
Ο Σωκράτης Σινόπουλος είναι μία απ’ τις πιο ιδιαίτερες και πολύπλευρες καλλιτεχνικές προσωπικότητες σ’ αυτό που ονομάζουμε σήμερα «παραδοσιακή» μουσική. Ο ήχος της πολίτικης λύρας του έχει καταφέρει να φέρει κοντά μουσικά ιδιώματα, τα οποία μέχρι πρότινος για πολλούς φάνταζαν η μέρα με τη νύχτα.
Τον έχουμε ακούσει να παίζει – ζωντανά ή σε ηχογραφήσεις – με την Δόμνα Σαμίου, τον Ross Daly, τον Ara Dinkjian, την Ελένη Καραΐνδρου, την Ευανθία Ρεμπούτσικα, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Charles Lloyd, την Loreena McKennitt, καθώς επίσης και με πολλούς καταξιωμένους δεξιοτέχνες των παραδόσεων της Ανατολικής Μεσογείου, όπως ο Derya Turkan, οι Bijan και Keyvan Chemirani, ο Murat Aydemir, ο Χρήστος Τσιαμούλης, ο Νίκος Σαραγούδας, ο Μάνος Αχαλινωτόπουλος κ.α.
Το 2015, κυκλοφόρησε με την ECM Records – μία πολύ σημαντική παγκοσμίως εταιρεία στον χώρο της jazz, αλλά και της world music – το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ με τίτλο Sokratis Sinopoulos Quartet – Eight Winds. «Αν όλα τα στυλ είναι οι άνεμοι που φυσάνε γύρω μας, εμείς να σταθούμε στο κέντρο μας και να τους αισθανθούμε, χωρίς όμως να μας παρασύρουν μακριά», σχολιάζει ο ίδιος ερμηνεύοντας τη συμβολικότητα του τίτλου. Έκτοτε, έχει ταξιδέψει με το κουαρτέτο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό παρουσιάζοντας το Eight Winds σε διάφορους χώρους, ενώ παράλληλα ετοιμάζεται για το δεύτερο δισκογραφικό του βήμα με την ECM.
Μιλήσαμε μαζί του εκμεταλλευόμενοι και τις δύο ιδιότητές του – αυτήν του καλλιτέχνη και αυτήν του καθηγητή στο τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας – και προσεγγίσαμε ζητήματα που αφορούν τον ίδιο και το Eight Winds, την παραδοσιακή μουσική και τον τρόπο με τον οποίον αυτή εξελίσσεται σήμερα, την έκσταση και τον αυτοσχεδιασμό, τη διδασκαλία των παραδοσιακών οργάνων, αλλά και τις επαγγελματικές προοπτικές που υπάρχουν σήμερα σε αυτόν τον χώρο. Η εντύπωση που αποκομίσαμε είναι ότι παρόλο το ιδιαίτερα ευγενές και συνεσταλμένο προφίλ του, είναι ένας μουσικός, και συνάμα δάσκαλος, με περίσσιο πάθος γι’ αυτό που κάνει.
Σωκράτη, την περίοδο αυτή, 2 χρόνια μετά το Eight Winds, σε τι καλλιτεχνική φάση βρίσκεσαι;
Κάναμε κάποιες παρουσιάσεις του Eight Winds, δηλαδή συναυλίες με το κουαρτέτο. Κάναμε λίγες αλλά ουσιαστικές νομίζω συναυλίες σε 7-8 χώρες και στην Ελλάδα, σε κάποιους χώρους που προτιμώ να παίζω, που είναι τα θέατρα. Οπότε είχαμε την πολυτέλεια να παίξουμε στο Μέγαρο Θεσσαλονίκης, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών όπου κάναμε και την πρεμιέρα πριν 2 χρόνια, στο Φεστιβάλ Αθηνών και θα παίξουμε στο Gazarte σύντομα. Αισθάνομαι ότι είναι χώροι στους οποίους μπορούμε να παίξουμε μουσική. Είμαι λοιπόν σε μια φάση που παίζουμε με το γκρουπ, δένουμε και σαν άνθρωποι και σαν μουσικοί, ενώ ταυτόχρονα επεξεργάζομαι κάποιες ιδέες, παλαιότερες και νεότερες μουσικές και είμαι κοντά στο να πω ότι πάμε να κάνουμε μία συνέχεια, ένα δεύτερο άλμπουμ δηλαδή με την ίδια σύνθεση και στην ίδια εταιρεία. Μέσα στη χρονιά νομίζω θα γίνει αυτή η ηχογράφηση, μέχρι την άνοιξη ευελπιστώ.
