
Για το φόβο, την ελπίδα και το μετασχηματισμό του πλήθους, γράφει ο Δημήτρης Ψαλλίδας
Αν δε φοβούνται τρομοκρατούν. Στο έβδομο κεφάλαιο της Πολιτικής Πραγματείας o Baruch Spinoza χρησιμοποιεί το παραπάνω απόφθεγμα προερχόμενο από τα Χρονικά του Τάκιτου. Αλλά ποιοι; Ποιοι είναι αυτοί που από τη στιγμή, που θα ξεπεράσουν το φόβο τους ( στην Ηθική ο Spinoza ορίζει το φόβο ως μια άστατη λύπη, που γεννιέται από την εικόνα ενός μελλοντικού πράγματος, που η έκβασή του θεωρείται αμφίβολη) έχουν τέτοια δύναμη ώστε να μπορούν να καταστούν τρομακτικοί; Οι περιγραφικοί όροι φορτισμένοι άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά ποικίλλουν και η εμφάνιση τους εναλλάσσεται ανάλογα με την κατάληξη των εκάστοτε ιστορικών γεγονότων: multitudo, vulgus, turba, plebs, populus, δήμος, συρφετός, μάζα, λαός, όχλος. Διαβάζουμε στην Πολιτική Πραγματεία: ‘’ Ο όχλος, λένε, δεν έχει καμία αίσθηση του μέτρου, είναι επίφοβος, εκτός αν τον τρομοκρατήσουν, είναι δουλικός όταν τον εξουσιάζουν και αλαζονικός όταν εξουσιάζει, είναι ξένος προς κάθε αλήθεια και κάθε κρίση. ‘’ Οι έννοιες του λαού, του πλήθους, του όχλου, βρίσκονται στο επίκεντρο της σκέψης τόσο του Spinoza, όσο και του Shang Yang και του Niccolò Machiavelli.
Ο Shang Yang θεωρεί πως όταν ο λαός αισθάνεται αδύναμος, είναι νομοταγής, όταν νομίζει πως είναι ισχυρός , προσπαθεί να καταργήσει τους νόμους. Ο αρχαίος κινέζος Νομοκράτης επιλέγει για το λαό την έννοια του όχλου καθώς γράφει: ’’ Όλη η τέχνη της διακυβέρνησης συνίσταται στο να ταπεινώνεις το λαό σου’’. Και λειτουργώντας ακούσια ως μέντορας των εκάστοτε ολοκληρωτικών καθεστώτων, προκρίνει μια ταπείνωση βασισμένη στους κανόνες της αποκτήνωσης.
Τη γνώμη του Machiavelli για τους ανθρώπους μπορούμε να την ανιχνεύσουμε μέσα από το ανεστραμμένο είδωλό της, δηλαδή τη θεωρία του για το τί ή πώς πρέπει να είναι ένας ηγεμόνας. Ο ηγεμόνας λοιπόν, αν θέλει να διατηρηθεί στην εξουσία (πράγμα που αποτελεί τον αντικειμενικό και νομοτελειακό σκοπό της ύπαρξής του), οφείλει να είναι ‘’sia mezza bestia e mezzo uomo‘’, μισός κτήνος και μισός άνθρωπος. Γράφει ο Machiavelli στον Ηγεμόνα: ’’Είναι απαραίτητο στον ηγεμόνα να ξέρει να παίζει καλά και το αγρίμι και τον άνθρωπο. Αυτό οι αρχαίοι συγγραφείς το υποδείξανε πλάγια στους ηγεμόνες και έγραψαν ότι τον Αχιλλέα και πολλούς ακόμα αρχαίους ηγεμόνες τους παραδώσανε στον Κένταυρο Χείρωνα για να τους αναθρέψει και να τους δασκαλέψει με τη δική του μέθοδο. Και το να έχεις δάσκαλο κάποιον που είναι μισός αγρίμι και μισός άνθρωπος άλλο δεν πάει να πεί, παρά πως είναι ανάγκη να ξέρει ο ηγεμόνας να βάζει μπροστά και τη μία και την άλλη φύση. Και η μία δίχως την άλλη δεν μπορεί να βαστάξει πολύ’’. Μπορούμε να προσπαθήσουμε να φανταστούμε τα υλικά που συνθέτουν τη φύση του ανθρώπου και κατ’ επέκταση ενός λαού-όχλου, όταν κρίνεται απαραίτητη για τη διακυβέρνηση και τη χαλιναγώγησή του