
Μ’ αυτό το σύντομο εισαγωγικό άρθρο, ξεκινώ μια σειρά αναλύσεων που προκαλούν την επικρατούσα πριμιτιβιστική και μινιμαλιστική αντίληψη για την αρχαία ελληνική τέχνη. Εδώ, συζητώ την ενιαία πρόσληψη της τέχνης ως έννοια που περιέχει όλες τις εικαστικές τέχνες.
Σχεδόν όλοι οι σύγχρονοι ερευνητές πιστεύουν πως αυτή η έννοια δεν υπήρχε στην αρχαιότητα και πως η ζωγραφική, η αρχιτεκτονική, η μαρμαρογλυπτική, η γλυπτική του μετάλλου κλπ γινόντουσαν αντιληπτές ως ξέχωρες κατηγορίες. Αυτή η ιδέα διαδόθηκε από γνωστούς στοχαστές όπως ο J. Tanner και ο S. Settis και έγινε αποδεκτή ως πάγιο δόγμα σε όλη την πρόσφατη βιβλιογραφία για το ζήτημα.
Δεν συμφωνώ καθόλου μ’ αυτό το συμπέρασμα. Έχω ήδη αποπειραθεί να αντικρούσω αυτή την συλλογιστική, αλλά σχεδόν όλοι αγνόησαν τα επιχειρήματά μου.
Κατά πρώτον, θα ήθελα να σημειώσω πως όλες οι τέχνες που δημιουργούν αντικείμενα προορισμένα να γίνονται ορατά και να δημιουργούν ευχάριστη αίσθηση στο μάτι μοιράζονται αυτό το κοινό χαρακτηριστικό και ως εκ τούτου είναι αδελφές τέχνες: αυτή η ιδέα είναι τόσο προφανής που η εφεύρεσή της μου φαίνεται πως υπήρξε πάντοτε περιττή. Υποψιάζομαι πως υπήρχε ανέκαθεν.
Σε κάθε περίπτωση, πιθανότατα υφίστατο ήδη στην αρχαϊκή περίοδο: ο Θεόδωρος ο Σάμιος ήταν ταυτόχρονα αρχιτέκτονας και γλύπτης. Πρέπει να ένιωθε πως τα δημιουργήματά του στις δύο αυτές τέχνες συμπεριλαμβάνονταν στο πεδίο των αντικειμένων που προορίζονταν να βλέπονται. Το ίδιο θα έπρεπε να ειπωθεί για τον Βούπαλο και τον Αθένη τoν Χίο: ήταν κι οι δυο τους μαρμαρογλύπτες και ζωγράφοι. Το κοινό στοιχείο πως ειδικεύονταν στις δύο αυτές τέχνες υπονοεί πως οι δύο ειδικεύσεις θεωρούνταν παρόμοιες. Κατά την αρχαϊκή περίοδο, αυτή η αίσθηση μπορεί να ήταν κατά ένα μέρος ασυναίσθητη και να περιοριζόταν ως όψη μιας κοινής λογικής.
Παρόλα αυτά, στον αθηναϊκό φιλοσοφικό κόσμο του υστέρου πέμπτου αιώνος π. Χ., έλαβε την μορφή έννοιας.
Ο Σωκράτης, στον Σοφιστή του Πλάτωνος (235δ) ορίζει την έννοια ως την “τέχνη του να φτιάχνεις εικόνες (εικαστική τέχνη) και ορίζει πως αυτή περιλαμβάνει τόσο τις τέχνες των γλυπτών όσο και των ζωγράφων.
Αυτή η αντίληψη έγινε προφανής στην αθηναϊκή κουλτούρα των ύστερων κλασσικών χρόνων. Ο Δημοσθένης, στον Ερωτικό Λόγο (16) αναφέρεται στα δημιουργήματα της τέχνης (α τέχνη πεποίηται) από τους καλύτερους των τεχνιτών (τοις αρίστοις δημιουργοις), έτσι ενσωματώνοντας τις εικαστικές τέχνες στην ίδια κατηγορία.
Η ενιαία ιδέα της τέχνης, ως μεταφυσικής έννοιας, καθαρά αρθρώνεται από τον Αριστοτέλη στα Ηθικά Νικομάχεια (6. 4).
Η αντίληψη πως η γλυπτική του μπρούτζου και η ζωγραφική εικόνων είναι αδελφές τέχνες υπονοείται από το γεγονός πως πρώιμοι κριτικοί της ελληνιστικής τέχνης όπως ο Ξενοκράτης και ο Αντίγονος από την Κάρυστο συνέταξαν πραγματείες και για τις δυο τέχνες.
Επιπλέον, στον πάπυρο Laterculi Alexandrini, του ύστερου δευτέρου αιώνος π. Χ. περίπου, κατάλογοι ζωγράφων εικόνων, γλυπτών αγαλμάτων που απεικόνιζαν θεότητες και γλυπτών αγαλμάτων που απεικονίζουν ανθρώπους, καθώς και αρχιτεκτόνων, παρατίθενται σε σειρά: έτσι, η κλασσική διάκριση των εικαστικών τεχνών μεταξύ ζωγραφικής, γλυπτικής και αρχιτεκτονικής είχε ήδη εγκαθιδρυθεί ως τότε.
Στην ρωμαϊκή κουλτούρα, η ενιαία αντίληψη των videndae artes είναι γνωστή χάρις στον Οράτιο (Επιστολαί, 2. 1. 235-241): ο ποιητής αυτός περιγράφει την έννοια αναφερόμενος σε πορτραίτα του Αλεξάνδρου από τον Απελλή και τον Λύσιππο – κι έτσι πιθανότατα αντλεί από μια αντίληψη της εποχής του Αλεξάνδρου του Μέγα.
Τελικά, αυτή η έννοια διατηρείται ακόμα στους βυζαντινούς χρόνους. Για παράδειγμα, ο Τζέτζης συνέταξε έναν κανόνα των δέκα πιο σημαντικών καλλιτεχνών, που περιελάμβανε επτά γλύπτες, δύο ζωγράφους και έναν αρχιτέκτονα.
Originally posted 2017-11-12 13:05:13.