
Ήρθαν τα Χριστούγεννα, μπαίνει το νέο έτος και για πολλοστή χρονιά, τα επιτελεία των πολιτικών κομμάτων θα ετοιμάζουν ευχολόγια και ψεύτικες υποσχέσεις για δήθεν έξοδο από το μνημόνιο και φως στην άκρη του τούνελ. Η εμπειρική, όμως, γνώση του «πάντα ευκολόπιστου και πάντα προδομένου» ελληνικού λαού θα έπρεπε να ελέγχει το αναληθές των λόγων αυτών, πριν καν προλάβουν οι πολιτικές μαλαγάνες να τα ξεστομίσουν.
Με την ευκαιρία του Δωδεκαήμερου, ας εξετάσουμε περιληπτικά ένα από τα πιο γνωστά Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του μεγάλου Σκιαθίτη συγγραφέα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, για να δούμε πόσο επίκαιρος παραμένει ο λόγος του και τι μηνύματα εκπέμπει για τις πολιτισμικές προτεραιότητες ενός λαού.
Ο επίκαιρος λόγος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Στα «Χριστούγεννα του Τεμπέλη», ο «Μεγαλέξανδρος των ελληνικών γραμμάτων» μάς γράφει για τον μαστρο-Παύλο τον Πισκολέτο, που ήταν «διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα “κατώτερα στρώματα”, πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!»
Γράφοντας για τους απλούς ανθρώπους της Αθήνας «της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών» (οποία ομοιώτης με τη σημερινή Αθήνα!), ο μεγάλος λογοτέχνης διηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που δεν του αρέσει η δουλειά. Την παραμονή των Χριστουγέννων, διωγμένος από το σπίτι του, μετανιώνει που δεν πήγε να δουλέψει και να ψωνίσει για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Τότε συναντά την ευκαιρία του εύκολου προσπορισμού στο πρόσωπο ενός μπακαλόπαιδου που έψαχνε έναν άγνωστο να του παραδώσει την γαλοπούλα που παρήγγειλε. Ο μαστρο-Παύλος δεν χάνει την ευκαιρία να τον ξεγελάσει και τον κατευθύνει στο σπίτι του, χαρίζοντας ανίδρωτα στους δικούς του ένα ανέλπιστο πεσκέσι. Όμως, στη συνέχεια η οικογένεια του αντιμετωπίζει την οργή εκείνων που είχαν αγοράσει τη γαλοπούλα, νιώθοντας ντροπή για την πράξη του μαστρο-Παύλου.
Μπορεί ο δυστυχής πρωταγωνιστής της ιστορίας να πήρε ένα γερό μάθημα λόγω της τεμπελιάς του και της απόπειράς του να φάει και να πιεί «εις υγεία των κοροΐδων» στους οποίους ανήκε η γαλοπούλα, αλλά στο τέλος του διηγήματος είναι δύσκολο να νοιώσει ο αναγνώστης αντιπάθεια για το πρόσωπό του, εν μέρει επειδή αναγνωρίζει τα λάθη του και δείχνει μεταμέλεια. Αντιθέτως, εντελώς διαφορετική γνώμη σχηματίζει κανείς για τη σπιτονοικοκυρά του μαστρο-Παύλου, την κυρά-Στρατίνα, που παρουσιάζεται όχι μόνο ως κουτσομπόλα, αλλά και ως σκληρόκαρδη και φιλοχρήματη.
Σαν τη σημερινή ΕΕ: ελλείμμα ανθρωπιάς και πλεόνασμα υποκρισίας
«Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά μέ δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της… ποία νοικάρισσα τής καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης τής χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα τής επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον».