η ύπαρξη ενός σχεδόν εξωανθρώπινου, μυθολογικού, υβριδικού τύπου ηγεμόνα. Στο έργο του Διατριβές για τον Τίτο Λίβιο ο Machiavelli αναφέρει: ’’ Όποιος θέλει να εδραιώσει ένα έννομο κράτος πρέπει να θεωρεί τους ανθρώπους κακούς και έτοιμους ανά πάσα στιγμή να δείξουν τη μοχθηρία τους με την πρώτη ευκαιρία’’. Είχε και ο ίδιος παρακολουθήσει τα κηρύγματα του δομινικανού καλόγερου Girolamo Savonarola στα οποία μεταξύ άλλων έλεγε: ’’Βλέπουμε τον άνθρωπο ασύγκριτα πιό λαίμαργο, άπληστο και αχόρταγο από όλα τα άλλα θηρία, ψάχνει να ικανοποιήσει τις ξέφρενες επιθυμίες του και ξεπερνάει τα ζώα σε σκληρότητα. Οι άνθρωποι εφευρίσκουν διάφορα όπλα για να επιτεθεί ο ένας στον άλλον και ποικίλους τρόπους να βασανιστούν και να σκοτωθούν. Πέραν τούτων έχουν μέσα τους την αλαζονεία, τη φιλοδοξία και το φθόνο ’. Από την ανατομία μιας τέτοιου τύπου ανθρώπινης φύσης δεν μπορεί παρά να συνάγεται με μαθηματική ακρίβεια, η ύπαρξη ενός ευμετάβλητου και απαραιτήτως διαχειρίσιμου όχλου. Άλλωστε όσον αφορά το ευμετάβλητο των ανθρώπων ο Machiavelli ήταν αυτός που χρησιμοποίησε την αλληγορία του τροχού. Παρομοίασε την ιστορία με έναν τεράστιο τροχό, στο κέντρο του οποίου βρίσκονται πάντα οι ισχυροί και στην περιφέρειά του ο ανίσχυρος λαός. Φυσικά όσοι βρίσκονται στο κέντρο του τροχού υφίστανται μηδαμινές μεταβολές . Τα βάρη, οι φυσικές πιέσεις και οι τεράστιες μεταβολές που φέρνουν μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά τα πάνω-κάτω πέφτουν πάντα στις ‘’γιοφυρωμένες πλάτες ’’ της περιφέρειας.
Ολόκληρο το φάσμα της εκπεφρασμένης πολιτικής σκέψης, από το στοχασμό των μεγάλων πολιτικών διανοητών, ως την συχνά ανερμάτιστη και κατευθυνόμενη από το θυμοειδές άποψη του απλού πολίτη, αντιμετωπίζει την έννοια του όχλου ως ένα βδέλυγμα, ως μια έννοια φορτισμένη με τόση αρνητική σημασία, ώστε να καταντάει ύβρις. Τί είναι όμως ο όχλος; Ποιός ανήκει σε αυτόν; Αποτελεί μια αφηρημένη έννοια ή κάτι το συγκεκριμένο; Ένα αδιάσπαστο σύνολο ή απαρτίζεται από disiecta membra; Οι έκπτωτοι κυβερνώντες ανήκουν σε αυτόν; Και τί γίνεται με όσους διεκδικούν την εξουσία, όσους δεν τη κατέχουν ακόμα αλλά τη σφετερίζονται; Ο Blaise Pascal στους Τρείς Λόγους για τη Θέση των Αρχόντων μας διηγείται ένα μύθο. Η τρικυμία ρίχνει κάποιον σε ένα άγνωστο νησί στη μέση του ωκεανού ( ο Πασκάλ είχε την τύχη να γράφει σε μια εποχή, που υπήρχαν ακόμα terrae incognitae ) , ο βασιλιάς του οποίου έχει χαθεί. Κατά μία εκπληκτική σύμπτωση ο ναυαγός έχει τεράστια εξωτερική ομοιότητα με το χαμένο βασιλιά και οι κάτοικοι αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του τον πρόσφατα χαμένο ηγεμόνα τους και τον υποδέχονται με χαρά και ανακούφιση. Ο ναυαγός λοιπόν μπορεί να αποδέχεται την καλή του τύχη αλλά ως ο μόνος γνώστης της αλήθειας πρέπει να κάνει δύο πράγματα: Από τη μία να ‘’ ξεχνά ’’ την αλήθεια και να κρύβει την πλάνη για να μπορέσει να