Το φετινό φθινόπωρο έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα παραγωγικό για την ελληνική διπλωματία. Μετά την υπογραφή του πολυαναμενόμενου συμφώνου ασφαλείας με την Γαλλία, σειρά είχε η επέκταση της συμφωνίας αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ σε πενταετής διάρκειας, με την δυνατότητα να ανανεωθεί μελλοντικά επ’ αόριστον. Στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής, οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών συναντήθηκαν στην Ουάσιγκτον την περασμένη εβδομάδα για να συνεχίσουν τον μεταξύ τους «Στρατηγικό Διάλογο».

Η συμφωνία αυτή, που καθιστά την στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Ελλάδα μονιμότερη και με ισχυρότερο αποτύπωμα, υπόκειται σε διαφορετικές ερμηνείες. Άλλοι θεωρούν την παρουσία αμερικανικού στρατηγείου στην Αλεξανδρούπολη σημαντική για την διασφάλιση της ευάλωτης περιοχής του Έβρου, που φαίνεται να εποφθαλμιά η Τουρκία, μαζί με άλλες παραμεθόριες περιοχές, όπως τα νησιά του Αιγαίου. Επίσης, οι αναφορές στην συνοδευτική επιστολή του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών κ. Μπλίνκεν για τον σεβασμό του δικαίου της θάλασσας και την υπεράσπιση της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας κρίνονται θετικές με γνώμονα τις απειλές που δέχεται η Ελλάς από την Τουρκία. Παράλληλα, η αναφορά περί εκπαίδευσης ή επιχείρησης των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στην στεριά και τα νησιά της ελληνική επικράτειας ερμηνεύεται εμμέσως ως επιβεβαίωση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο.

Προς ουσιαστική εμβάθυνση ελληνοαμερικανικών σχέσεων ή ξαναζεσταμένο φαγητό;

Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί να παραθεωρηθεί το γεγονός ότι η συμφωνία αυτή ισχύει από το 1990 και κατά την διάρκεια όλων αυτών των δεκαετιών, η τουρκικές απειλές εναντίον της Ελλάδος κλιμακώνονται σταθερά (casus belli, Ίμια, γαλάζια πατρίδα τουρκολιβυκό μνημόνιο) με την Ουάσιγκτον να παίζει τον ρόλο του Πόντιου Πιλάτο. Παράλληλα, οι ΗΠΑ αλλάζουν επί τα χείρω την στάση τους σε ζητήματα που άπτονται εθνικά θέματα, όπως η ονομασία των Σκοπίων.

Καλές λοιπόν οι κυβερνητικές επιστολές και διπλωματικά χρήσιμες, αλλά την κρίσιμη ώρα, όταν μια χώρα δέχεται απειλές, η επιχειρησιακή ετοιμότητα και η αποτρεπτική ισχύς θα παίξουν τον καθοριστικό ρόλο, ανάλογα, φυσικά, με την αποφασιστικότητα της εκάστοτε κυβέρνησης να τις χρησιμοποιήσει δεόντως. Τα συμφέροντα και οι ευκαιρίες αλλάζουν συνεχώς και οι εγχώριες ελίτ δεν θα πρέπει να επαναπαύονται στα λόγια, διότι την κρίσιμη ώρα αποδεικνύονται φτωχά και ενίοτε…κούφια.

Τα μελανά σημεία της συμμαχίας

Παρά τα φαινομενικά θετικά σημεία της ενισχυμένης ελληναμερικανικής συνεργασίας, υπάρχουν και τα μελανά σημεία. Για παράδειγμα, η κοινή δήλωση των υπουργών Εξωτερικών στις 14 Οκτωβρίου σχετικά με τον Στρατηγικό Διάλογο, εμπεριέχει ξεκάθαρη αναφορά στην επαίσχυντη Συμφωνία των Πρεσπών και της «καλή τη πίστει πλήρους εφαρμογής της συμφωνίας με συνέπεια». Ασφαλώς, αυτό περιλαμβάνει την ψήφιση των μνημονίων που προβλέπονται στην συμφωνία από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Επιπλέον, γίνεται λόγος για την «επείγουσα έναρξη ενταξιακών συνομιλιών μεταξύ της ΕΕ και των χωρών της Αλβανίας και Βόρειας Μακεδονίας».

