

Από την γένεση του νεοελληνικού κράτους και μέχρι σήμερα, οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται στην καθημερινή ατζέντα του υπουργείου εξωτερικών της Ελλάδος. Μία ανασκόπηση στις συχνές και σχεδόν μόνιμες, πλέον διενέξεις, μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, τουλάχιστον από το 1923 και μέχρι σήμερα, μπορεί να μας δώσει χρήσιμα στοιχεία, για την καλύτερη σύνθεση της συνολικής εικόνας, τόσο για τις σχέσεις της Ελλάδος με την Τουρκία, όσο και για τον ρόλο και τις μεθοδεύσεις της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, χωρίς να παραβλέψουμε το γεγονός ότι, στην τελική κατά περίπτωση εξέλιξη, σημαντικό ρόλο έχουν και εξωγενείς παράγοντες. Ας θυμηθούμε μερικά από τα θέματα αυτά που μας έχουν απασχολήσει, τις τελευταίες δεκαετίες, όπως το, τι απέγιναν οι αιχμάλωτοι μετά το 1922, η συνθήκη της Λωζάννης, το Κυπριακό (από το 1955 μέχρι και την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν), τον εναέριο χώρο και το FIR Αθηνών, τη διαμάχη για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, η αιγιαλίτιδα ζώνη, η μουσουλμανική μειονότητα, στη Θράκη και Ελληνική μειονότητα στην Τουρκία, καθώς και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σήμερα έχουμε τις ΑΟΖ, τα κοιτάσματα αερίου της Κύπρου και Κρήτης, τους αγωγούς υδρογονανθράκων , το Καστελόριζο και τόσα άλλα.
Τα τελευταία χρόνια είναι χαρακτηριστικές και οι εκφράσεις, που διέπουν τις σχέσεις μας με την Τουρκία, όπως ”πιθανότητα θερμού επεισοδίου”, ”υβριδικός και ψυχολογικός πόλεμος”, ΑΟΖ, “Αγωγοί φυσικού αερίου”, “πρόσφυγες – μετανάστες”, “υφαλοκρηπίδα”. Η αιτία βέβαια για όλα αυτά είναι η Τουρκία με την πάγια εμμονή της εναντίον της Ελλάδος. Μονίμως και αδιαλείπτως φροντίζει να κάνει πάντα το πρώτο βήμα για παράνομες και παράλογες διεκδικήσεις, πέραν κάθε νομιμότητας, αναγκάζοντας την Ελλάδα να την ακολουθεί, σε μια καταστροφική και για τις δύο χώρες, αντιπαράθεση με αρνητικές κοινωνιολογικές και οικονομικές επιπτώσεις.
Είναι φανερό πως η παρελθούσα οθωμανική αυτοκρατορία, έχει επηρεάσει, βαθειά και ανεξίτηλα την Τουρκική εξωτερική πολιτική, που και σήμερα ασκείται ιδιαίτερα έντονα, στο πλαίσιο αυτής της εμμονής.