Δέχθηκες κάποια αρνητική κριτική για την επιλογή σου να κάνεις έναν δίσκο με ένα κουαρτέτο στα πρότυπα της jazz;
Υπήρξαν αρνητικές κριτικές. Δεν υπήρξαν από εκεί που θα περίμενα, δηλαδή από ανθρώπους εντός Ελλάδος, που λειτουργούν ως θεματοφύλακες των παραδόσεων και δεν δέχονται οτιδήποτε είναι διαφορετικό και πειραματικό. Απ’ αυτούς δεν άκουσα κάτι, ίσα ίσα. Απ’ έξω άκουσα μερικά αρνητικά σχόλια, λίγα ομολογουμένως συγκριτικά με τα πολλά θετικά και νομίζω ήταν από ανθρώπους που ακριβώς δεν κατάλαβαν ότι πρέπει να βγούνε λίγο εκτός πλαισίου για να καταλάβουν αυτή τη μουσική. Οι αρνητικές κριτικές ήταν κυρίως από ανθρώπους της jazz, της σκληροπυρηνικής jazz. Για παράδειγμα, θυμάμαι ένα έντυπο στη Γαλλία που έγραψε ότι δεν τρελάθηκαν κιόλας. Αλλά ήταν ένα έντυπο που μάλλον το παρεξήγησε διότι θεώρησε ότι θα ακούσει jazz, επειδή κατά τα τρία τέταρτα ήταν εκεί μια σύνθεση ενός jazz κουαρτέτου. Ενώ φυσικά η πρόθεση η δική μου δεν ήταν σε καμία περίπτωση να παίξουμε αμιγώς jazz. Η jazz είναι μία μουσική που αγαπώ αλλά την ξέρω λίγο. Ενδεχομένως μπολιάσαμε κάποια πράγματα και με κάποια jazz στοιχεία, μια μουσική με την οποία είναι εξοικειωμένα περισσότερο τα άλλα μέλη του κουαρτέτου. Άρα ναι, υπήρξαν και αρνητικές κριτικές, αλλά νομίζω είναι απολύτως θεμιτό. Το να αρέσεις σε όλους μπορεί να είναι και πρόβλημα, ίσως δεν κάνεις κάτι καλά με τον εαυτό σου εν τέλει. Πάντως από την πλευρά μου, είναι μία πολύ συνειδητοποιημένη και ειλικρινής προσπάθεια και είναι στο 100% μέσα σε μία αισθητική κατεύθυνση που ήθελα πάντα να ακολουθήσω, άρα και μόνο αρνητικές κριτικές να υπήρχαν, θα με προβλημάτιζε, αλλά δεν ξέρω αν θα άλλαζα και πολλά πράγματα σ’ αυτό που πιστεύω.
Η πολίτικη λύρα ιστορικά υπήρξε όργανο της λόγιας, αλλά και της λαϊκής μουσικής της Κωνσταντινούπολης. Η λαϊκότητα αυτή θεωρείς ότι πέρασε ποτέ στον ελλαδικό χώρο;
Ναι, δεν πέρασε ίσως με την έννοια του συγκεκριμένου τόπου, αλλά ο ελλαδικός χώρος ούτως ή άλλως στις παραδοσιακές μουσικές έχει μόνο λαϊκότητα. Όλες οι μουσικές στον ελλαδικό χώρο είναι λαϊκές μουσικές της υπαίθρου, με ελάχιστες εξαιρέσεις αστικών κέντρων. Και πολλές από αυτές τις παραδόσεις τις υποστηρίζουν μουσικά όργανα όπως οι λύρες. Τόσο καιρό βλέπουμε τις διαφορές ανάμεσα στις λύρες. Είναι η λογική του ανθρώπου αυτή, όταν βλέπει δύο πράγματα πρώτα να εξετάζει τη διαφορά. Φοβερό αυτό! Και προς τους ίδιους τους ανθρώπους συμβαίνει αυτό. Μένουμε στις διαφορές. Για παράδειγμα, ο ένας μπορεί να είναι ξανθός και ο άλλος μελαχρινός, αλλά