Υπάρχουν κάποιες μικρές καθημερινές συνήθειες του λαού μας που φανερώνουν τόσο τρανά τον «τρόπο» μας, την πολιτισμική μας παρακαταθήκη και την τεράστια πρόταση που κομίζουμε και μπορούμε να μοιραστούμε με τον κόσμο, αρκεί να αποβάλλουμε το σύμπλεγμα μειονεκτικότητας που μας δέρνει εδώ και 200 χρόνια. Μια απλή Κυριακάτικη λειτουργική σύναξη στο χωριό, ο εορτασμός της μνήμης ενός αγίου, ένα μνημόσυνο για κάποιον κεκοιμημένο συγγενή και φίλο δύνανται κάλλιστα να σταθούν αφορμές για μια ξεχωριστή βιωματική εμπειρία ή μια βαθύτερη πνευματική περισυλλογή. Έστω και χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε εκείνη την ώρα, συμμετέχουμε, ως συνεχιστές, του έργου ενός λαού που κάποτε κυρίευσε τον κόσμο και έγινε ξακουστός ανά την οικουμένη όχι με την δια της μαχαίρας επιβολής του, αλλά με την δύναμη της πολιτισμικής πρότασης που κόμιζε, με την εξωστρεφή πολιτιστική διπλωματία του.

Οι αναφορές στην σπάνιας ομορφιάς ελλαδική φύση και στο κάλλος της συγκεκριμένης γωνιάς της γης που υπήρξε η καταβολή του Ελληνισμού είναι γνωστές και συνεχώς επαναλαμβανόμενες. Όμως, οι ομορφιές αυτές από μόνες τους δεν αποτελούν, πέρα από το όντως εντυπωσιακό προσφερόμενο θέαμα, κάτι το αξιόλογο. Ο πραγματικός πλούτος τους βρίσκονται στην συγκεκριμένη θεώρηση που γεννούν, στις κοινές συνήθειες που διαμορφώνουν, στην ομοψυχία που προξενούν. Χωρίς την εμβάθυνση στις βαθύτερες σχέσεις στην διαμόρφωση των οποίων συνέβαλλαν και συμβάλλουν, μοιάζουν με απλά διαφημιστικές καταχωρήσεις για εξωτικούς τόπους που ποτέ δεν πρόκειται να επισκεφθούμε και οι οποίοι θα ξεχασθούν μόλις γυρίσουμε την σελίδα του εντύπου στο οποίο φιλοξενούνται.

grecobooks-6

Πολιτισμικά αντίδωρα

Με αφορμή τα παραδείγματα που παρατέθηκαν πιο πάνω, δεν παύει να εκπλήσσει η σημασία που έδιναν οι πρόγονοί μας στην συμμετοχή και κοινωνία ως «τρόπο ζωής». Ξεκινώντας από την προσφορά των τιμίων δώρων, τα οποία προσκομίζει ο λαός στον λειτουργούντα ιερέα από τα «έργα των χειρών του» (το ψωμί, το κρασί, το λάδι) ως το μνημόνευμα ζώντων και κεκοιμημένων στον ίδιο χώρο και στην ίδια λειτουργία (για να τονιστεί ότι μετέχουν όλοι της συνάξεως, ακόμη και αυτοί που υπάρχουν πλέον σε άλλη διάσταση, αλλά εξακολουθούν να αγαπιούνται και να λογαριάζονται!), όλα παραπέμπουν στην κοινωνία – με αποκορύφωμα, φυσικά, το κάλεσμα που απευθύνεται στους πιστούς να προσέλθουν για τον αληθινό επιούσιο άρτο και να μεταλάβουν σώμα και αίμα Χριστού.

Αίσθηση προκαλούν και οι ευχές για όσους απουσιάζουν από την σύναξη είτε επειδή ταξιδεύουν, είτε επειδή είναι άρρωστοι ή για άλλους λόγους. Κάποιοι ιερείς, ανταποκρινόμενοι στο κοινωνικό φαινόμενο της μετανάστευσης και δείχνοντας ιδιαίτερη μέριμνα για όσους βρίσκονται στην ξενιτιά, δεν παύουν να δέονται «υπέρ των αδελφών ημών εν τη αλλοδαπή και της καλής επανόδου αυτών», προκαλώντας συγκίνηση αλλά και αισθήματα ευγνωμοσύνης στους Έλληνες της Διασποράς.

Η τοπική κοινότητα ως συνέχεια της εκκλησίας του δήμου

Αλλά ο «τρόπος» επεκτείνεται και έξω από τον ναό, όταν η «εκκλησία» (δηλαδή τα μέλη αυτής, που συνήρχοντο για να δώσουν την μεταφυσική διάσταση στις συγκεντρώσεις του δήμου στην αρχαιότητα και στην συνέχεια στους ναούς μας, ιδίως στα χωριά και τις κωμοπόλεις, όπου ο θεσμός της κοινότητας διακρίνεται πιο εύκολα) συγκεντρώνεται στους αυλόγυρους και τις αίθουσες, για να συνεχίσουν την κοινωνική διάσταση της ύπαρξής τους. Ο συμβολισμός των κολλύβων, το «συγχώρεμα» που συνοδεύεται από το παραδοσιακό τσίπουρο ή άλλο κέρασμα, η κοινωνική συμπαράσταση στους πενθούντες, η μετοχή στην χαρά και λύπη του πλησίον…όλα αυτά φανερώνουν έναν «πολιτισμικό τρόπο» που μένει σταθερός και ασάλευτος στο πέρασμα των αιώνων και απέβη, μέχρι και σήμερα, σωτήριος για το μικρό, μα μέγα Γένος μας.

