
Την περασμένη εβδομάδα, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε αντισυνταγματικά τα περιοριστικά μέτρα που επέβαλε για τις συναθροίσεις σε λατρευτικούς χώρους ο κυβερνήτης της Νέας Υόρκης επικαλούμενος την διασπορά του κορωνοϊού. Η συγκεκριμένη απόφαση αποτελεί μια από τις πρώτες εκ μέρους της δικαστικής εξουσίας που ελέγχει και ουσιαστικά ανατρέπει κυβερνητικό διάταγμα που εξεδόθη κατά την διάρκεια της πανδημίας. Από την ένσκηψη της επιδημικής αυτής νόσου στις αρχές του έτους, οι περιορισμοί που επιβάλλονται στο σύνολο του πληθυσμού και επηρεάζουν όλες τις πτυχές της καθημερινής ζωής, καταπατώντας πολλάκις συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, προέρχονται κατευθείαν από την εκτελεστική εξουσία, αγνοώντας ή παρακάμπτωντας ενίοτε τα νομοθετικά σώματα. Η συγκεκριμένη τάση, που ενισχύεται από την λεγόμενη «τέταρτη εξουσία», τα ΜΜΕ, ευλόγως γεννά ανησυχία για την κατάσταση της δημοκρατίας παγκοσμίως, τροφοδοτώντας μαζικές λαϊκές αντιδράσεις.
Στην απόφασή του, το Ανώτατο Δικαστήριο επικαλείται την ασυνέπεια των διοικητικών εντολών (πράξεις νομοθετικού περιεχομένου) που εκδίδουν οι κατά τόπους κυβερνήτες, οι οποίοι αντιμετώπιζαν τους λατρευτικούς χώρους διαφορετικά από άλλους δημόσιους χώρους, π.χ. τα εμπορικά καταστήματα, υπογραμμίζοντας παράλληλα, ότι παρά την ύπαρξη ενός σοβαρού κινδύνου για την δημόσια υγεία, δεν γίνεται να παρακάμπτεται και να καταπατείται το Σύνταγμα.

Η σημασία της διάκρισης των εξουσιών
Το ζητούμενο δεν είναι αν συμφωνεί κανείς με την συγκεκριμένη απόφαση του Δικαστηρίου (αν και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, θεσμοί όπως η Εκκλησία, που είναι προγενέστεροι του ίδιου του κρατικού μηχανισμού και διατηρήθηκαν στο ακέραιο παρά τις προκλήσεις και τα σκαμπανεβάσματα των αιώνων θα έπρεπε να αφεθούν ελεύθεροι να αυτορυθμίζονται, χάριν της πείρας και του κύρους τους), αλλά ότι η διάκριση των εξουσιών μπορεί ακόμη να περιορίζει την κατάχρηση της εξουσίας από αυτούς που την κατέχουν. Άλλωστε, ένας από τους πειρασμούς της εξουσίας, ακόμη και σε μια δημοκρατία, είναι η τάση της εκτελεστικής δύναμης να μεταμορφώνεται σε δυναστική. Σταδιακά, με την πάροδο του χρόνου, οι εκτελεστικές αρχές γίνονται όλο και πιο συγκεντρωτικές, μεταμορφούμενες σε μοναρχίες. Ένα δείγμα αυτής της τάσης είναι και η οικογενειοκρατία, όπου εκλέγονται σε κορυφαίες κυβερνητικές θέσεις άτομα εμφανώς ακατάλληλα για το συγκεκριμένο πόστο ή με φανερές ελλείψεις της απαιτούμενης διανοητικής ικανότητας, ηθικής ακεραιότητας ή του διαχειριστικού ταλέντου, μόνο και μόνο επειδή είναι οι γιοί των μπαμπάδων τους…
Το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται μόνο στην Ελλάδα. Στην Αμερική, οι καταστροφικές πολιτικές του κ. Τζορτζ Μπους του νεώτερου εξακολουθούν και ταλανίζουν ολόκληρο τον κόσμο, ενώ στην Νέα Υόρκη, ο σημερινός κυβερνήτης είναι πολιτικός γόνος ενός ιδιαιτέρως δημοφιλούς κυβερνήτη, γεγονός το οποίο, του εξασφάλισε εν μέρει τουλάχιστον σημαντικό μέρος της λαϊκής υποστήριξης που κάποτε τον ανέδειξε νικητή στις κάλπες. Να υπογραμμιστεί ότι παρά το γεγονός ότι η Νέα Υόρκη υπήρξε η πολιτεία που επλήγη περισσότερο από κάθε άλλη στις ΗΠΑ, ο συγκεκριμένος πολιτικός δεν δίστασε να κυκλοφορήσει βιβλίο στις αρχές του φθινοπώρου, καμαρώνοντας για τον τρόπο που διαχειρίστηκε την υγειονομική κρίση, μολονότι χιλιάδες ηλικιωμένοι πέθαναν στα γηροκομεία της πολιτείας εξαιτίας της απόφασής του να μεταφέρει τους νοσούντες με κορωνοϊό γέροντες από τα νοσοκομεία πίσω στα γηροκομεία και να εκθέσει το σύνολο των τροφίμων στην μολυσματική αρρώστια.