ξεχνάμε την ουσία, ότι είναι άνθρωποι και οι δύο. Με την ίδια λογική λοιπόν, ναι, εγώ παίζω ένα όργανο που κατασκευαστικά είναι μια πολίτικη λύρα, αλλά από την αρχή παρόλο που μελέτησα την παράδοση αυτού του οργάνου, ήθελα να παίξω λύρα με την ευρύτερη έννοια. Δηλαδή να μπολιάσω στοιχεία κι από άλλες παραδόσεις των αδερφών οργάνων, όπως της κρητικής, της θρακιώτικης και της δωδεκανησιακής λύρας. Άλλωστε, η πολίτικη λύρα, παρόλο που εμείς τη μάθαμε ίσως σε ένα τελείως λόγιο και αστικό πλαίσιο, πριν ενταχθεί σ’ αυτό που λέμε κλασική μουσική της Πόλης, ήταν ένα λαϊκότατο όργανο της ταβέρνας, με το οποίο κυρίως οι Ρωμιοί της Πόλης παίζανε λαϊκές μουσικές, όπως τσιφτετέλια και καρσιλαμάδες, για να χορέψουν και να γλεντήσουν. Άρα από μόνο του είναι ένα όργανο το οποίο συνδυάζει αυτούς τους δύο πόλους, τους δύο κόσμους του λαϊκού και του λόγιου, κάτι το οποίο εκτιμώ πολύ και με ενδιαφέρει και στη μουσική μου.
Ένα θεμελιώδες στοιχείο σε αυτό που ονομάζουμε παραδοσιακή (δημοτική) μουσική είναι η έκσταση. Πώς την αντιλαμβάνεσαι εσύ; Πιστεύεις ότι μπορεί να υπάρχει με κάποιον τρόπο σε μία συναυλία με το κουαρτέτο;
Η έκσταση κακώς ίσως ταυτίζεται με την εξωτερικοποίηση ενέργειας σωματικά. Για κάποιους δεν υπάρχει έκσταση χωρίς κίνηση σώματος, δηλαδή χορό και συμμετοχή. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει και η πνευματική έκσταση. Οπότε, ειδικά η δεύτερη κατάσταση σίγουρα μπορεί να υπάρξει σε μια οποιαδήποτε συναυλία. Ακόμα και σε μια συναυλία σοβαρής κλασικής μουσικής, μη ρυθμικής και μη σωματοποιημένης. Εγώ χρειάζομαι οπωσδήποτε να μπορώ να λειτουργώ σωματικά. Και το κάνω, ακόμα κι αν αυτό είναι τόσο εσωτερικοποιημένο που δε φαίνεται. Αλλά επειδή όλα το κομμάτια που παίζουμε με το κουαρτέτο έχουν κι έναν πυρήνα ρυθμικό, τελείως σωματικό, λαϊκό και αρχαϊκό, ναι, εκεί βρίσκω τρόπους και το κάνω. Τελευταία σηκώνομαι όρθιος χωρίς να παίζω και χορεύω λίγο. Αλλά και καθιστός το κάνω. Άρα, η έκσταση, όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας, είναι το ζητούμενο, και τη βιώνω κι εγώ ο ίδιος. Δηλαδή το να φτάνεις σε μια κατάσταση ασυνειδήτου, όπου ο χρόνος παύει να μετράει με τον προκαθορισμένο τρόπο, και έτσι να λειτουργείς στη σκηνή. Αυτό είναι το ζητούμενο για όλους νομίζω. Ίσως οι μουσικοί και γενικότερα οι καλλιτέχνες το βιώνουν, κι έτσι το κατανοούν ξέροντας τι να περιμένουν. Αλλά νομίζω όλοι οι άνθρωποι έχουν μπει σ΄αυτήν την κατάσταση, ακόμα και χωρίς να το έχουν καταλάβει, ακούγωντας μια μουσική στο σπίτι τους ολομόναχοι.