κυβερνήσει, από την άλλη να θυμάται την αλήθεια και την πραγματική προέλευσή του για να επιζήσει. Η αναζήτηση της αλήθειας και η ανεύρεση της αποτελούσε και θα αποτελεί πάντα τιτάνειο έργο, ακόμα και για τον πιό οξυδερκή παρατηρητή, για την πιό αιχμηρή σκέψη. Ίσως έτσι το απαιτεί η φύση των πραγμάτων. ’’Τὰ δὲ πάντα οἰακίζει Κεραυνὸς’’ έγραφε ο Ηράκλειτος. Όλα τα κυβερνά ο κεραυνός. Ίσως όχι τόσο για να μας πεί ότι ο Δίας κρατά τους οίηκες, τα γκέμια που κατευθύνουν και εξισορροπούν τον κόσμο, όσο για να μας περιγράψει το τρόπο που εμφανίζεται η αλήθεια στο μεταίχμιο της σκοτεινιάς του κόσμου και της σκέψης. Όπως ο κεραυνός μια νύχτα σε ένα σκοτεινό δάσος κατά τη διάρκεια της καταιγίδας μας φανερώνει αιφνιδίως και για μια μόνο στιγμή όλα όσα υπάρχουν, έτσι και η σκέψη του στοχαστή φωτίζεται ξαφνικά και φωτίζει τον κόσμο. Αλλά μόνο για μια στιγμή μέχρι η Λήθη του Είναι να απλώσει το πέπλο της ξανά πάνω στον κόσμο, ένα πέπλο που θα περιμένει τον επόμενο στοχαστή να επιτελέσει το σισύφειο ρόλο του. Υπό το φώς λοιπόν αυτού του κεραυνού και μακριά από ψευδαισθήσεις και βαυκαλισμούς, οφείλουμε να δώσουμε την απάντηση στο επιτακτικό ερώτημα για το ποιός είναι ο όχλος. Ο όχλος είμαστε εμείς.
Τη νευραλγική σημασία που έχει η έννοια του φόβου για το άτομο τη διαβάζουμε στο δεύτερο κεφάλαιο της Πολιτικής Πραγματείας: ‘’Ένας άνθρωπος έχει έναν άλλον υπό την εξουσία του , όταν του έχει εμφυσήσει το φόβο‘’. Με αυτό τον τρόπο ‘’εξουσιάζει τόσο την ψυχή, όσο και το σώμα του’’. Έτσι ο εξουσιαζόμενος χάνει εξολοκλήρου τη δύναμή του και άρα το δίκαιο ή το δικαίωμα του για το αυτεξούσιο και εκπίπτει σε υποχείριο στα χέρια του εξουσιαστή του. Στο κεφάλαιο 17 της Θεολογικοπολιτικής Πραγματείας διαβάζουμε: ‘’ Ωστόσο, για να γνωρίσουμε καλά μέχρι ποιού σημείου εκτείνεται το δίκαιο και η εξουσία του ανώτατου άρχοντα του κράτους, χρειάζεται να επισημάνουμε ότι η εξουσία του δεν περιορίζεται στη χρήση του καταναγκασμού που στηρίζεται στο φόβο αλλά περιλαμβάνει όλα τα μέσα που κάνουν τους ανθρώπους να υπακούουν στις εντολές του: αυτό που καθιστά υπήκοο τον υπήκοο δεν είναι η αιτία που υπακούει αλλά η υπακοή του. Η υπακοή δεν αφορά τόσο την εξωτερική ενέργεια όσο την εσωτερική ενέργεια της ψυχής ’’. Γιατί όμως ο όχλος είναι τόσο βαθιά ανορθολογικός, αναρωτιέται ο Spinoza. Γιατί οι άνθρωποι ‘’ μάχονται για τη δουλεία τους σαν να επρόκειτο για τη σωτηρία τους’’; Μία πρώτη απάντηση μπορούμε να πάρουμε διαβάζοντας το θεώρημα 17 του τρίτου μέρους της Ηθικής, ενός έργου που ξεκινά να στηλιτεύσει την υποκρισία κάθε κανονιστικής ηθικής (ο μοναδικός σκοπός της οποίας είναι να δημιουργεί τσακισμένες ψυχές, ψυχές που καθίστανται έτσι κυβερνήσιμες και διαχειρίσιμες από κάθε τύραννο) και καταλήγει να μας παρέχει μια εκπληκτική ανατομία του ανθρώπινου Είναι: ‘’Αν φανταστούμε ότι ένα πράγμα, που μας επηρεάζει συνήθως με ένα συναίσθημα Λύπης, έχει