Ελάχιστες εβδομάδες απομένουν πια για την διεξαγωγή (απ’ ότι φαίνεται του πρώτου γύρου) των εθνικών εκλογών. Οι επερχόμενες εκλογές έχουν μια ιδιαιτερότητα, διότι θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής, πράγμα αρκετά ασυνήθιστο για τα ελλαδικά δεδομένα, ειδικά στην μεταπολίτευση. Η τελευταία φορά που εφαρμόστηκε ήταν στις τρεις εκλογικές διαδικασίες που διεξήχθησαν από το καλοκαίρι του 1989 έως την άνοιξη του 1990. Τότε, η ΝΔ χρειάστηκε να κερδίσει 3 κάλπες για να εξασφαλίσει αυτοδυναμία, παρόλο που έλαβε ποσοστά που διακυμάνθηκαν από 44% έως 46%, με το ΠΑΣΟΚ, ως δεύτερο κόμμα, να εξασφαλίζει ποσοστά μεταξύ 38-40% – ποσοστά που φαντάζουν σήμερα μάλλον απλησίαστα με βάση τα τωρινά δεδομένα. Άρα, το ενδεχόμενο δεύτερων και σε βάθος χρόνου τρίτων εκλογών για να αναδειχθεί η νέα κυβέρνηση δεν μπορεί διόλου να αποκλειστεί.

Το θέμα είναι τι θα κληροδοτήσει το σύστημα της απλής αναλογικής στην κοινωνία και την χώρα. Η όλη φιλοσοφία της απλής αναλογικής ως εκλογικό σύστημα επαφίεται στην δικαιότερη κατανομή της ψήφου των πολιτών και την αντιπροσωπευτικότερη εκπροσώπηση των εκλεκτόρων στο κοινοβούλιο. Υποτίθεται ότι για χάρη της προοπτικής αυτής οι νομοθέτες που θέσπισαν το συγκεκριμένο σύστημα είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν την κυβερνητική σταθερότητα και την ανάδειξη μονοκομματικών κυβερνήσεων που διαθέτουν καλύτερη δυνατότητα εξάντλησης της θητείας τους. Στην πραγματικότητα, όμως, το εκλογικό αυτό σύστημα χρησιμοποιείται μάλλον ως όπλο από μια απερχόμενη κυβέρνηση που θεωρεί την πιθανότητα επανεκλογής της χαμηλή ως πεπονόφλουδα για να ανακόψει την πορεία της εκάστοτε αξιωματικής αντιπολίτευσης προς το Μέγαρο Μαξίμου και να δυσχεράνει τις προοπτικές κυβερνησιμότητας.

Πολιτικοί τακτικισμοί και πρόκριση της απλής αναλογικής

Γι’ αυτό, εξάλλου, ακούμε σήμερα στον δημόσιο και πολιτικό λόγο πομφόλυγες περί «κυβέρνησης των ηττημένων», ψήφο ανοχής και άλλες τέτοιες φαιδρότητες. Στον πόλεμο χαρακωμάτων που εξελίσσεται μεταξύ των κομμάτων, η συγκεκριμένη στρατηγική παραπέμπει σε τακτικές εξυπνότερης διαχείρισης μιας ήττας, παρά επίτευξης νίκης. Βέβαια, για τα κόμματα, η ουσία είναι η εξασφάλιση της πολυπόθητης καρέκλας και της «κουτάλας» που συνεπάγεται αυτής, οπότε…οι ψηφοφόροι ας πάνε να φάνε παντεσπάνι. Σε καμμία περίπτωση, πάντως, δεν δείχνει να επιβραβεύει αυτόν που θα καταθέσει την καλύτερη πρόταση, που θα συγκεντρώσει το μεγαλύτερο ποσοστό «θετικής ψήφου».