Στις παρυφές της σύναξης, αναρωτιούνται μέλη της ομηγύρεως για νέα πρόσωπα που πιθανόν δεν γνωρίζουν, λαμβάνουν πληροφορίες, οι άνθρωποι αναγνωρίζονται και γνωρίζονται και ο κόσμος γίνεται λιγότερο ψυχρός κι απόκοσμος, πιο ανθρώπινος και ζεστός.

Εκεί και τα ψήγματα της αρχοντιάς. Κάποιοι με μεράκι για δουλειά ή αναπτυγμένη φιλοκαλία θα ξεδιπλώσουν και φανερώσουν το ταλέντο τους, είτε εντοπίζεται στην βρύση του χωριού που έκτισαν, διακριτά άλλα και διακριτικά σχεδιασμένη στους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της παραπλήσιας εκκλησίας του χωριού, είτε στην διαμόρφωση και τον καλλωπισμό του περιβάλλοντος χώρου με απόλυτο σεβασμό και σε αρμονία με αυτόν, είτε στην αναπαλαίωση κειμηλίων, κτλ. Είναι και αυτή μια υπαρκτή και ολοζώντανη εικόνα της Ελλάδας, η οποία κινείται στους αντίποδες των θλιβερών εικόνων της μπίχλας και του μπάχαλου που μονοπωλούν τις ειδήσεις και προβάλλουν τα κανάλια. Εκεί πιθανόν να εξακολουθεί να δικαιώνεται το περίφημο απόφθεγμα του Περικλέους ότι «φιλοκαλούμε μετ᾿ευτελείας και φιλοσοφούμε άνευ μαλακίας». Εκεί, στις ανθρώπινες κουβέντες που κάνει κανείς με την «αγορά» και όχι τις «αγορές», έρχεται να μάθει καινούργια στοιχεία και να εκτιμήσει κρυφά ταλέντα ανθρώπων, που, για πολλούς και διαφόρους λόγους, επιλέγουν να μην διαφημίσουν τα χαρίσματά τους αλλά να τα φανερώνουν επιλεκτικά, με τον συνομιλούντα να αποχωρεί από την συζήτηση ψελλίζοντας τα λόγια του ψαλμωδού «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας»!

Σε ποιούς οφείλουμε να λογοδοτούμε τελικά;

Όλο αυτό το πολιτισμικό μεγαλείο, το οποίο θα προκαλούσε αισθήματα έκπληξης, ίσως και την ζήλιας σε πολλούς εταίρους μας σε μεγάλες, υλικά πλούσιες και πανίσχυρες κοινωνίες και κράτη της Δύσης και Ανατολής, καλούμαστε να το διαχειριστούμε εμείς! Αλλά επειδή όλα συγκοινωνούν και η επικαιρότητα δεν γίνεται να χωριστεί από την παράδοση με την οποία είμαστε εκόντες-άκοντες μπολιασμένοι, ο αναγνώστης καλείται να σκεφτεί και το εξής.

Μπροστά σε μια τέτοια τακτικά συνερχόμενη ομήγυρη, όπου ο «τρόπος» μας θέλει να μετέχουν ζωντανοί και κεκοιμημένοι και στους οποίους πρέπει όλοι να λογοδοτήσουμε, θα καταδεχθούμε να περιφρονήσουμε τα ζείδωρα έργα που μας προσφέρουν, τα οποία θρέφουν και διαμορφώνουν γενεές γενεών; Θα παραδώσουμε έτσι εύκολα και ψόφια αυτά για τα οποία πολέμησαν; Ο λόγος, εν προκειμένου, για την Μακεδονία, φυσικά.

Θα καταδεχτούμε να επαναλάβουμε μπροστά στους προγόνους μας που πολέμησαν και έχυσαν αίμα για την Μακεδονική γη τα νεοταξικά κουραφέξαλα περί «Βόρειας Μακεδονίας» ή να ψελλίσουμε σαν ανιστόρητα στουρνάρια ότι μια βουλγαρική διάλεκτος έγινε ξαφνικά «μακεδονική» και ομιλείται από «Μακεδόνες»; Απ᾿την ντροπή δεν θα υπάρξει τόπος να σταθούμε και δεν θα υπάρξει γωνιά της Ελλάδος που να μην μαρτυρεί τον ξεπεσμό μας.

Σε τελική ανάλυση, να θυμόμαστε σε ποιους απολογούμεθα και ποιοι μας έσωζαν διαχρονικά…

Originally posted 2019-08-13 12:41:53.

Written by

Χριστόφορος ΤΡΙΠΟΥΛΑΣ

Ο Χριστόφορος Τριπουλάς είναι πανεπιστημιακός και διδάσκει μαθήματα ρητορικής και διαπροσωπικής επικοινωνίας. Ασχολείται με την μετάφραση και την επιφυλλιδογραφία και είναι συντάκτης στην εφημερίδα Αριστεία.