Όμως, ο συγγραφέας φροντίζει να μάς παρουσιάσει και τους απλούς ανθρώπους της γειτονιάς, όπως τον μαστρο-Δημήτρη τον φραγκοράφτη, οι οποίοι, με την καλοσύνη που τους διακρίνει, δεν λησμονούν να κερνούν τον διωγμένο, διαπομπευμένο και απένταρο μαστρο-Παύλο… κι ας ήξεραν για το κουσούρι της τεμπελιάς που τον στιγμάτιζε. Τρεις μέρες τριγυρνούσε ξεσπιτωμένος και άφραγκος ο μαστρο-Παυλάκης, όμως με τη συχνότητα που ο συγγραφέας τον παρουσιάζει να μπαίνει στο καπηλειό, λογικά υποθέτει κανείς ότι υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι σαν τον μάστρο-Δημήτρη (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, χρωστούσε κι εκείνος τρία ενοίκια στη Στρατίνα), που, παρά τα δικά τους οικονομικά προβλήματα, εμφανίζουν πλεόνασμα ανθρωπιάς και δείχνουν αλληλεγγύη στον «τεμπέλη» αντί να τον κατακρίνουν, ψάχνοντας έτσι αφορμή να δικαιολογήσουν την απανθρωπιά τους.
Οι «δανειστές» εκείνοι δεν εμφορούντο από τη λογική των «αγορών» και των γυπαετών που ξεκοκκαλίζουν έθνη και λαούς. Δεν επέβαλαν μνημόνια και δράσεις ως προϋποθέσεις για να ασκήσουν την – συμπτωματικά κερδοφόρα – «ελεημοσύνη» τους, όπως η Στρατίνα. Αν και δεν συμφωνούσαν με τις απόψεις του μαστρο-Παύλου για την… αρετή της φυγοπονίας, ήξεραν να διακρίνουν μεταξύ γνώμης και ουσίας. Το γεγονός ότι δεν μοίραζαν την ίδια ιδεολογία δεν τους εμπόδισε στο ελάχιστο να βοηθήσουν έναν συνάνθρωπό τους, χωρίς να θέτουν προϋποθέσεις και όρους για την χορηγία της αλληλεγγύης τους.
Τέλος, αξίζει να προσέξει κανείς την κατάληξη του διηγήματος. Ο μαστρο-Παύλος μαθαίνει από τη Στρατίνα για την ανεπιτυχή έκβαση του σχεδίου του, ενώ η ίδια ομολογεί τρεις φορές ότι κουκούλωσε την κλοπή της γαλοπούλας για να μην «προσβληθεί» το σπίτι της. Προδήλως, ποσώς την ενδιέφερε αν διέτρεχε κάποιον κίνδυνο η οικογένεια Πισκολέτου από τον εξαπατημένο δικαιούχο της γαλοπούλας, ο οποίος απειλούσε εξοργισμένος να φωνάξει την αστυνομία. Κάπως έτσι, και η μνημονιακή βοήθεια των Ευρωπαίων εταίρων έμοιαζε ευθύς εξαρχής να στόχευε στην κάλυψη της ντροπής των εγκληματικών ενεργειών και παραβλέψεων που βάραιναν τις μεγάλες τράπεζες και την κεντρική διοίκηση της ΕΕ παρά στην πραγματική βοήθεια του χειμαζομένου λαού.
…κι από μικρό μαθαίνεις την αλήθεια
Αλλά παρά τις υποκριτικές νουθεσίες της Στρατίνας, η πλέον αφοπλιστική απάντηση προς τον μαστρο-Παύλο ήρθε από τον μικρό γιο του, που του φώναζε από την κλειδαμπαρωμένη πόρτα του σπιτιού:
«― Την υγειά σου, ματο-Πάλο, τεμπελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε και συ πέντε, κι άλλα πέντε, δέκα.»
