Έχουμε συνηθίσει να κακολογούμε τον ραγιά ως ιδιότητα, και να αποδίδουμε όλα τα κακά της χώρας και του έθνους μας στην περιβόητη “ραγιαδοσύνη”, την οποία χρησιμοποιούμε ως συνώνυμο της υποταγής στην εξουσία και της παθητικότητας. Είναι όμως έτσι;

Η λέξη “ραγιάς” είναι η ελληνική αποτύπωση τού τουρκικού “raya”, που με τη σειρά του προέρχεται από το αραβικό “رعايا (raʿāyā)”, που σημαίνει “κοπάδι”, και χαρακτηρίζει τον μη-Μουσουλμάνο υπήκοο μουσουλμανικού κράτους. Εκ πρώτης όψεως, η έννοια του ραγιά είναι πολύ προσβλητική και μειωτική για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Όμως, ποιος ήταν ο ραγιάς;

Ο ραγιάς ήταν αυτός που, παρά τις αφόρητες πιέσεις τις συχνά επικίνδυνες για τη ζωή του, δεν αλλαξοπίστησε. Κράτησε τη θρησκεία του, τη γλώσσα του, τα ήθη και τα έθιμά του, παρά το ότι ήξερε πως αν συνέπλεε με τον κυρίαρχο, η ζωή του θα γινόταν πολύ ευκολότερη.

Άρα, ο ραγιάς δεν είναι ο παθητικός ανθρωπάκος που όλα τα υπομένει, χωρίς να αντιδρά. Ο ραγιάς είναι αυτός ο συνειδητοποιημένος άνθρωπος που αντιστέκεται στην αδικία και στην καταπίεση παθητικά, αφού δεν έχει τα μέσα να αντισταθεί αλλιώς.

Ο ραγιάς αναγκαστικά δέχεται τον επικυρίαρχο, αλλά μέσα του είναι ελεύθερος. Ο ραγιάς είναι σκλάβος, ναι, αλλά δεν είναι δούλος. Η διαφορά τού σκλάβου από τον δούλο είναι πως ο σκλάβος δυσανασχετεί με την κατάστασή του και δεν την επιθυμεί, όπως ο δούλος.

Ο ραγιάς δεν είναι χατζηαβάτης, δεν είναι ο “ρεαλιστής” που θα πάει με τα νερά του καταπιεστή γιατί αυτό επιτάσσει το κοντόθωρο συμφέρον του, ούτε φυσικά είναι “μανταμσουσού” για να ταυτιστεί με τον ισχυρό. Ο ραγιάς είναι η χόβολη που, σε δύσκολους καιρούς, διατηρεί ως υπόσχεση τη φωτιά, μια φωτιά που αρκεί μια σπίθα για να αναγεννηθεί.

Σε δύσκολους καιρούς, λοιπόν, αν δεν μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι και κύριοι του εαυτού μας, ας είμαστε τουλάχιστον ραγιάδες, και όχι χατζηαβάτηδες και μανταμσουσούδες.