Με την επισήμανση αυτή, δεν επιχειρείται η ωραιοποίηση της ενισχυμένης αναλογικής και την διαμέσου αυτής υφαρπαγή και διοχέτευση ψήφων προς το πρώτο κόμμα. Απλώς υπογραμμίζεται ότι η απλή αναλογική από μόνη της δεν αρκεί για να φέρει περισσότερο εκδημοκρατισμό στο πολιτικό σύστημα. Εφόσον δεν προχωρήσουν οι αναγκαίες αλλαγές μέσα στα κόμματα, ώστε να αντιπροσωπεύουν πραγματικά την λαϊκή βούληση και όχι το θέλημα του προέδρου-«αφέντη» τους και του συστήματος που τον κρατάει στην θέση του, εφόσον δεν γίνουν οι απαραίτητες ρυθμίσεις μέσα στο ελληνικό κράτος ώστε να υπάρχουν οι απαραίτητες δικλείδες ασφάλειες απέναντι στην πρωθυπουργικοκεντρική αυθαιρεσία και την υπουργική ατιμωρισία, η απλή αναλογική θα χρησιμεύει μόνο ως προς ένα πράγμα. Να λειτουργεί ως προβιά για τους εκάστοτε λύκους που ζουν εις βάρος της πατρίδας και των πολιτών.

Η χρήση της απλής αναλογικής στον 20ο αιώνα

Η ιστορία μάς λέει ότι στην Ελλάδα, εκτός από την αστάθεια, η απλή αναλογική φέρνει και άλλα δεινά. Όταν πρωτοεφαρμόστηκε στον 20ο αιώνα το 1926, επί δικτατορίας Γεωργίου Κονδύλη, οδήγησε σε σειρά βραχύβιων κυβερνήσεων, υπό την ηγεσία του Αλέξανδρου Ζαΐμη. Παρεμπιπτόντως, τότε δημιουργήθηκε και η Τράπεζα της Ελλάδος, κατ’ απαίτηση των ξένων πιστωτών. Η απλή αναλογική καταργήθηκε το 1928, με τον επαναπατρισμό του Ελευθερίου Βενιζέλου και την επιστροφή του στην πολιτική σκηνή, διαμέσου νομοθετικού διατάγματος και όχι με νόμο, όπως προβλεπόταν από το Σύνταγμα.

Το ίδιο εκλογικό σύστημα εφαρμόστηκε το 1932, οδηγώντας σε νέα αλληλοδιαδοχή βραχύβιων κυβερνήσεων και σε βάθος χρόνου, στην επιβολή δικτατορίας το 1936. Μετά την Κατοχή, ο ίδιος εκλογικός νόμος ανέδειξε σειρά κυβερνήσεων που οδήγησαν την χώρα μέσα από την δύσκολη περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου.

Πέρασαν σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μέχρι να εφαρμοσθεί και πάλι η απλή αναλογική, στον απόηχο του σκάνδαλο Κοσκωτά το 1989. Η απερχόμενη τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ πίστευε, προφανώς, ότι θα επιτύγχανε την συσπείρωση των αριστερών κομμάτων, ανακόπτοντας την πορεία της ΝΔ προς την εξουσία. Διαψεύστηκε, όμως, βλέποντας τα κόμματα της αριστεράς να συνεργάζονται με την ΝΔ για την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου σε ειδικό δικαστήριο.

Ενδεχομένως και η κυβέρνηση Τσίπρα να είχε παρόμοιες φαντασιώσεις, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να ηγηθεί έναν συνασπισμό των κεντροαριστερών και αριστερών κομμάτων για να υπερκεράσει την ΝΔ και να επανέλθει στην εξουσία. Μένει να φανεί στην πράξη κατά πόσο ο τακτικισμός αυτός θα φανεί επιτυχής. Αρκούμεθα εδώ να επαναλάβουμε το γνωστό γνωμικό του Μαρξ ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται…την πρώτη φορά σαν τραγωδία και την δεύτερη σαν φάρσα.