Παρά τα μεγάλα λόγια και τις «απειλές», που συστηματικά χρησιμοποιεί και σε αντίθεση με το αξίωμα ότι κανένα κράτος, υπό φυσιολογικές συνθήκες, δεν επιλέγει την ένοπλη βία, τεράστιου οικονομικού κόστους, για την ικανοποίηση συμφερόντων που δεν σχετίζονται άμεσα με την επιβίωσή, ή την εθνική, ή εδαφική του ακεραιότητα. Η Τουρκία, σε αντίθεση με αυτό τον κανόνα και παρά το γεγονός ότι δεν φαίνεται να έχει την δυνατότητα να επιχειρήσει κάποια σοβαρή στρατιωτική επίθεση εναντίον της Ελλάδος, εκτός εάν η παράλογη και εγωιστική τακτική του Ερντογάν, πέρα από κάθε λογική και συνετή σκέψη, οδηγήσει την Τουρκία σε ένα πόλεμο με την Ελλάδα ή να προκαλέσει ένα θερμό επεισόδιο, μικρής ή μεγαλύτερης έκτασης. Ένας πόλεμος ποτέ δεν είναι ανώδυνος. Οι συνέπειές του θα είναι σοβαρές και μάλιστα μπορεί να εξελιχθεί σε ένα ντόμινο με απρόβλεπτες εξελίξεις για το μέλλον της Τουρκίας. Η άποψη αυτή ενισχύεται αν ληφθούν υπ’ όψη, τα πολεμικά μέτωπα που η Τουρκία έχει ανοικτά, όπως το Κουρδικό/Συρία, Λιβύη, η ασταθής και μετέωρη στάση της στις σχέσεις της με ΗΠΑ και Ρωσία, αλλά και οι πιθανές δυναμικές εκτονώσεις, εσωτερικών καταπιεσμένων εθνο-μειονοτήτων. Η πολύ άσχημη οικονομική της κατάσταση αλλά και η επικίνδυνη συμπεριφορά του Ερντογάν, στις σχέσεις του με άλλες χώρες (Αλβανία, Κόσσοβο, Αραβία, Ισραήλ), τις οποίες είτε επιχειρεί να ελέγξει είτε να εκμεταλλευτεί, προσπαθώντας πάντα να αναδείξει και να ενισχύσει τον χαρακτήρα μιας περιφερειακής ηγεμονικής υπερδύναμης και προστάτη του Ισλάμ. Όλα αυτά όμως προκαλούν γενικότερη ανησυχία και σε άλλες δυνάμεις (κράτη) που μπορεί να βλάπτονται άμεσα ή έμμεσα από αυτές τις Τουρκικές επιδιώξεις, αλλά και τις πιθανές αλλαγές σε γεωστρατηγικά δεδομένα, ιδιαίτερα στην περιοχή της Ευρασίας.
Ο βασικότερος ίσως στόχος και σημείο εστίασης όλων των Τουρκικών σχεδιασμών παραμένει το Αιγαίο. Το Αιγαίο είναι η λεωφόρος που ενώνει τα στενά του Βοσπόρου με το Κρητικό και Λιβυκό πέλαγος και το Σουέζ και οδηγεί στην Κύπρο και την εγγύς Ανατολή. Η Τουρκία πιστεύει ότι ο έλεγχος του Αιγαίου την καθιστά αυτόματα αναγνωρίσιμη περιφερειακή δύναμη, ιδιαίτερα και μετά από την παράνομη και αυθαίρετη συμφωνία με την Λιβύη. Ενοχλείται δε τα μέγιστα από την διασύνδεση και έλεγχο του τριγώνου Κρήτης, Ανατολικού Αιγαίου, Κύπρου, από την Ελλάδα και την Κύπρο. Για τον λόγο αυτό και δεν επιθυμεί την άμεση γεωπολιτική σχέση μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου.
Η Άγκυρα έχει υιοθετήσει την πολιτική των ίσων αποστάσεων με τις μεγάλες δυνάμεις αλλά και τις παράλληλες σχέσεις (πολυπολικό διεθνές σύστημα), με άλλες χώρες από όπου μπορεί να «πάρει» και όχι να «δώσει», πέραν βέβαια των πολιτικών και φραστικών «αντιθέσεων». Κατάλαβε ότι μια παθητική στάση με μόνο λεκτικές «κορώνες», προκαλεί μόνο ζημιές και καθιστά τη χώρα ευάλωτη και εύκολο «θύμα», προκειμένου να εξυπηρετηθούν γεοστρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα μεγάλων ή ισχυρών περιφερειακών δυνάμεων. Με αυτή την φιλοσοφία ενεργεί σήμερα η Τουρκία, που όμως το οικονομικό κόστος αυτής της πολιτικής, με την παράλληλη και πολύ σοβαρή αποδυνάμωση της οικονομίας της και σε συνδυασμό με τις εσωτερικές πολιτικές αντιδράσεις και την γενικότερη εσωτερική αστάθεια, μπορεί να την οδηγήσουν όχι στο επιθυμητό για αυτήν αποτέλεσμα, αλλά σε μία καταστροφική συρρίκνωση, σε όλα τα επίπεδα και τις κοινωνικές δομές, με απρόβλεπτες εσωτερικές ανακατατάξεις.