Στο Eight Winds πρωταγωνιστεί η αυτοσχεδιαστική διάθεση. Πως λειτουργεί για σένα ο αυτοσχεδιασμός σε αυτό το project;
Όπως και σ’ όλες τις μουσικές που μελέτησα και αγαπώ, όπως και σ’ όλες τις μουσικές ανέκαθεν, άσχετα αν σε κάποιες παραδόσεις το πράγμα έγινε πιο τυποποιημένο και πιο συγκεκριμένο, πάντα το ένστικτο του μουσικού ήταν το ζητούμενο, ο αυτοσχεδιασμός δηλαδή. Το πως αντιδράς απέναντι σ’ αυτό που έκανες ο ίδιος, αλλά κυρίως και πως αντιδράς μέσα σε μια ομάδα μουσικών. Πως αντιδράς σ΄έναν συγκεκριμένο χώρο, μια συγκεκριμένη ώρα, σε σχέση με ένα συγκεκριμένο ακροατήριο και τον τρόπο που συμμετέχει ή όχι. Άρα ο αυτοσχεδιασμός είναι το ζητούμενο και σίγουρα έχει έναν πολύ κεντρικό ρόλο και σ’ αυτό το project, το Eight Winds. Όλα τα κομμάτια είναι ανοιχτά σε αυτοσχεδιασμό και τα τελευταία δύο χρόνια, από την ηχογράφηση μέχρι τώρα, το κάθε κομμάτι έχει πάρει κι έναν διαφορετικό δρόμο. Έτσι, ο αυτοσχεδιασμός κάθε φορά που συμβαίνει ορίζει κι ένα επόμενο βήμα μετάλλαξης του κομματιού, σαν να αλλάζει το ένδυμα του και να προχωράει. Οι τέσσερις μας πια αυτοσχεδιάζουμε μ’ έναν τελείως διαφορετικό τρόπο απ’ ότι παλιότερα. Δε λέω ότι είναι καλύτερος ή χειρότερος. Είναι διαφορετικός. Σίγουρα καταλαβαινόμαστε καλύτερα πια. Ξέρουμε τι να περιμένουμε ο ένας απ’ τον άλλον, το οποίο πολλές φορές δεν είναι και καλό. Είναι ωραίες οι εκπλήξεις. Οπότε ένας αυτοσχεδιασμός θέλει και την έκπληξη, που τη δημιουργείς εσύ ο ίδιος πια αν δεν τη βρίσκεις στα συμφραζόμενα, και αυτό κάνουμε και στο Eight Winds. Απ’ την άλλη για να υπάρξει αυτοσχεδιασμός χρειάζεται και μια σπίθα, μια αφετηρία, κάτι που θα το στηρίξει και γύρω από το οποίο θα περιστραφεί και αυτόν τον ρόλο τον έχουν τα κομμάτια τα οποία είναι πολύ συγκεκριμένα. Δηλαδή στα κομμάτια δεν έχουμε πειράξει σχεδόν τίποτα. Ίσως ελάχιστα πράγματα όπως μια γεφυρούλα ή μια-δυο συγχορδίες. Κατά τ’ άλλα είναι ένα υλικό συνειδητά απλό και ανοιχτό ώστε να μπορεί ο αυτοσχεδιασμός να λειτουργήσει προς διάφορες κατευθύνσεις ελεύθερα.
Με την τραγουδοποιΐα έχεις ασχοληθεί;
Έχω ασχοληθεί ναι. Πάντα μου άρεσε ο λόγος, η ποίηση, ο στίχος και το τραγούδι φυσικά. Πέρασα μια περίοδο λοιπόν που έγραφα τραγούδια. Μάλιστα είχα βάλει στίχο σε κάποια από τα κομμάτια που είναι στο Eight Winds ως οργανικά. Τα κομμάτια του Eight Winds ξεκίνησαν βέβαια όλα ως οργανικά, αλλά ασυνείδητα με μια διάθεση να τραγουδηθούν κάποια στιγμή. Έκανα λοιπόν μια απόπειρα τότε και γύρισα κάποια κέντρα της ελληνικής δισκογραφίας. Ήταν πριν από 15 χρόνια, μπορεί και παραπάνω, τότε που η ελληνική δισκογραφία άκμαζε μ’ έναν τρόπο λίγο παρακμιακό, καθώς μονομερώς την απασχολούσε το εμπορικό τραγούδι. Ήταν πολύ λίγες οι διέξοδοι για έναν μουσικό με τραγούδια κάπως πιο εναλλακτικά να κάνει κάτι. Αρκεί να θυμηθούμε ότι ακόμα και οι τραγουδοποιοί που θεωρούμε σήμερα ότι είναι οι πρωτεργάτες του νεοελληνικού τραγουδιού, ο Σ. Μάλαμας και ο Θ. Παπακωνσταντίνου για παράδειγμα, δυσκολευτήκαν αρχικά να εκδόσουν τα τραγούδια τους, όπως και