
Ο Περικλής Βιζουκίδης, ιδρυτής της Ηπειρωτικής Εστίας Θεσσαλονίκης, νομικός, συγγραφέας και πανεπιστημιακός που διατέλεσε καθηγητής του Αστικού δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, αντεπιστέλλον μέλος της ακαδημίας Αθηνών την περίοδο από το 1951 έως το 1956, γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου 1880 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε στις 27 Σεπτεμβρίου 1956 στις Σέρρες.
Η κηδεία του έγινε στις 28 Σεπτεμβρίου 1956 στις 4 το απόγευμα στο Ναό της Αγίας Σοφίας, με δαπάνη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, ενώ έχει ταφεί στο Δημοτικό κοιμητήριο της Ευαγγελιστρίας, στην οδό Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη.
Γονείς του ήταν ο Κωνσταντίνος και η Αικατερίνη Βιζούκα, με καταγωγή από το χωριό Χλωμό στην περιοχή του Πωγωνίου στη Βόρειο Ήπειρο. Ολοκλήρωσε τις μέσες σπουδές του στο Λύκειο του Πέραν και στη συνέχεια φοίτησε στα πανεπιστήμια της Ιένα, του Μονάχου και του Βερολίνου, στο οποίο το 1902 αναγορεύτηκε διδάκτορας μετ’ επαίνων και θέμα της διδακτορικής του διατριβής υπήρξε το «Περί της εσχάτης προδοσίας». Δίδαξε για εικοσιπέντε χρόνια, Συγκριτικό δίκαιο καθώς και Ελληνικά και Τουρκικά στη Γερμανία, ενώ το 1904 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και παρείχε νομικές συμβουλές ως δικηγόρος στα προξενικά γραφεία της Ελλάδος και της Γερμανίας. Στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε έως το 1906, χρημάτισε Γενικός Γραμματέας του Φιλολογικού Συλλόγου και στη συνέχεια επέστρεψε στη Γερμανία, όπου συνέχισε το διδακτικό του έργο. Στα χρόνια των σπουδών του στη Γερμανία γνωρίστηκε κι έγινε προσωπικός φίλος του μαθηματικού Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή.
Διορίστηκε αριστίνδην καθηγητής, με Προεδρικό Διάταγμα στις 4 Απριλίου 1928, και στη συνέχεια εκλέχθηκε πρώτος κοσμήτορας στην τακτική έδρα της εισαγωγής εις την επιστήμη του Δικαίου και στοιχείων του Αστικού Δικαίου στο τμήμα Πολιτικών και Οικονομικών επιστημών της Νομικής σχολής και διατέλεσε αντιπρύτανις, θέση στην οποία εκλέχθηκε την Τρίτη 6 Μαΐου 1930 αφού συγκέντρωσε 22 ψήφους σε σύνολο 27 εκλεκτόρων, πρύτανης θέση στην οποία διατέλεσε το ακαδημαϊκό έτος 1931-32, προπρύτανις και κυβερνητικός επίτροπος την ακαδημαϊκή περίοδο 1932-33, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Η ιδέα της συστάσεως του Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με τον Περικλή Βιζουκίδη, είχε εκφραστεί μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, από τον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή και το Γεώργιο Στρέιτ. Σύμφωνα με δημοσίευμα στης εφημερίδος «Μακεδονία», συμμετείχε στο 27ο Συνέδριο Ειρήνης, που έγινε το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, μαζί με τους καθηγητές Αβροτέλη Ελευθερόπουλο ή Τσαβδάρογλου, Σπυρόπουλο και Δημοσθένη Στεφανίδη.
Στη διάρκεια της πρυτανείας του συμπληρώθηκαν οι χίλιοι πρώτοι φοιτητές στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με χιλιοστό τον μετέπειτα δικηγόρο Κωνσταντίνο Φαρμακίδη, στον οποίο ο Βιζουκίδης χάρισε χρυσό ρολόι, που αγόρασε με δικές του δαπάνες. Στο εσωτερικό του ενός καλύμματος υπάρχει εγχάρακτη δωρητήρια επιγραφή με τα ακόλουθα οκτώ παραινετικά αποφθέγματα,
«Θεόν φοβού»,
«Νόμοις πείθου»,
«Γονείς τίμα»,
«Εργάζου»,
«Χρόνου φείδου»,
«Γέροντας σέβου»,
«Πλησίον βοήθει»,
«Πατρίδα Αγάπα».
Καταδικάστηκε από ποινικό δικαστήριο για χειροδικία κατά του συναδέλφου του και τότε πρύτανη Δημητρίου Καββάδα, ενώ ήταν απόλυτα αρνητικός στην επιστροφή στο πανεπιστήμιο του Αλέξανδρου Δελμούζου, αλλά και των Χαράλαμπου Θεοδωρίδη, Δημήτρη Καββάδα, Γιάννη Ιμβριώτη, Κώστα Τζώνη και Αντωνίου Σιγάλα.
Το 1926 και έως το 1941 συμμετείχε στην εκδοτική ομάδα του περιοδικού «Ηπειρωτικά Χρονικά», που εκδόθηκε στα Ιωάννινα σε 16 τόμους, μαζί με τους Γεώργιο Αναγνωστόπουλο και Αλκιβιάδη Κοντοπάνο. Το περιοδικό είχε σκοπό να αναπληρώσει την έλλειψη επιστημονικής μελέτης της ιστορίας της Ηπείρου καθώς και να καλύψει την απουσία συστηματικής καταγραφής του λαογραφικού και γλωσσικού υλικού της περιοχής.