Η Ελλάδα πρέπει να αναθεωρήσει την πολιτική της φιλοσοφία και πρακτική, αντιδρώντας σε αυτή την Τουρκική τακτική, κάτι που είναι απαραίτητο για να μη αναγκαστεί να αντιμετωπίσει την απαξίωση των άλλων ισχυρών δυνάμεων και τον Τουρκικό πρωταγωνιστικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου.
Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να αντιδράσει άμεσα αναθεωρώντας κάποιες εμμονές, όπως «δεν επιδιώκουμε πόλεμο», κάτι που εύκολα παρερμηνεύεται ή δίνει την ευκαιρία στην Τουρκία να αυθαιρετεί, εκ του ασφαλούς. Μπορεί όμως με σθεναρότητα να αναπτύξει μια δυναμική αποτρεπτική στρατηγική, η οποία θα περιορίσει την Τουρκική αυθαιρεσία και θα την αναγκάσει να αναθεωρήσει την τακτική της έναντι της Ελλάδος, προσέχοντας και αυτά που δηλώνει και τις παράνομες ενέργειές της, που βλάπτουν τα συμφέροντα της Ελλάδος. Η παθητική στάση της Ελλάδος πρέπει να αποκλειστεί και να αναπτυχθούν σχεδιασμοί σοβαρών πολιτικών αντιδράσεων, με αναθεώρηση της τακτικής και των ενεργειών του υπουργείου εξωτερικών, με παράλληλη και πολλαπλή παρουσία του σε κάθε περίπτωση που μπορεί να προστατευτεί ή και να αποτραπούν σχεδιασμοί και ενέργειες, που άμεσα ή έμμεσα θα μπορούσαν να βλάψουν την Ελλάδα . Αποφασιστικά και τολμηρά να εφαρμόσει το Διεθνές δίκαιο για τα 12 μίλια αιγιαλίτιδας ζώνης, την υφαλοκρηπίδα και τις ΑΟΖ και τέλος σταθερά και αμετάκλητα να αποτρέψει κάθε περίπτωση διζωνικής/δικοινωτικής ομοσπονδίας και πολιτικής ισότητας, στην Κύπρο. Ιδιαίτερα για την Κύπρο (θέμα τεράστιας στρατηγικής και εθνικής σημασίας για την Ελλάδα), η μόνιμη, ανυποχώρητη και ξεκάθαρη θέση της Ελλάδας πρέπει να είναι τα δικαιώματα που προκύπτουν και που διεθνώς αναγνωρίζονται, από την Πράξης προσχώρησης, της Κύπρου, στην Ε.Ε, με την εφαρμογή της οποίας επιλύονται αυτόματα πολλά θέματα. Αδιαπραγμάτευτη Κυπριακή κυριαρχία, χωρίς εγγυήσεις, ξένα στρατεύματα κατοχής, και αποχώρηση των εποίκων. Εφαρμογή της διεθνούς νομιμότητας και των ψηφισμάτων του ΣΑ.
Αυτές οι τολμηρές θέσεις είναι η μόνη λύση για την αποτροπή της Τουρκικής ηγεμονίας στην περιοχή της Μεσογείου, αλλά και ταυτόχρονα θα δώσουν το μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση και ιδιαίτερα στις μεγάλες δυνάμεις, ότι η Ελλάδα δεν είναι ένας αδύνατος, ασήμαντος και διαχειρίσημος «σύμμαχος», αλλά μια ισχυρή χώρα, που παρά το μέγεθός της μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην Ευρώπη, τα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, αποτελώντας και την κύρια πύλη εισόδου στην Ανατολική Ευρώπη. Εκτός των άλλων η Ελλάδα είναι η χώρα από την οποία πηγάζει το πνεύμα, ο πολιτισμός και η γνώση. Χωρίς αυτά ο κόσμος θα ήταν αλλιώς.
Σωκράτης Ακριτίδης
Σύμβουλος επιχειρηματικής Ανάπτυξης