
Για πολλούς δημιουργούς (τους περισσότερους;) ο πόνος και η οδύνη αποτελούν γενεσιουργό αιτία της καλλιτεχνικής τους σπίθας. Θεωρούν ότι η τέχνη τους λειτουργεί ως πανάκεια, φάρμακο ή μαντζούνι, τους ανακουφίζει από το προσωπικό τους άλγος, αποφορτίζει τη συναισθηματική τους δυσπραγία, συντελεί στην επούλωση των εσωτερικών τους πληγών. Και επειδή οι “εσωτερικές πληγές” έχουν να κάνουν, ως επί το πλείστον, με το παρελθόν, με θλιβερές εμπειρίες που βρίσκονται εγκατεστημένες σε σκοτεινούς ψυχικούς χώρους, απωθημένες εκεί, με δυσάρεστες αναμνήσεις, συναισθηματικές εμμονές κτλ, το αναλγητικό σιρόπι της τέχνης δρα και ως θεραπεία της σακατεμένης μνήμης. Μόνο που δεν ενισχύει τη μνήμη, αλλά τη λήθη. Άρα είναι μια άμεση ανταπόκριση στον πόνο και ένα είδος λειτουργικής αντιμετώπισής του. Με λίγα λόγια χωρίς πόνο δεν έχουμε τέχνη. Αυτό το θέσφατο, από απλή διαπίστωση (που σήκωνε φυσικά μεγάλη συζήτηση), έφτασε κάποτε να αγγίζει τα όρια της ιδεοληψίας.
Ο εξωραϊσμός του πόνου μέσω της τέχνης, και ιδιαίτερα μέσω της ποίησης, έχει την προϊστορία του (η οποιά βέβαια δεν είναι και πολύ μεγάλη, καθώς στην αρχαιότητα η σύζευξη προσωπικός πόνος – τέχνη δεν υφίσταται). Γνώρισε έξαρση στον ρομαντισμό, καθοσιώθηκε στον συμβολισμό και από κει και πέρα δεν έπαψε να εμφανίζεται ανά διαστήματα σε όλες τις εκδηλώσεις καινούργιων αισθητικών ρευμάτων. Φτάνοντας στις μέρες μας, με φανερές ακόμα τις επιδράσεις του “εξομολογητικού” κινήματος της Αμερικής θα περίμενε κανείς να έρχεται αντιμέτωπος συνεχώς με δοξολογίες του πόνου. Κάτι τέτοιο ευτυχώς δεν συμβαίνει. Το φαινόμενο έχει ξεθυμάνει αισθητά.
Παρόλα αυτά συνεχίζουμε να βλέπουμε τον πόνο ως καλό καύσιμο για παραγωγή καλλιτεχνικού έργου. Κάποιες φορές – ασυνείδητα – τον επιζητούμε κιόλας. Ποιος δεν σοκάρεται, αλλά δεν καταλαμβάνεται συγχρόνως και από άρρητο δέος, απέναντι στις πρώτες σκέψεις που έκανε ο Παλαμάς για τον θάνατο του τετράχρονου γιου του; Αφενός ξεχείλισε από μέσα του θρήνος και μαύρη απελπισία και αφετέρου συνειδητοποίησε ότι το τραγικό γεγονός αποτελεί ερέθισμα και έναυσμα για μια υποσχόμενη ποιητική σύλληψη. Όπερ και εγένετο.
Είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος που συναντάμε την καταγραφή του πόνου στα γραπτά δυο εκ διαμέτρου αντίθετων δημιουργών, του Πολ Όστερ και του Στήβεν Κινγκ. Αμφότεροι δίνουν μεγάλη έμφαση σε τραυματικά γεγονότα που τους καθόρισαν, σε πληγές, αμυχές, χτυπήματα των παιδικών τους χρόνων, σε μετέπειτα ατυχήματα, σε εμπειρίες από αρρώστιες και σε διαστήματα νοσηλείας. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο πρώτος τα καταγράφει όλα αυτά (και τους δίνει πρωτοκαθεδρία έναντι άλλων εμπειριών) σε ένα εκτενές αυτοβιογραφικό κείμενο Τα ημερολόγια του Χειμώνα, ενώ ο δεύτερος στο γνωστό έργο του Περί Συγγραφής όπου αναλύει τα μυστικά της τέχνης του. Και στις δυο περιπτώσεις βίος, πόνος και τέχνη γίνονται ένα αξεδιαλυτο κουβάρι.
