Για τον Ezra Pound, το μεγάλο Σωκρατικό ερώτημα και πώς αυτό οδηγεί στο εσώτερο βίωμα, γράφει ο Δημήτρης Ψαλλίδας

Ο Ezra Pound στο Carta da Visita γράφει: «Σκεφτόμαστε επειδή δεν ξέρουμε». Η σκέψη, το πρωταρχικό εργαλείο, που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να εξάγει συμπεράσματα και να προσδιορίζεται, παρουσιάζεται από τον ποιητή ήδη ως προβληματική.

Έτσι ιδωμένη η σκέψη, ως προϊόν άγνοιας, δε χάνει απλά την πρωτοκαθεδρία της ως  εργαλείο του Λόγου και ως δημιουργός λόγου και κατ’ επέκταση λογικής, αλλά φαίνεται να οδηγεί σε καταστάσεις παρανόησης, καθώς και παράνοιας.

Αν το σύνθημα της εποχής που καλείται Διαφωτισμός συμπυκνώνεται στη φράση του René Descartes: «Cogito ergo sum» – «Σκέφτομαι άρα υπάρχω», τα κελεύσματα του Διαφωτισμού και της νοοκρατίας καταρρίπτονται μέσω της ίδιας της επιχειρηματολογίας τους.

Γιατί αν, σύμφωνα με τη απόφανση του Pound, το cogito (η σκέψη) αποτελεί δείκτη άγνοιας, τότε συμπερασματικά οδηγούμαστε στο ignoro ergo sum, αγνοώ άρα υπάρχω και αντιστρέφοντας τους ισοδύναμους όρους, υπάρχω άρα αγνοώ. Σύμφωνα με τη σκέψη του Martin Heidegger, το Dasein, η ανθρώπινη οντότητα βρίσκεται ξαφνικά «ριγμένη» στον κόσμο και προσπαθεί απεγνωσμένα και εν πολλοίς μάταια να επιπλεύσει στα ελώδη ύδατα της άγνοιας. Αυτό, άλλωστε, είναι και το νόημα του λόγου του ποιητή.

Η ύπαρξη οδηγεί στην άγνοια και αυτή στη σκέψη. Άρα η ύπαρξη εξ ορισμού εξισώνεται με ένα κενό που πρέπει να πληρωθεί, να γεμίσει. Η μεγάλη αντίφαση, όμως, γεννιέται κατά την αναζήτηση του τρόπου πλήρωσης αυτού του κενού. Γιατί αν η ύπαρξη αποτελεί την αιτία της άγνοιάς μας και η σκέψη είναι η απόδειξή της, τότε η σκέψη εξισώνεται με την άγνοια και φτάνουμε στο cogito ergo ignoro, σκέφτομαι άρα αγνοώ, για να καταλήξουμε στον αρχικό λόγο του ποιητή, διαγράφοντας ένα μεγάλο κύκλο.

Από τη στιγμή, όμως, που θα αποκαθηλώσουμε τη σκέψη, η ύπαρξή μας μοιάζει να κλυδωνίζεται «στα τυφλά, σ’ έναν κόσμο τρελό ανάμεσα σε ξένους» κατά τη ρήση του Samuel Beckett. Ο άνθρωπος ο συνηθισμένος να καθοδηγείται και να καθορίζεται από την πυξίδα της σκέψης και του συλλογισμού απομένει τώρα μετέωρος στο σκοτάδι. «Δεν υπάρχει σκοτάδι αλλά άγνοια», αποφαίνεται ο Pound στο canto LXXX.

Και αν μόλις χάθηκε το μόνο φώς στο οποίο μπορούσε να προσμένει ο άνθρωπος για να φωτιστούν τα σκοτάδια του, πού βρίσκεται ο μίτος; Οι καιροί της εξ αποκαλύψεως αλήθειας έχουν παρέλθει και το μακρύ παρελθόν της ανθρώπινης ύπαρξης μας υποδεικνύει, πως παρά την εκτεταμένη χρήση της σκέψης τα καίρια ερωτήματα επανέρχονται αμείλικτα για να στοιχειώνουν την ανθρωπότητα.

Αλλά και στο καθημερινό, απαλλαγμένο από μεταφυσικές αναζητήσεις, επίπεδο, παρά τα εκατοντάδες χρόνια σκέψης και εμπειρίας η ανθρωπότητα έχει οδηγηθεί σήμερα σε μια κατάσταση που μόνο κατ’ επίφαση μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτισμός.

Αποφαίνεται, λοιπόν, ο Pound: «Ίσκιος η γνώση, ενός ίσκιου. Κι όμως πρέπει να βγεις στον πηγεμό για τη γνώση». Μας δηλώνει εμφατικά πως αναγνωρίζει μέσω  του σωκρατικού «ἑν οἶδα ὄ,τι οὐδὲν οἶδα», ότι ο άνθρωπος δε γνωρίζει τίποτα ή έχει ξεχάσει τα πάντα και πως πρέπει για να εγκαταλείψει τις εσχατιές της Λήθης και να ολοκληρωθεί, να οδηγηθεί στο «γνῶθι σαὐτόν», στην αυτογνωσία και την ενθυμητική αναγνώριση .

Και έτσι μας δίνει και τη λύση στο αίνιγμα και απαντά στο ερώτημα γιατί από μόνη της η σκέψη λαθεύει, γιατί δεν αρκεί για να φωτίσει την άγνοια. Γιατί η σκέψη, ο λόγος, ο συλλογισμός , όπως τον συναντάμε στην καθημερινή εμπειρία, είναι πάντα από την αφετηρία του εξωστρεφή, τείνει πάντα προς τα έξω. Ο στοχασμός διαμορφώνεται από εξωτερικά ερεθίσματα και προσπαθεί να τα αναλύσει και να τα ερμηνεύσει δεμένος στο άρμα του φαντασιακού.

