα ξεκινήσει η Σικελική εκστρατεία, μετά από παρότρυνση του Αλκιβιάδη, ο οποίος κατηγορήθηκε από το Νικία ως αλαζών και ματαιόδοξος και πως επιθυμούσε την πραγματοποίηση της εκστρατείας για ίδιον όφελος. Η εκστρατεία θα αποτελέσει το ξεπέρασμα του μέτρου, του nec plus ultra που οδηγεί στην ὕβριν και θα αποβεί ολέθρια για τους Αθηναίους.
Στα ομηρικά έπη η ὕβρις τιμωρείται με την παρέμβαση ενός θεού, που εκδικείται τους ανθρώπους για τη μωρία τους. Στη ραψωδία Α της Ιλιάδας ο Απόλλωνας, μετά την παράκληση του ιερέα Χρύση να τιμωρήσει τους Αχαιούς για την προσβολή που υπέστη από τον Αγαμέμνονα, «βάδιζε με νύχτα μοιάζοντας» και άρχισε να σπέρνει για εννιά μέρες το θάνατο και τον τρόμο στο στρατόπεδο των Αχαιών, εξαπολύοντας τα φονικά βέλη του σε ζώα και ανθρώπους. Στο έργο του Θουκυδίδη η τιμωρία για την υπέρβαση του μέτρου έρχεται από τους ίδιους τους ανθρώπους. Για τους Αθηναίους η ήττα στη Σικελία ήταν από τις χειρότερες στην ιστορία τους: «Τους αιχμαλώτους που κράτησαν στα λατομεία οι Συρακούσιοι τον πρώτο καιρό τους μεταχειρίστηκαν πολύ άσχημα. Στοιβαγμένοι όλοι σε ένα βαθύ και στενό λάκκο, υπέφεραν καταρχάς από τον ήλιο και τον πνιγηρό καύσωνα, διότι δεν υπήρχε στέγαστρο, και οι νύχτες που ακολουθούσαν, φθινοπωρινές και κρύες με την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας, τους αρρώσταιναν και επειδή άλλος χώρος δεν υπήρχε, έκαναν τα πάντα στο ίδιο μέρος, επιπλέον ήταν μαζί και τα πτώματα, σωριασμένα το ένα πάνω στο άλλο, εκείνων που από τα τραύματα, την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας και παρόμοιες αιτίες πέθαιναν[…].Νικήθηκαν κατά κράτος σε όλα και σε κανένα σημείο το κακοπάθημά τους δεν ήταν μέτριο, αλλά ακριβώς ότι λέμε πανωλεθρία – από το στρατό ξηράς, από τα πλοία, από τα πάντα δεν έμεινε τίποτα που να μη χαθεί και λίγοι μόνο από τόσο πολλούς γύρισαν στα σπίτια τους. Αυτά έγιναν στη Σικελία».
«Άνθρωπος μικρής τροχιάς με δύσκολο ριζικό/Μέσα στο ξένο κατασκεύασμα της ιστορίας/Με σπίτι για το σώμα του αλλά δίχως σπίτι/Ένας που μέγαρα είχεν άλλοτες και μαρμάρινες προκυμαίες/Με πλήθη που κατέβαιναν νωρίς αδειάζοντας την πόλη/Να προβοδίσουν μετ’ ελπίδος λέει και ολοφυρμών/ Οι μεν εταίρους οι δε υιέας… Και τούτοι παραβγαίναν ως την Αίγινα/Σαν καρποφόρα που τα γέλασε κακοκαιρία/Μεγίστη ελπίδι των μελλόντων προς τα υπάρχοντα/Το τέλος τους γράφτηκε αργότερα στις Συρακούσες/Το άλογο που τους κράταγε φίδια καλιγωμένο/Δρασκέλησε μια νύχτα τ’ ουρανού τις πλάκες/Και άπο οΐας λαμπρότητος ές οΐαν τελευτήν κατάντησαν/ Σωπαίνω».
Εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, το Μάιο του 1943, ο Ezra Pound διακήρυττε από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Ρώμης: «Κάθε μέρα πολέμου είναι θάνατος μιας μέρας και ταυτόχρονα μια μέρα θανάτου». «Ο φόβος είναι ο φονιάς του νου. Ο φόβος είναι ο μικρός θάνατος που φέρνει την ολοκληρωτική εξόντωση», θα γράψει ο Frank Herbert. Ο πόλεμος και ο φόβος εξισώνονται με το θάνατο, εναντιώνονται στη ζωή και σε όση θετικότητα μπορεί αυτή να ενέχει. Ο πόλεμος και ο φόβος προσβάλλουν τη ζωή και εκμηδενίζουν τη δύναμη του ανθρώπου να υπάρχει και να ενεργεί. «Η ειρήνη δεν είναι η έλλειψη πολέμου, αλλά αποτελεί αρετή που πηγάζει από τη σταθερότητα της καρδιάς». Η εξάλειψη του φόβου επιτυγχάνεται με την απόφαση να ζήσει κανείς μόνο στο παρόν, να ζήσει χωρίς τον φόβο αλλά και χωρίς την ελπίδα, που μπορεί να αποτελέσει ένα θετικά φορτισμένο φόβο, εξίσου αβέβαιη και αυτή, εξίσου θλιβερή. Να ζήσει μια ζωή με σταθερότητα, χαρά και θετικές συναντήσεις. Γιατί μπορεί η φύση να παρουσιάζει την εικόνα ενός ανθρώπου που , όπως θα έλεγε ο Hobbes , εμφανίζεται ως ‘’λύκος ‘’ για το συνάνθρωπό του, όμως από την άλλη είναι αλήθεια πως: «Στη φύση δεν υπάρχει κανένα πράγμα , που να είναι πιο ωφέλιμο για έναν άνθρωπο, από ότι ένας άλλος άνθρωπος, που ζει σύμφωνα με τις επιταγές του Λόγου».
Originally posted 2018-06-23 12:00:14.