Ο Έλλιοτ εμπνεύστηκε σε σανατόριο πολλά μοτίβα της Έρημης Χώρας. Από την εμπειρία του Χέμινγουεϊ στο νοσοκομείο βγήκε ο Αποχαιρετισμός στα όπλα. Αλλά ο ψυχικός πόνος έχει, πολύ συχνά, την ίδια βαρύτητα με τον σωματικό. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον σπαρακτικό στίχο του Βιζυηνού μέσα από το Δρομοκαΐτειο, τις μαρτυρίες του Ρώμου Φιλύρα, τις γλαφυρές περιγραφές του Γιώργη Ζάρκου; Τα παραδείγματα είναι πολλά.
Στις περιβόητες Τουσκουλανές του διατριβές ο Κικέρων μιλάει δεξοδικά για τον πόνο και μάλιστα σε μια περίοδο της ζωής του που ο προσωπικός πόνος τον είχε θερίσει (βίωνε βαρύτατο πένθος για την απώλεια της κόρης του). Μέσα από τους αιώνες ο Ρωμαίος φιλόσοφος παραδίδει ένα ωραίο μάθημα γενναιοφροσύνης στις επερχόμενες γενιές. Καταφέρεται με περιφρόνηση απέναντι στον σωματικό και ψυχικό πόνο, επιχειρηματολογώντας πάνω στην ιδέα ότι αυτός δεν είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε κάποιον άνθρωπο και δη σε φιλόσοφο. Έτσι κι αλλιώς ο πόνος, αν είναι έντονος, δεν κρατάει πολύ, και αν κρατάει πολύ, τότε είναι συνήθως πιο ήπιος. Για τον φιλόσοφο λοιπόν το χειρότερο πράγμα που μπορεί να πάθει είναι να ατιμαστεί, να προδώσει τις ιδέες του. Ο πόνος, που είναι για τον Κικέρωνα η άλλη όψη της ηδονής, (την οποία επίσης αποκαθηλώνει με νηφάλια επιχειρηματολογία) δεν αποτελεί την χείριστη έκβαση της τύχης. Αρμόζον είναι να αντιμετωπίζεται ψύχραιμα, χωρίς οδυρμούς, ως φαινόμενο φυσικό και συνυφασμένο με την ίδια τη ζωή.
Στις μέρες μας που το δίπολο πόνος – ηδονή μοιάζει να κανοναρχεί την πραγματικότητα και να δημιουργεί συλλογικές συμπεριφορές που βουλιάζουν στην ανυποληψία και τη νεύρωση, είναι καλό να θυμόμαστε τα αρχαία διδάγματα αλλά και τα σύγχρονα παραδείγματα. Ο πόνος αποτελεί αναπόδραστη μοίρα των ανθρώπων. Ο στοχασμός πάνω σε αυτόν, η μετουσίωσή του σε κάτι άλλο, συνιστά μια ευγενή και θεμιτή διαχείριση που κάνει καλό στον άνθρωπο και το κοινωνικό σύνολο. Και φυσικά δεν χρειάζεται να γίνουν όλοι συγγραφείς για να μπορέσουν να τακτοποιήσουν το όποιο επώδυνο κομμάτι του βίου τους. Συχνά αρκεί μόνο το διάβασμα, το βλέμμα που ρίχνουμε στον επεξεργασμένο πόνο των άλλων. Η ανάγνωση – ίσως περισσότερο και από τη συγγραφή – αποτελεί μια βαθιά και λυτρωτική ιαματική διαδικασία.