κάποια ομοιότητα με ένα άλλο, που μας επηρεάζει συνήθως με ένα συναίσθημα Χαράς του ίδιου μεγέθους, θα το μισούμε και θα το αγαπάμε συγχρόνως’’. Αυτή η κατάσταση της Ψυχής , που γεννιέται από δύο αντίθετα συναισθήματα, καλείται ψυχική διακύμανση, ταραχή. Και πώς δημιουργείται στην ψυχή αυτή η ταραχή; Με τη σχιζοφρενική αλληλεξάρτηση της ελπίδας και του φόβου. Η σχέση του όχλου με τους κυβερνήτες του είναι ένα κράμα ελπίδας και φόβου. Ελπίζουν πως δε θα επαληθευτούν όσα φοβούνται και φοβούνται μήπως διαψευσθούν όλα όσα ελπίζουν. Δεν υπάρχει ούτε φόβος χωρίς ελπίδα, ούτε ελπίδα χωρίς φόβο. Αυτό το αμάλγαμα ελπίδας και φόβου, με τη συνακόλουθη απεμπόληση κάθε υπευθυνότητας από την πλευρά του πλήθους και την εναπόθεση της σωτηρίας του σε εξωγενείς παράγοντες, βρίσκει τη μεγαλύτερη εφαρμογή του στην πολιτική και γεννά τη δεισιδαιμονία: ‘’Βλέπουμε προπάντων ότι οι πιό επιρρεπείς σε κάθε δεισιδαιμονία είναι όσοι επιθυμούν χωρίς μέτρο αβέβαια αγαθά’’.
Μπορεί στις δύο πραγματείες του ο Spinoza να ασχολείται ρητά με την πολιτική αλλά εξίσου φορτισμένο πολιτικά έργο είναι και η Ηθική, αυτή η ‘’πολιτική ανθρωπολογία’’. Το έργο αυτό ανατέμνει το ανθρώπινο Είναι, την ατομικότητα που αποτελεί το θεμέλιο του κάθε κράτους γιατί ‘’δεν είμαστε παρά ατομικότητες, δεν είμαστε παρά η συνήθεια να λέμε εγώ’’ . Πίσω από τις αφηρημένες έννοιες του πλήθους, του όχλου ή του δήμου υπάρχουν ως θεμελιακές αλλά και θεμελιώδεις μονάδες, συγκεκριμένοι, εξατομικευμένοι άνθρωποι με σάρκα και οστά. Και η προσπάθεια της Ηθικής, ο στόχος της, είναι να προτρέψει τους ανθρώπους να γνωρίσουν τον εαυτό τους, να φτάσουν στην επίγνωση μέσω του ορθού λόγου. Η χρήση του ορθού λόγου στο Spinoza , αποτελεί πρωτίστως βίωμα και απόφαση να βαδίσει κανείς το δύσκολο μονοπάτι της αυτογνωσίας. Γιατί όπως γράφει και ο ίδιος στην κατακλείδα της Ηθικής: ‘’Πώς θα ήταν δυνατόν, αν η σωτηρία ήταν τόσο εύκολη κι αν μπορούσαμε να την πετύχουμε χωρίς πολύ κόπο, πώς θα ήταν δυνατόν να παραμελείται από όλους; Αλλά κάθε τι που είναι περίλαμπρο είναι τόσο δύσκολο όσο και σπάνιο’’. Είναι ένα μονοπάτι όπου ο άνθρωπος εκκινεί, ως άλλος πρωταγωνιστής της δάντειας κόλασης της πλήρους άγνοιας, για να φτάσει στην αυτογνωσία και στη συνακόλουθη ελευθερία που αυτή συνεπάγεται. Στη σπινοζική προσέγγιση και σκέψη δεν υπάρχει απόλυτη ελευθερία, υπάρχει ελευθερία μόνο ως αναγνώριση, γνώση, κατανόηση και αποδοχή μιας αναγκαιότητας. Ο άνθρωπος δεν αποτελεί κράτος εν κράτει μέσα στη φύση αλλά είναι μέρος ενός αλληλεπιδρώντος συνόλου. Και μέσα σε αυτό το σύνολο είναι που η ελευθερία εδράζεται στη δράση και προσεγγίζεται μέσω αυτής, ενώ η αδράνεια, η διανοητική ακηδία και η οκνηρία, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη σκλαβιά, στην καταδυνάστευση του ανθρώπου από τον κόσμο, τα στοιχεία της φύσης, τη λήθη ή σε πολιτικό επίπεδο από έναν τύραννο. Αμέσως μας έρχεται στο