Υπενθυμίζεται ότι η αλβανική εισαγγελία χαρακτήρισε προ ημερών κυνικώ τω τρόπω την δολοφονία του Βορειοηπειρώτη Κωνσταντίνου Κατσίφα «αυτοκτονία», ενώ ο Αλβανός πρωθυπουργός κ. Ράμα εξαπολύει στοχευμένες παρεμβάσεις εναντίον της ελληνικής μειονότητας που αποσκοπούν στην συρρίκνωση ή και εξαφάνισή της. Όσο για τον συνεχιζόμενο αλυτρωτισμό και τις κατ’ εξακολούθηση παραβιάσεις των ελάχιστων υποχρεώσεων της ετεροβαρούς Συμφωνίας των Πρεσπών εκ μέρους των Σκοπίων, ό,τι και να πει κανείς είναι λίγο.

Η δήλωση των κ.κ. Μπλίνκεν και Δένδια περιελάμβανε και άλλες αναφορές που χρήζουν προσοχής, όπως αυτή για την ευρωατλαντική πορεία του Κοσόβου, την ανθρωπιστική κρίση στο Αφγανιστάν και ιδιαίτερα «τους αιτούντες ασύλου, μετανάστες και πρόσφυγες». Τέλος, έγινε αναφορά στον στόχο απολιγνητοποίησης της Ελλάδος ως το 2025 (εν μέσω μιας πρωτοφανούς για τον 21ο αιώνα ενεργειακής κρίσης, με απρόβλεπτες, για την ώρα, συνέπειες).

Ο αμφιλεγόμενος διορισμός ενός ομογενούς για την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα

Και μέσα στο πλαίσιο αυτό, φτάνει η είδηση της επίσημης πρότασης της κυβέρνησης Μπαίντεν να αναλάβει πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα ο ομογενής επιχειρηματίας κ. Γιώργος Τσούνης. Ο πολυεκατομμυριούχος κ. Τσούνης, ο οποίος δεν ανήκει στο διπλωματικό σώμα, αλλά σπούδασε νομική και γνώρισε μεγάλη επαγγελματική καταξίωση ως ιδρυτής, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της μεγάλης αλυσίδας ξενοδοχείων «Chartwell», φέρεται να ποθεί την ανάληψη πρεσβευτικών καθηκόντων, καθώς προτάθηκε και στο παρελθόν, ανεπιτυχώς, για να αναλάβει ως πρέσβης των ΗΠΑ στην Νορβηγία.

Πρόκειται για μεγάλο οικονομικό υποστηρικτή του Δημοκρατικού κόμματος, με κορυφαίες γνωριμίες. Όταν προτάθηκε από την κυβέρνηση Ομπάμα στο παρελθόν, πέρασε από μια δύσκολη ακροαματική διαδικασία στο Κογκρέσο, όπου, μεταξύ άλλων, δεν μπορούσε να απαντήσει ποιος ήταν ο αρχηγός του κράτους της Νορβηγίας και εάν η δημοκρατία της ήταν προεδρευόμενη ή βασιλευόμενη. Φυσικά, μετά την γκάφα αυτή, η υποψηφιότητά του αποσύρθηκε. Τώρα, η κυβέρνηση Μπάιντεν την επαναφέρει, ελπίζοντας ότι η εξοικείωσή του με την πατρίδα των προγόνων του Ελλάδα θα του εξασφαλίσει ευκολότερο δρόμο για τον διορισμό.

