
Η πρόσφατη επίσκεψη στην Ελλάδα του Τούρκου Προέδρου κυρίου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μπορεί να μην προώθησε κάποιες ουσιαστικές συμφωνίες και να μην βελτίωσε τις σχέσεις των δύο γειτονικών χωρών, έδωσε όμως τροφή για μικροπολιτική εκμετάλλευση και πολιτικούς λεονταρισμούς τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία. Παράλληλα λειτούργησε ως ένας εξαιρετικός αντιπερισπασμός και για τις δύο πλευρές, στρέφοντας την κοινή γνώμη Ελλάδας και Τουρκίας μακριά από τα βαθιά και θεμελιακά προβλήματα λειτουργίας της πολιτικής και της οικονομίας.
Μετά τις ανεδαφικές αξιώσεις του Τούρκου Προέδρου και την άκομψη και χωρίς αποτελέσματα αντίδραση της ελληνικής πλευράς, συνέχεια έδωσαν οι αντιπολιτεύσεις των δύο χωρών. Τα κόμματα της ελληνικής αντιπολίτευσης συναγωνίστηκαν σε επικοινωνιακό επίπεδο στην εθνικοφροσύνη και στα μαθήματα εξωτερικής πολιτικής, παρά το γεγονός ότι ως κυβερνήσεις δεν κατάφεραν ποτέ να λύσουν το πρόβλημα με την Τουρκία.
Τη σκυτάλη παρέλαβε ο επικεφαλής της τουρκικής αξιωματικής αντιπολίτευσης κύριος Κεμάλ Κιλιντσάρογλου, ο οποίος αναρωτήθηκε δημοσίως από το βήμα της Τουρκικής Βουλής “Για ποιο λόγο ο κ. Ερντογάν δεν έθεσε θέμα για τα 18 τουρκικά νησιά στα οποία βρίσκονται 5.000 Έλληνες στρατιώτες”.
Ακόμα και αν πρόκειται για την πλέον άστοχη τοποθέτηση που κρίνεται διεθνώς ως αστεία, είναι ενδεικτική των τουρκικών βλέψεων και της κοινής γνώμης όπως διαμορφώνεται τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την αντιπολίτευση. Ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης απάντησε στον κ. Κιλιντσάρογλου πως το Αιγαίο βρίσκεται σε αμφισβήτηση και πως δεν υπάρχει όρος στη Συνθήκη της Λωζάννης που να απαγορεύει την αναθεώρηση της.
Ωστόσο η μη αναθεώρηση των συνθηκών είναι κάτι αυτονόητο, αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν έχει νόημα η ίδια η συνθήκη, κάτι που γνωρίζουν καλά οι Τούρκοι. Γνωρίζουν όμως ακόμη καλύτερα, το πόσο εύκολα εν μέσω τόσων προβλημάτων μπορούν να στρέψουν την κοινή γνώμη σε άλλη κατεύθυνση και να κερδίσουν πολιτικό χρόνο. Το δόγμα αυτό εφαρμόζεται και από την ελληνική πλευρά.
Originally posted 2017-12-13 13:00:00.