Το δικαστικό σώμα ως αντίβαρο της κατάχρησης εκτελεστικής εξουσίας
Γενικά, κατά την διάρκεια της πανδημίας, η δύναμη των κυβερνητών των πολιτειών της Αμερικής γιγαντώθηκε, σε σημείο να ξεπερνά ακόμη και αυτήν του προέδρου του κράτους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και όταν το κοινοβούλιο μιας πολιτείας αποφάσιζε την άρση των περιοριστικών μέτρων (π.χ. στο Μίσιγκαν), οι κυβερνήτες αρνήθηκαν να εφαρμόσουν την νομοθεσία, παρατείνοντας μονομερώς την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που κήρυξαν οι ίδιοι, αναλαμβάνοντας έτσι την διακυβέρνηση εν λευκώ επί μήνες, χωρίς την παραμικρή απολογία για την κατάλυση της δημοκρατικής διαδικασίας. Στην ουσία, οι αυθαιρεσίες της εκτελεστικής εξουσίας έχουν αναδείξει 50 δεσποτάτα εντός των ΗΠΑ. Οι αυθαιρεσίες αυτές δεν είναι άσχετες και με το μπάχαλο που επικρατεί γύρω από τις προεδρικές εκλογές, με σοβαρές κατηγορίες για καλπονοθεία να διατυπόνονται και να στοιχειοθετούνται ακριβώς λόγω του πολιτικού αυτού αυταρχισμού που επιδεικνύουν οι κυβερνήτες.
Έχοντας υπ’ όψη τα δεδομένα αυτά, η ανάγκη για ένα ανεξάρτητο δικαστικό σώμα καθίσταται όλο και περισσότερο επιτακτική. Εάν η λειτουργία του σώματος αυτού είναι όντως ανεξάρτητη, δημιουργείται άλλο ένα ανάχωμα στην προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων του πολίτη. Φυσικά και το δικαστικό σώμα είναι ευάλωτο σε κυβερνητικές ή και εξωθεσμικές παρεμβάσεις. Για παράδειγμα, πολλά έχουν γραφεί για την σχέση των μελών του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με το ίδρυμα του περιβόητου κ. Τζορτζ Σόρος. Παράλληλα, μετά την τοποθέτηση αρκετών δικαστών από την κυβέρνηση Τραμπ σε καίριες θέσεις (ειδικά στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπου πλέον η πλειοψηφία θεωρείται συντηρητική), υπάρχουν φωνές εντός του Δημοκρατικού κόμματος για αύξηση του αριθμού των μελών, για να αλλοιωθεί η παρούσα σύνθεση.
Ένα ισχυρό συνταγματικό δικαστήριο λείπει από την Ελλάδα σήμερα
Ωστόσο, παρά τις όποιες ατέλειες, ένα ισχυρό και ανεξάρτητο Συνταγματικό Δικαστήριο αποτελεί μια επιπλέον εγγύηση για την διατήρηση της ανεξαρτησίας μιας χώρας και την διασφάλιση της χρηστής διακυβέρνησής της σύμφωνα με το πνεύμα του ισχύοντος συντάγματος. Η έλλειψη ενός τέτοιου οργάνου στέρησε από την Ελλάδα μια ύστατη και απολύτως αναγκαία γραμμή άμυνας απέναντι στις μεθοδευμένες επιθέσεις που σχεδιάστηκαν και επιβλήθηκαν από το εξωτερικό, με την συνεργασία εγχωρίων εντολοδόχων. Τα καταστροφικά μνημόνια, η προδοτική Συμφωνία των Πρεσπών, το «όχι» που έγινε «ναι» στο δημοψήφισμα του 2015 και τόσες άλλες αυθαιρεσίες διαδοχικών κυβερνήσεων θα μπορούσαν να είχαν εμποδιστεί ή έστω στιγματιστεί αναμφηρίστως ως αντισυνταγματικές πράξεις που επιβάλλεται να ανατραπούν ώστε να αποκατασταθεί το δίκαιο.
Δυστυχώς, η Ελλάς δεν διαθέτει ένα τέτοιο Δικαστήριο και πληρώνει το τίμημα ακριβά. Φυσικά, ακόμη και να δημιουργηθεί ένα Συνταγματικό Δικαστήριο, δεν υπάρχει τρόπος να διασφαλιστεί εύκολα η ακεραιότητα των μελών του, εκτός εάν ανατεθεί η πλήρωση των θέσεων σε μηχανισμούς που ξεπερνούν τα πλοκάμια της πρωθυπουργιοκεντρικής κυβερνητικής πλειοψηφίας, όπως η ενισχυμένη πλειοψηφία, ένα σύστημα μικτής εκλογής, που θα απαιτούσε και την ψήφο άλλων θεσμικών οργάνων ή, ακόμη καλύτερα, η κλήρωση, η οποία θα άφηνε περιθώριο να ξεπερασθούν τα μαγειρέματα και να τοποθετηθεί ένας μη φυτευτός, έστω τυχαία.
Έτσι όπως κατάντησαν τα πράγματα, μόνο με εκπλήξεις ή το απρόβλεπτο της τύχης μπορεί να διασωθεί το πολιτικό άθλημα από τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εκφαυλιστές της εξουσίας. Ούτως ή άλλως, η ιστορία πάντα από εκπλήξεις γραφόταν.