Αναμφίβολα, περισσότερο ακόμη από την τεμπελιά, ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων» καταδικάζει το κουτσομπολιό και τη διαβολή, την αυταρέσκεια και την υποκρισία. Ο αναγνώστης θα κρίνει αν υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ της Στρατίνας και τους φορείς ενός προτεσταντικού ηθικισμού που ευρίσκεται στους αντίποδες του Ευαγγελίου, οι οποίοι οικοδόμησαν ολόκληρη σκευωρία εις βάρος του ελληνικού λαού, καταγγέλλοντας την «τεμπελιά» του διεθνώς, για να πάρουν όλη την περιουσία της χώρας ως «αμανάτι» έναντι δανεικών χρημάτων.
Ο αναγνώστης θα κρίνει αν το περίσσευμα ανθρωπιάς και η έμπρακτη αλληλεγγύη των επίσης χρεωμένων συντοπιτών του μαστρο-Παύλου αποτελεί γνησιότερη αρχοντιά από την υποκρισία της Στρατίνας, αν παραπέμπει σε μια κοσμοθεωρία αλλιώτικη και ενδεχομένως καλύτερη. Όπως είπε ο μαστρο-Δημήτρης, «εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γιος μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στην μοδίστρα. Και μ᾽ όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια τής κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για τη σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για το μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της, ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή». Κι όμως, η καρδιά του δείχνει πολύ πιο αρχοντική από αυτήν της καθωσπρέπει νοικοκυράς… που φρόντιζε να έχει τα του οίκου της πάντα τακτοποιημένα, αλλά εμφανίζει μια καρδιά εντελώς ακαλλιέργητη.
Στο τέλος, ούτε το κουτσομπολιό της Στρατίνας ούτε η αφραγκία μοιάζουν να οδήγησαν τον συμπαθητικό, παρόλες τις ατέλειές του, μαστρο-Παύλο στη μετάνοια όσο η αποδοκιμασία που του επεφύλαξε η οικογένειά του. Η μούντζα του γιού τον κατακεραύνωσε και έπαιξε καθοριστική σημασία στην αλλαγή της οικονομικής του πολιτικής.
Η λύση για να πιάσει τόπο, πρέπει να᾽ναι εντόπια
Άρα, αν υπάρχει κάποιο επιμύθιο στο διήγημα αυτό, είναι ότι τα προβλήματα που ταλανίζουν τον τόπο μας δεν πρόκειται να διορθωθούν από μνημόνια, ούτε από ξένες δυνάμεις που παριστάνουν τους τιμητές των πάντων, αποσκοπώντας υστερόβουλα σε ίδιον όφελος. Αυτοί οι «σωτήρες» ενδεχομένως να έχουν περισσότερη ανάγκη θεραπείας από οποιονδήποτε άλλο.
Οι μακραίωνες παραδόσεις του ελληνισμού λειτουργούν ως δρομοδείκτης για την οριστική έξοδο από την κρίση. Ασφαλώς, η αλληλεγγύη και η σημασία της οικογένειας δεν μπορεί να λείπουν από τη λύση αυτή, όσο και να θεωρούνται ντεμοντέ από τους σημερινούς διαμορφωτές των πολιτικών και των γκρουπούσκουλων των κομμάτων.
Και σε πολιτικό επίπεδο, προφανώς, μόνο όταν εισπράξουν οι θιασώτες της τεμπελιάς, που υπόσχονται ανίδρωτο χρυσό αφιονίζοντας τον λαό, μια διπλή μούντζα από τα παιδιά τους, ίσως τότε να μπορέσουν να ανανήψουν και να μετανιώσουν για το κακό που προξένησαν στον τόπο τους.
Το βέβαιο είναι ότι η προτροπή με την οποία τελειώνει το Χριστουγεννιάτικο διήγημά μας, «δρόμο και η δουλειά», δεν είναι ξένη για την ελληνική κοινωνία, ούτε την τρομάζει. Το παν, όμως, είναι να γνωρίζει κανείς τις πολιτισμικές προτεραιότητες που εξυπηρετούνται δια του συνθήματος αυτού.
Originally posted 2017-12-26 11:05:31.