μυαλό το σπινοζικό πρόταγμα: ’’ όσο το δυνατόν περισσότεροι να σκέφτονται όσο το δυνατόν περισσότερο’’ και ο συνακόλουθος ‘’ εκδημοκρατισμός της γνώσης’’ που απαιτείται για να συντελεστεί αυτό. Και μπορεί η καθημερινή πολιτική πρακτική να εξαντλεί το ενδιαφέρον της στο ερώτημα αν ο λαός συνιστά δήμο ή όχλο, αν είναι εύκολα ή δύσκολα χειραγωγήσιμος, η ουσία όμως και το θεμέλιο της κοινότητας, της κοινής συμβίωσης των ανθρώπων βρίσκεται πολύ πέρα από αυτούς τους προβληματισμούς. Το θεμελιώδες ερώτημα είναι: Οι άνθρωποι, αυτές οι ατομικότητες που μπορούν υπό προϋποθέσεις να απαρτίζουν έναν όχλο ή ένα δήμο, μπορούν να δράσουν συνειδητά, μπορούν να αναλάβουν ατομικά την ευθύνη των πράξεών τους και να υποστούν με ελευθερία ψυχής τις συνέπειες; Μπορούν να αποτελέσουν μια ‘’κοινότητα’’ και να έχουν αληθείς ιδέες αποδεσμευμένες από τον σειρήνιο εκμαυλισμό της φαντασίας; Πώς μπορούν να προσεγγίσουν την αλήθεια και κατ ’επέκταση την απόλυτη χαρά, το στόχο κάθε έμβιου όντος; Μια χαρά που οδηγεί στην ευδοκία και την κοινωνική σταθερότητα γιατί όσο περισσότερο κοινωνείται τόσο περισσότερο μεγαλώνει καθώς σύμφωνα με το Spinoza: ‘’Στη φύση δεν υπάρχει κανένα πράγμα, που να είναι πιο ωφέλιμο για έναν άνθρωπο, από ότι ένας άλλος άνθρωπος, που ζεί σύμφωνα με τις επιταγές του Λόγου.’’. Όσο πιο πολύ προσεγγίζουν τη χαρά οι άνθρωποι, τόσο περισσότερο υπερβαίνουν το προσωρινό της ύπαρξης και προσεγγίζουν την αιωνιότητα. Εξίσου ‘’αιώνιο’’ μπορεί να είναι και ένα κράτος, όταν είναι αποτέλεσμα συνειδητής και υπεύθυνης επίγνωσης , όταν απαρτίζεται από ώριμους πολίτες που διαπνέονται από ευψυχία και διασφαλίζει την ανοχή, το σεβασμό , την ισότητα αλλά και την πολιτική ασφάλεια. Ένα κράτος που αξίζει να ζεί κανείς μέσα σε αυτό. Ένα κράτος που τον ορισμό του αντλούμε από τον τόσο διαχρονικό και προειδοποιητικό λόγο του συγγραφέα της Πολιτικής Πραγματείας: ‘’Αν οι υπήκοοι ενός πολιτικού σώματος δεν καταφεύγουν στα όπλα επειδή τους παραλύει ο τρόμος, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι αυτό το πολιτικό σώμα έχει ειρήνη αλλά μόνο απουσία πολέμου. Πράγματι η ειρήνη δεν είναι η έλλειψη πολέμου αλλά αποτελεί αρετή που πηγάζει από τη σταθερότητα της καρδιάς· καθότι υπακοή είναι η σταθερή θέληση να κάνει κάποιος αυτό που σύμφωνα με κοινή απόφαση του πολιτικού σώματος πρέπει να γίνει. Εξάλλου, ένα πολιτικό σώμα του οποίου η ειρήνη εξαρτάται από την αδράνεια των υπηκόων, που τους οδηγούν σαν κοπάδι μαθημένο στη σκλαβιά, θα ήταν ορθότερο να αποκαλείται ερημιά παρά πολιτικό σώμα. Άρα όταν λέω πως το καλύτερο κράτος είναι εκείνο στο οποίο οι άνθρωποι περνούν τη ζωή τους με ομόνοια, εννοώ μια ζωή ανθρώπινη: εκείνη που ορίζεται όχι μόνο από την κυκλοφορία του αίματος και από άλλες κοινές σε όλα τα ζώα λειτουργίες, αλλά προπαντός από το λόγο και από την αυθεντική ψυχική αρετή και ζωή ’’.
Originally posted 2017-12-17 13:04:31.