Δεδομένου του διαχρονικού παρασκηνιακού ρόλου που παίζει ο εκάστοτε Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα ως «τοποτηρητής» ή «έπαρχος», προκύπτουν εύλογες απορίες για τον ρόλο που θα κληθεί να διαδραματίσει ο κ. Τσούνης, εφόσον διοριστεί. Δεδομένου ότι δεν είναι διπλωμάτης καριέρας, μήπως ο ρόλος του θα είναι διακοσμητικός και θα κινεί τα νήματα ο επιτετραμμένος της πρεσβείας; Σε μια τέτοια περίπτωση, αυτό τελικά θα είναι καλύτερο ή χειρότερο για την Ελλάδα;

Προέχει να μην διαταραχθούν οι σχέσεις Ομογένειας-Ελλάδος

Δεν έχουμε κάποιον λόγο να αμφισβητήσουμε την αγάπη του κ. Τσούνη για την Ελλάδα ή τα αισθήματα που μπορεί να τρέφει για την προγονική του πατρίδα. Ωστόσο, ακόμη και αν καταστεί ο καλύτερος υπερασπιστής της Ελλάδας, οι ΗΠΑ τον στέλνουν εκεί για να εκπροσωπήσει τα δικά τους συμφέροντα. Δυστυχώς, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να διεκπεραιώνει όλα τα αμφιλεγόμενα που επισημάνθηκαν ανωτέρω και να ασκεί σχετικές πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση. Γιατί να θέλει ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας, που έχει εξασφαλίσει την οικονομική άνεση να ζήσει τρυφηλή ζωή στην Ελλάδα από μόνος του, να βαδίσει σε τέτοιες ατραπούς;

Όσο τιμητικό και να είναι να διορίζονται ομογενείς σε ανώτατα διπλωματικά πόστα, εκφράζεται εδώ η ανησυχία (ασχέτως προσώπου) σχετικά με την ανάληψη πρεσβευτικών καθηκόντων στην Αθήνα από ομογενείς. Ο ευαγγελικός λόγος ότι «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» είναι σαφής και ο φόβος είναι μήπως οι τυχόν «βρώμικες δουλειές» που ενδέχεται να ανατεθούν στον κ. Πρέσβη έχουν ευρύτερο αντίκτυπο στις σχέσεις Ομογένειας-Ελλάδος. Ο δεύτερος φόβος είναι ότι η εκεί παρουσία ομογενούς ενδέχεται να λειτουργήσει παραπλανητικά, τραβώντας την προσοχή από τους πραγματικούς παράγοντες τους οποίους πρέπει να προσέχουμε. Μέχρι σήμερα, ουδείς ασχολείται με ποιους πολιτικούς συναντιέται ο επιτετραμμένος μιας πρεσβείας, διότι τα μάτια στρέφονται επάνω στους πολυπράγμονες πρέσβεις. Ενδεχομένως, η συνήθεια αυτή θα πρέπει να αλλάξει.

Δεν ξέρω τι θα ήταν καλύτερο. Να ευχηθούμε «καλή τύχη» στον κ. Τσούνη ή να «προσέχει τι εύχεται»; Πάντως, σε κάθε περίπτωση, θα εκφράσουμε την ευχή και την προτροπή οι σχέσεις Ομογένειας και Ελλάδος να προστατευθούν ως κόρη οφθαλμού και να εμβαθύνουν ουσιαστικά, διότι ο απόδημος Ελληνισμός αποτελούσε παραδοσιακά τον καλύτερο πρεσβευτή της Ελλάδος στο διεθνές περίγυρο και έναν υπολογίσιμο πολλαπλασιαστή ισχύος.

Written by

Χριστόφορος ΤΡΙΠΟΥΛΑΣ

Ο Χριστόφορος Τριπουλάς είναι πανεπιστημιακός και διδάσκει μαθήματα ρητορικής και διαπροσωπικής επικοινωνίας. Ασχολείται με την μετάφραση και την επιφυλλιδογραφία και είναι συντάκτης στην εφημερίδα Αριστεία.