πολλοί άλλοι. Δεν ήταν ποτέ εύκολο αυτό. Εν πάση περιπτώσει απογοητεύτηκα από αυτό. Έκανα μια μικρή προσπάθεια αλλά δεν έφτασε πουθενά. Δυο – τρία από αυτά τα ηχογράφησα σ’ ένα single στο KANTINI, μία εταιρεία του Καλαντζόπουλου. Τώρα αν με ρωτήσεις θα σου πω ότι δεν ήξερα πως να το κάνω ακόμα όλο εκείνο. Δηλαδή πάντα έπαιζα καλά τη λύρα, αλλά σ’αυτό δεν βοηθήθηκα, και ίσως φταίω και ‘γω που δεν ζήτησα βοήθεια. Εν πάση περιπτώσει το έκανα κι αυτό. Επίσης έστειλα κι ένα κομμάτι στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης τότε. Μετά την απογοήτευση των δισκογραφικών είπα θα το πάω εκεί. Το κομμάτι διακρίθηκε στα 16 καλύτερα αλλά δεν έγινε κάτι κι από εκεί, και έτσι το άφησα. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι το άφησα κυρίως γιατί έκλεινε για μένα ο κύκλος αυτός της ενασχόλησης μου με τον στίχο, και τελικά κατάλαβα ότι ήταν μία δική μου και μόνο εσωτερική ανάγκη χωρίς την διάθεση να την κοινοποιήσω και τόσο. Ήταν μία ίαση που χρειαζόμουνα εγώ ο ίδιος τότε. Άρα τον έκλεισα κι αυτόν τον κύκλο, επανήλθα με τα κομμάτια στην πρότερη τους κατάσταση σε οργανική εκδοχή – πολλά από αυτά είναι και στο Eight Winds – αλλά έχω ανοιχτό και το ενδεχόμενο κάποια στιγμή στο μέλλον, όταν αισθανθώ πραγματικά την ανάγκη να κοινοποιηθεί όλο αυτό, να κάνω κάτι. Πάντως εξακολουθώ να συγκινούμαι πάρα πολύ από τραγούδια Ελλήνων τραγουδοποιών διαφόρων στυλ.
Έχεις πει σε μία παλαιότερη σου συνέντευξη ότι είναι πλέον λίγο της μόδας να ασχολείται κανείς με τα παραδοσιακά όργανα. Πιστεύεις ότι αυτή η μόδα μπορεί να ωφελήσει γενικότερα τη μουσική ή καταντάει και λίγο γραφικό όλο αυτό που συμβαίνει;
Αυτό το είπα με τελείως θετική διάθεση. «Της μόδας» ακούγεται λίγο σαν να έχει αρνητική χροιά, αλλά εννούσα ότι πια δεν υπάρχουν ταμπού γύρω από τα όργανα αυτά. Στην εποχή μου υπήρχαν ταμπού. Ας πούμε όταν έλεγα στον ταξιτζή που με μετέφερε ότι αυτό είναι ένα λαούτο ή μια λύρα, δεν το αναγνώριζε καταρχάς, αλλά και με κοιτούσε και λίγο περίεργα. Τι κάνει τώρα ένας νέος στην Αθήνα μ’ αυτά τα όργανα; Αυτό εννούσα λοιπόν, ότι πια απενοχοποιημένα εδώ και γενιές τα όργανα αυτά παίζονται από πολλούς νέους. Φυσικά έχει υπάρξει και λίγο της μόδας με την αρνητική έννοια, του τύπου «φαίνομαι ωραίος μ’ ένα ούτι στα χέρια, θα παίξω ούτι». Σίγουρα έχει και μια αρνητική χροιά αλλά το θετικό πρόσημο κρατάω, το ότι δηλαδή έχει ανοίξει πάρα πολύ τις τελευταίες δυο-τρεις δεκαετίες το πόσο ασχολούνται οι νέοι με τις παραδοσιακές μουσικές. Βέβαια έχει ανοίξει γενικά το πράγμα. Δηλαδή αν απαντούσα αυτή την στιγμή σ’ εκείνη την ερώτηση, θα έλεγα ότι πλέον της μόδας είναι να ασχολείται κανείς με την jazz επειδή βλέπω ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των ταλαντούχων νέων μουσικών να προσανατολίζονται προς την jazz, όσο έβλεπα παλιότερα να προσανατολίζονται προς τις παραδοσιακές μουσικές. Θεμιτό είναι όλο αυτό και νομίζω ότι θα βγάλει κάπου. Εν τέλει είναι ωραίο το γεγονός ότι όσο περνάει ο καιρός δεν υπάρχουν τα ταμπού και τα