Περιλαμβάνεται μεταξύ των ιδρυτών της «Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών», η οποία ιδρύθηκε το Σάββατο 29 Απριλίου 1939, όπως και οι καθηγητές Στίλπωνας Κυριακίδης, Μάξιμος Μαραβελάκης, Αντώνιος Σιγάλας και Δημήτριος Σάντης, ο Γυμνασιάρχης Κωνσταντίνος Μικρού και ο οφθαλμίατρος Θεοφύλακτος Θεοφύλακτος.
Στη διάρκεια της τριπλής κατοχής στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμμετείχε στην αντιστασιακή αγγλική μονάδα FORCE 133 και ήταν ιδρυτικό μέλος, μαζί με τον Μητροπολίτη Γεννάδιο, στο Εθνικό Συμβούλιο Μακεδονίας, το οποίο αποτέλεσε την επίσημη ελληνική αντιπολίτευση στην Γερμανική Κατοχή.
Στις 7 Απριλίου 1941, την ώρα που η Ελλάδα υφίστατο επίθεση από τη Γερμανία, δημοσίευσε στην εφημερίδα «Μακεδονία», άρθρο με τίτλο, «Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί Πάτρης». Στις 9 Απριλίου 1941 στις 7 το πρωί, όταν υπογράφηκε στο κτίριο της Γερμανικής Σχολής Θεσσαλονίκης από τον αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, τότε διοικητή της στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας ΤΣΑΜ και τον Γερμανό στρατηγό Φάιελ η παράδοση της Θεσσαλονίκης, ήταν μέλος, ως διερμηνέας, της επιτροπής, την οποία αποτελούσαν ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Μερκουρίου και ο στρατιωτικός διοικητής Θεσσαλονίκης Νικόλαος Ραγκαβής, που παρέδωσε την πόλη στους Γερμανούς.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, μαζί με τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο και τον Πέτρο Λεβή, μεσολάβησε δίχως επιτυχία στις αρχές του 1943, στο Γερμανό Γενικό Διοικητή, προκειμένου να ματαιωθεί η αποστολή των Εβραίων της Μακεδονίας στα Γερμανικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως και στις 30 Οκτωβρίου 1945, κατέθεσε ως μάρτυρας υπερασπίσεως στη δίκη των δημοσιογράφων της Θεσσαλονίκης που είχαν παραπεμφθεί σε δίκη ως δοσίλογοι.
Στις 6 Απριλίου 1980, δημοσιεύθηκε το Α΄ μέρος άρθρου με τίτλο, «Η Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα» του δημοσιογράφου Χρ. Χριστοδούλου. Ο συντάκτης δημοσιεύει φωτογραφία από τις διαπραγματεύσεις για την παράδοση της Θεσσαλονίκης και στο δημοσίευμα του αναφέρεται με εμπάθεια και ψεύδη στον Περικλή Βιζουκίδη, και τον χαρακτηρίζει ως «..γερμανόφιλο καθηγητή», «…περιλάλητο» ο οποίος «…είχε σπουδάσει στη Γερμανία και έτρεφε τυφλό θαυμασμό για το καθεστώς της…», που «…πρωτοστάτησε στο διώξιμο όλων των δημοκρατικών καθηγητών από το Πανεπιστήμιο…» κι ακόμη ότι «…την ημέρα που οι Γερμανοί μπήκαν στη Θεσσαλονίκη τους υποδέχθηκε εγκάρδια και δίχως την εξουσιοδότηση κανενός…».
Η αλήθεια είναι ότι ο Περικλής Βιζουκίδης κλήθηκε από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο, λόγω της γνώσεως της Γερμανικής γλώσσας, απόρροια των σπουδών και της γενικότερης παραμονής του στη Γερμανία.
Στη διάρκεια της τριπλής κατοχής που ακολούθησε, ο καθηγητής Βιζουκίδης απομακρύνθηκε από το επιταγμένο ξενοδοχείο «Mediterranean» στο οποίο διέμενε μόνιμα, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα εξασφάλιζε τα προς το ζειν, με τη βοήθεια των γνωστών και συμπατριωτών του Ηπειρωτών αρτοποιών της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα δε, με μαρτυρία του Θ. Περπερή, δικηγόρου Θεσσαλονίκης, όπως αυτή δημοσιεύθηκε στο βιβλίο του «Υπερηφανέστατη Θεσσαλονίκη», ο Βιζουκίδης σε όλη τη διάρκεια της τριπλής κατοχής, φορούσε μαύρη γραβάτα και στις σχετικές ερωτήσεις γνωστών και φίλων απαντούσε πως, «…Εφ’ όσον την πατρίδα μας πατάει ξένος κατακτητής, ο Βιζουκίδης πενθεί».
Συκοφαντική επίθεση σε βάρος της μνήμης του διαπράχθηκε επίσης, από τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο, τότε πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, μετέπειτα βουλευτή και υπουργό των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Γιαννόπουλος με αφορμή το θέμα «Συνέδριο της Νομικής σχολής του Αριστοτελείου πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης», επιτέθηκε στη μνήμη του καθηγητή Βιζουκίδη, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, που αντέδρασε, υιοθετώντας σχετική ανακοίνωση της «Ηπειρωτικής Εστίας» Θεσσαλονίκης. Το συνδικαλιστικό σωματείο των Δικηγόρων της Θεσσαλονίκης προώθησε την ανακοίνωση, χαρακτηρίζοντας «…αν μη τι άλλο έλλειψη σοβαρότητος…να αποπειράται … να κατασπιλώσει τη μνήμη ενός διαπρεπούς νομομαθούς…του αναστήματος του αειμνήστου Περικλή Βιζουκίδη…».
Originally posted 2018-09-17 08:55:51.