Η ανάγκη θέσπισης συνταγματικού δικαστηρίου και διάκρισης εξουσιών

Πάντως, η (κατά)χρήση(;) της δικαστικής εξουσίας εκ μέρους του Αρείου Πάγου με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό κομμάτων από την εκλογική διαδικασία της 21ης Μαΐου εμφανίζει κάποια ανησυχητικά κοινά στοιχεία με «πραξικοπιματικές» νοοτροπίες του παρελθόντος που μεταχειρίστηκαν σε περιόδους όπου εφαρμοζόταν το σύστημα της απλής αναλογικής. Ο αποκλεισμός κομμάτων μπορεί να εξυπηρετεί τον εκλογικό σχεδιασμό της σημερινής κυβέρνησης, αλλά δημιουργεί επικίνδυνες τάσεις, που στο μέλλον μπορεί να γενικευθούν και να χρησιμοποιηθούν εναντίον όλο και περισσότερα κόμματα. Θα ήταν προτιμότερο να αφεθούν όλα τα κόμματα που δεν αντιστρατεύονται το Σύνταγμα να υποβληθούν στην βάσανο της λαϊκής ψήφου, ώστε να βγουν μετά τα απαραίτητα συμπεράσματα.

Εάν και εφόσον τα κουκιά «δεν βγαίνουν» για τα μεγάλα κόμματα και παρατηρηθεί μια αξιοσημείωτη τάση προς ψήφο διαμαρτυρίας, ίσως το δημοκρατικότερο θα ήταν να προβληματιστούν τα κόμματα εξουσίας, να αφουγκρασθούν το μήνυμα των ψηφοφόρων και να προβούν στις απαραίτητες αλλαγές ώστε να απηχούν τις θέσεις των ψηφοφόρων. Η πρόσθεση (ψήφων) δια της αφαίρεσης κομμάτων δεν προοιωνίζει καλά για τον τόπο.

Πάντως, παρά τα προβλήματα που θα προκύψουν, ένα καλό που κληροδοτεί η χρήση της απλής αναλογικής στις συγκεκριμένες εκλογές είναι η ψηλαφητή βεβαιότητα ότι χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε να θεσπιστεί ένα ανεξάρτητο συνταγματικό δικαστήριο και να γίνει μια ξεκάθαρη διάκριση των εξουσιών αν πρόκειται να διασφαλιστεί η δημοκρατία.

Τέλος, να επισημάνουμε ότι τα ίδια λεγόμενα προοδευτικά κόμματα που επέβαλαν την απλή αναλογική υπήρξαν αυτά που πρωτοστάτησαν στον αποκλεισμό του μεγαλύτερου μέρους των Ελλήνων πολιτών που ζουν στο εξωτερικό από το δικαίωμα του εκλέγειν, μέσα από τις παράλογες απαιτήσεις που πρόβαλαν ώστε να συγκαταθέσουν σε κάτι που θεωρείται δεδομένο σε πλείστες άλλες χώρες της ΕΕ, αλλά και αλλού. Ο «προοδευτισμός» και η «δημοκρατία», όπως η απλή αναλογική, εξυπηρετούν τους στόχους τους μόνο όταν οι προθέσεις εκείνων που επικαλούνται τις αρετές τους είναι ειλικρινές. Διαφορετικά, όταν εργαλειοποιούνται προς ίδιον όφελος, καταλήγουν να είναι αυταρχικά μέσα με σκοπό την επιβολή τυραννίας.

Written by

Χριστόφορος ΤΡΙΠΟΥΛΑΣ

Ο Χριστόφορος Τριπουλάς είναι πανεπιστημιακός και διδάσκει μαθήματα ρητορικής και διαπροσωπικής επικοινωνίας. Ασχολείται με την μετάφραση και την επιφυλλιδογραφία και είναι συντάκτης στην εφημερίδα Αριστεία.