στεγανά του παρελθόντος. Για παράδειγμα, ο μεν να ασχολείται με την κλασική μουσική κάνοντας μόνο αυτό και χωρίς να ακούει τίποτα άλλο και ο δε να ασχολείται μόνο με την παραδοσιακή μουσική και να μην βλέπει τι κάνουν οι υπόλοιποι μουσικοί δίπλα του. Και κάποια ιδρύματα, παρ’ όλα τα ταμπού που ενδεχομένως να κουβαλάνε τα ίδια, όπως για παράδειγμα τα τμήματα Μουσικών Σπουδών και το τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, είναι μια αφετηρία τέτοιων συνδυασμών. Θέλοντας και μη ένας καθηγητής ή ένας φοιτητής, συνδιαλέγεται με έναν συνάδελφο ή συμφοιτητή που κάνει κάτι άλλο. Αλλά όλα αυτά έχουν μία κοινή συνισταμένη, την δημιουργικότητα. Και αν τα βάλουμε όλα πάνω από τον ίδιο παρονομαστή, νομίζω μόνο θετικό θα είναι το αποτέλεσμα για την μουσική και την μουσική δημιουργία.
Ποια πιστεύεις μπορεί να είναι η μεγαλύτερη παγίδα για έναν νέο που ξεκινά να μελετά αυτά τα όργανα;
Νομίζω είναι ανάλογα με την περίπτωση. Η πειθαρχία ίσως έχει χαθεί λίγο αυτές τις δεκαετίες με όλα αυτά που συμβαίνουν και που περιγράψαμε προηγουμένως. Εννοώ το να κάτσεις χωρίς να το πολυκρίνεις και να ξεπεράσεις τα πρώτα στάδια εκμάθησης ενός οργάνου μ’ έναν παλιομοδίτικο τρόπο. Ασφαλώς πρέπει να πιστέψεις σ’ έναν άνθρωπο για να το κάνεις αυτό. Να πιστέψεις έναν δάσκαλο ή έναν καθηγητή, οπουδήποτε και οποιονδήποτε, αλλά βασικά να πειθαρχήσεις και να είσαι δεκτικός στις παρατηρήσεις για να φτάσεις σ’ ένα πρώτο στάδιο. Αργότερα μπορείς να αρχίσεις να βλέπεις και το όλον που περιγράφαμε προηγουμένως, δηλαδή να δεις κι άλλα πράγματα, κι άλλα ρεύματα και ό, τι άλλο συμβαίνει στη μουσική σήμερα. Ενδεχομένως σε κάποιους ανθρώπους, απ’ την πλευρά του δασκάλου πλέον, θα υποδείκνυα να πειθαρχήσουν πρώτα. Σε κάποιους άλλους θα έλεγα κατευθείαν να δούνε το όλον. Έχει να κάνει ίσως και με την προσωπικότητα, με το πόσο συγκεντρωμένος και συγκροτημένος είναι κανείς. Γιατί το να πας απευθείας στο όλον, δάσος είναι μπορεί και να χαθείς. Απ’ την άλλη μπορεί να βρεις κι ένα δικό σου μονοπάτι που δεν περπάτησε κανείς. Γι’ αυτό και είναι δύσκολη η δουλειά του δασκάλου στο πως θα διαχειριστεί ξεχωριστά την κάθε περίπτωση. Εγώ αν θυμηθώ από την πλευρά του μαθητή τα είχα όλα, είχα πολλούς δασκάλους. Είχα τον δάσκαλο που απαιτούσε πειθαρχία για να μάθω να τραγουδάω ελληνικά τραγούδια και βυζαντινή μουσική, και μόνον αυτά, αλλά απ’ την άλλη είχα κι έναν άλλον δάσκαλο αργότερα ο οποίος μου έδειξε το δάσος, και έτσι ήταν στην δική μου κρίση πως θα τα συνδυάσω όλα αυτά. Παγίδες μπορούν να υπάρχουν και στις δύο περιπτώσεις. Πάντως το ζητούμενο είναι να δεις το όλον. Απλά ίσως πρέπει να το δεις από μια σταθερή οπτική. Άρα λοιπόν η σταθερή οπτική κατά την γνώμη μου, είναι η πειθαρχία στο όργανο και την μουσική που επέλεξες να μάθεις. Ουσιαστικά, διαμορφώνοντας αυτήν την οπτική μπορείς μέσω αυτής, και οφείλεις, να βλέπεις και τις υπόλοιπες, χωρίς ασφαλώς αυτό να σημαίνει ότι ανα πάσα στιγμή δεν μπορείς και να μεταπηδήσεις, αλλάζοντας δηλαδή όργανο και είδος μουσικής.