«Στο κοσμικό ζύγι λειψός και πάλι ο στοχασμός σου, κίβδηλο κράμα ονειροφαντασίας», όπως προειδοποιεί ένας άλλος ποιητής. Το σωκρατικό όμως κέλευσμα δεν αξιώνει να ορίσει κανείς τον κόσμο πρώτα, για να γνωρίσει κατόπιν τον εαυτό του. Δεν αναφέρεται επ’ ουδενί στον έξω κόσμο. Σε μια καταπληκτική σύζευξη με την ταοϊστική σκέψη της ανατολής (ας μην ξεχνάμε πως και ο ίδιος ο Pound είχε θητεύσει στην παλιά σκέψη της Άπω Ανατολής μελετώντας το αρχείο του Ernest Fenollosa), αξιώνει να αναγνωρίσει κανείς πρώτα τον εαυτό του, με τη γνώση του κόσμου να ακολουθεί.

Σε ένα από τα αρχικά cantos του Pound, στο Canto XIII, όπου ο ποιητής ακολουθώντας τη διδασκαλία του Κομφούκιου, αναβιώνει την ενοποιητική παράδοση, που ξεκινώντας από τον Πλωτίνο και τους Νεοπλατωνικούς, πέρασε στη Δύση μέσω του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης για να διαρρήξει τους δεσμούς της με το παρελθόν κατά την περίοδο του Διαφωτισμού, διαβάζουμε: «Αν ο άνθρωπος δε βάλει τάξη μέσα του δε γίνεται να βάλει τάξη ολόγυρά του».

Γιατί στο απώτατο στάδιο εαυτός και κόσμος γίνονται ένα, καθώς από την αρχή ήταν έτσι, γιατί όπως γράφει και ο Lao Tse στο Tao Te King : «Όλα οφείλονται στην ολότητα, η αρχή του σύμπαντος είναι η μάνα όλων των πραγμάτων». Η εξωστρέφεια, λοιπόν, της σκέψης τείνει να γίνει εσωστρέφεια και έτσι από απλή νοητική εργασία να μετατραπεί σε ενορατική σοφία, με τη συμμετοχή  αδιάσπαστης της ανθρώπινης υπόστασης και τη σύζευξη σώματος, νου, καθώς και συναισθήματος.

Με αυτό τον τρόπο η Γνώση πλέον προέρχεται από το «βίωμα» και όχι από τις διεργασίες ενός κενού εγκεφαλικού υπολογιστή. Με αποτέλεσμα το σκέφτομαι άρα υπάρχω (cogito ergo sum), να αναβαθμιστεί και να μετουσιωθεί σε βιώνω, άρα υπάρχω. Άλλωστε, και από γραμματική σκοπιά το ρήμα «σκέφτομαι» έχει ενεργητική σημασία, αλλά εκδηλώνεται σε παθητική μορφή.

Όταν σκέφτομαι, παθαίνω, δέχομαι τις σκέψεις έξωθεν και η ικανότητα μου ως δέκτη καθορίζει και την ποιότητα των σκέψεών μου, αποστερώντας μου τα ερείσματα της εγωιστικής ισχυρογνωμοσύνης περί αυτόνομης νοητικής διεργασίας και του σφετερισμού της παραγωγής των ιδεών.

Το «βιώνω» από την άλλη αποτελεί μια ενεργητική τοποθέτηση, «ένα ηχηρό ναι στη ζωή» σύμφωνα με τη ντελεζική έκφραση μιας σπινοζικής ιδέας. Γιατί το βίωμα αποτελεί το δημιουργό και την ίδια στιγμή το αποτέλεσμα της γνώσης. Όσο περισσότερο βιώνει κανείς, τόσο περισσότερο οδηγείται προς τη γνώση, αλλά καθώς γνωρίζει πλαταίνει και το δύσβατο δρόμο του βιώματος.

Το βίωμα ως φορέας της ενοποιητικής προσέγγισης των πραγμάτων καθίσταται δημιουργός ενδοσκόπησης και εσωστρέφειας, η οποία καθώς αυξάνεται και ενισχύεται, όχι μόνο δε δημιουργεί αντανακλαστικά εγωισμού, αλλά μεταμορφώνεται σε εξωστρέφεια, από τη στιγμή που κόσμος και εαυτός γίνονται ένα.

Έτσι αυτό και μόνο το βίωμα μπορεί να οδηγήσει στη συμ-βίωση και την ανεκτικότητα. Γιατί όταν κόσμος και εαυτός είναι ένα και το αυτό, όταν αποτελούν ένα αδιάσπαστο σύνολο, δεν υπάρχει έτερος ή άλλος, δεν υπάρχει διαφορετικός, παρά μόνο μια ποικιλία κομματιών ενός και του αυτού εγώ, ενός και του αυτού Όντος.

Ενός εγώ που στα απώτατα όριά του, στην αποθέωση της υποχωρητικότητας και της ενατένισης του  «κόσμου» ως ποικιλομορφίας και κάλλους, φτάνει να αναρωτιέται ακολουθώντας τη ρήση του ταοϊστή φιλοσόφου Chuang Tse: «Είμαι ένας άνθρωπος, ο οποίος ονειρεύτηκε πως ήταν πεταλούδα ή είμαι μια πεταλούδα που ονειρεύεται ότι είναι άνθρωπος».

Εγγραφείτε στο Newsletter μας!

Originally posted 2020-05-13 13:59:04.