Πόσα χρόνια ασχολείσαι με τη διδασκαλία; Τι ήταν αυτό που σε ώθησε σε αυτήν;
Βρέθηκα να διδάσκω και να παίζω μουσική από πάρα πολύ μικρός και χωρίς να το καταλάβω, γιατί υπήρχε έλλειψη σ’ αυτό το όργανο. Μάλιστα ξεκίνησα να διδάσκω 16 ετών σε μαθητές Γυμνασίου, στο πρώτο Πρότυπο Πειραματικό Μουσικό Σχολείο Παλλήνης, όπου και με προσέλαβαν κατ’ εξαίρεση γιατί έπαιζα ένα όργανο που ήταν δυσεύρετο. Ουσιαστικά έμαθα να διδάσκω μ’ έναν πατροπαράδωτο και παλιομοδίτικο τρόπο. Δεν διδάχθηκα το πως να διδάσκω, το διαμόρφωσα μόνος μου όπως και όλοι οι μουσικοί της γενιάς μου. Και το θεωρώ ανέκαθεν ένα εξίσου πολύ σημαντικό κομμάτι για μένα, όπως είναι και το να παίζω μουσική. Θεωρώ ότι είμαι και μουσικός και δάσκαλος, και το ένα βοηθάει το άλλο. Αφενός οι συναυλίες και οι δραστηριότητές μου στη μουσική με γεμίζουν εμπειρίες, τις οποίες μετά μπορώ να μεταδώσω ως δάσκαλος, και αφετέρου τα μαθήματα με βελτιώνουν σαν μουσικό εν τέλει. Μάλιστα όσο πιο ταλαντούχος είναι ο μαθητής, τόσο περισσότερο μαθαίνω κι εγώ από αυτόν. Έχουν υπάρξει φορές που έχω πει σε μαθητές μου να ξανακάνουν κάτι όχι για να το διορθώσω, αλλά για να το μάθω, και τους το λέω φυσικά. Άρα η διδασκαλία είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι κι έχει και μια ηθική διάσταση. Το θεωρώ πολύ εγωιστικό κάποιος που έχει να πει πέντε πράγματα να τα κρατάει για τον εαυτό του. Ειδικά σ’ ένα όργανο που έχει τις ιδιατερότητές του. Σε όργανα θα έλεγα, γιατί και στο πολίτικο λαούτο θεωρώ ότι έβαλα κι εγώ ένα λιθαράκι στο πως εξελίσσεται αυτό το όργανο στη χώρα. Ειλικρινά αν θα έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στην προσωπική μου καριέρα και την σχολή της πολίτικης λύρας, που νομίζω ότι υπάρχει πια στη χώρα και στην οποία θεωρώ ότι έχω συνεισφέρει, θα δυσκολευόμουν μεν αλλά τελικά μάλλον θα επέλεγα το δεύτερο. Το ότι έχω δηλαδή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας εγγονάκια μου, δηλαδή μαθητές μαθητών μου που τους υποδέχομαι ως πρωτοετείς, είναι μεγάλη τιμή. Επίσης μου αρέσει το ότι πάει το όργανο παραπέρα και η ίδια η μουσική εξελίσσεται, και αισθάνομαι πολύ καλά όταν βλέπω ότι υπάρχει όλο και μεγαλύτερη ανταπόκριση.
Σε σχέση με παλαιότερα, πόσο εύκολο είναι σήμερα κάποιος που παίζει ένα όργανο σαν τη λύρα, το ούτι, το λαούτο ή το νέυ, να γίνει επαγγελματίας και να βιοποριστεί αποκλειστικά από αυτό;
Έχουν αλλάξει πάρα πολύ πράγματα γενικώς, αλλά και στο τι ζητάμε απ’ αυτή την μουσική σήμερα. Αν μείνουμε στα πλαίσια που λειτουργούσαν κυριολεκτικά οι παραδόσεις – άσχετα αν έχουν αυτά μεταλλαχθεί – όπου η μουσική έχει μια χρηστικότητα για ένα γλέντι ή έναν χορό, υπάρχουν μουσικοί που παίζουν σε κομπανίες και βιοπορίζονται από αυτό. Λίγοι είναι αυτοί φαντάζομαι σε σχέση με το πόσοι θα μπορούσαν να το κάνουν. Βέβαια σήμερα ζητάμε και κάτι άλλο από αυτή τη μουσική. Ζητάμε κι έναν δείκτη καλλιτεχνικό και δημιουργικό. Οι μουσικοί που πειραματίζονται με αυτές τις μουσικές προσπαθώντας να αρθρώσουν έναν πιο προσωπικό λόγο και να βαδίσουν σ’ ένα δικό τους μονοπάτι στο δάσος που λέγαμε, αφήνοντας την ασφάλεια του χώρου τους, αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες. Και δυστυχώς πια χρειάζεται πραγματική προσπάθεια. Βασικά δεν υπάρχουν χώροι γι’ αυτή τη μουσική, όπως για παράδειγμα υπάρχουν χώροι, αλλά και το αντίστοιχο πλαίσιο, να υποστηρίξουν δημιουργικές τάσεις στον χώρο της κλασικής μουσικής. Είτε σε ένα πλαίσιο πιο τυποποιημένο, δηλαδή επανεκτέλεσης παλιάς μουσικής, είτε σ’ ένα πλαίσιο σύγχρονης δημιουργίας, σύγχρονης μουσικής όπως ονομάζεται – στο χώρο της ευρωπαικής μουσικής όλο αυτό – υπάρχουν χώροι που υποστηρίζουν και φυσικά η αντίστοιχη χρηματοδότηση. Στον δικό μας χώρο, απ’ ότι βλέπω από τον εαυτό μου – βέβαια εγώ είχα την τύχη να κάνω κάποια πράγματα σε μεγαλύτερους χώρους – αλλά και από συναδέλφους, για έργα τα οποία πραγματικά έχουν ποιότητα και υψηλό καλλιτεχνικό και δημιουργικό δείκτη, είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Παρ’ όλα αυτά δεν είμαι απαισιόδοξος. Νομίζω ότι μέσα απ’ αυτήν τη δυσκολία κάποιοι απ’ όλους αυτούς τους – εύχομαι και το ελπίζω – θα βρουν τον τρόπο να απευθυνθεί αυτό που κάνουν σε ένα πιο ευρύτερο κοινό και θα μπορέσουν έτσι να ανατροφοδοτούν τη δημιουργικότητά τους. Αυτό είναι το ζητούμενο.
Στην μέχρι τώρα πορεία σου θα επέλεγες να κάνεις κάτι διαφορετικά;
Έχω προβληματιστεί πάρα πολλές φορές. Λάθη κάνουμε όλοι κι έχω κάνει άπειρα, και δε σου κρύβω έχω πει πολλές φορές «αυτό ίσως θα μπορούσες να μην το έχεις κάνει», μιλώντας για επιλογές μουσικές. Αλλά εν τέλει απ’ τα λάθη μαθαίνεις και ίσως τα μαθήματα κατά αυτόν τον τρόπο να είναι πιο δυνατά . Αρκεί να μπορείς να δεις το μάθημα και να μην μείνεις απλώς στην απογοήτευση που σου ‘χει προκαλέσει το λάθος. Έχω κάνει πράγματα τα οποία αναγνώρισα ως λάθη εκ των υστέρων. Αλλά σκέψου ένας μουσικός 18 χρονών που έχει κάποιους αναγνωρισμένους μουσικούς ως πρότυπα, θα τους πιστέψει γιατί χρειάζεται κάποιον οδηγό στο δάσος, ένα φως για να ακολουθήσει. Πολλές φορές δεν είναι όλοι οι άνθρωποι αυτοί που νόμιζες ότι είναι. Οπότε, ναι, έχω κάνει λάθη αλλά έμαθα από αυτά. Κι ίσως κι αυτά μ’ έχουν διαμορφώσει σ’ αυτό που είμαι τώρα.
*Στις 29 Δεκεμβρίου ο Σωκράτης Σινόπουλος και το κουαρτέτο του θα κάνουν την τελευταία εμφάνιση τους για φέτος στον πολυχώρο Gazarte στην Αθήνα.
Originally posted 2017-12-04 20:15:04.