
Με μια απόφαση ορόσημο, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ανέτρεψε το ομοσπονδιακό δίκαιο σχετικά με την νομιμότητα των εκτρώσεων. Πρόκειται για την ανατροπή μιας δικαστικής απόφασης η οποία ίσχυε για 49 χρόνια και διαμόρφωσε την σύγχρονη πολιτική των ΗΠΑ γύρω από το θέμα αυτό. Παράλληλα, υπήρξε ένα από τα πλέον έντονα σημεία τριβής μεταξύ των δύο βασικών πολιτικών παρατάξεων στις ΗΠΑ και, εν πολλοίς, των ψηφοφόρων τους.
Πλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο επιστρέφει το δικαίωμα του νομοθετείν για το ζήτημα αυτό στις επιμέρους πολιτείες και τα τοπικά τους βουλευτικά σώματα. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι σε πολιτείες όπου κυριαρχούν συντηρητικοί νομοθέτες, κυρίως στον νότο, η δυνατότητα να εκτελεσθεί η ιατρική πράξη της τεχνητής διακοπής τοκετού (έκτρωσης) θα περιορισθεί (κατά τόπους, ίσως και σχεδόν ολοκληρωτικά), ενώ σε πολιτείες που εκλέγουν πιο κοινωνικά φιλελεύθερους νομοθέτες (κυρίως στον βορρά και την δυτική ακτή), οι εκτρώσεις θα πραγματοποιούνται ελεύθερα, ίσως και καθ’ οιανδήποτε στιγμή πριν από την γέννα, χωρίς χρονικούς περιορισμούς. Προφανώς, γυναίκες που μένουν σε πολιτείες όπου αυστηροποιείται η διαδικασία για τις εκτρώσεις θα υποχρεούνται πλέον να ταξιδεύουν σε άλλες πολιτείες, όπου δεν υπάρχουν οι ίδιοι περιορισμοί.

Περι πρωθυπουργικών τιτιβισμάτων ο λόγος
Η απόφαση αυτή υπήρξε σαφώς αμφιλεγόμενη, ξεσηκώνοντας κύμα αντιδράσεων από όλους εκείνους που εναντιώνονται σε αυτήν, αλλά και κερδίζοντας την επιδοκιμασία των πολιτών εκείνων που αγωνίστηκαν υπέρ της όλα αυτά τα χρόνια. Σκοπός του άρθρου αυτού δεν είναι να λάβει θέση επάνω στο επίμαχο ζήτημα αυτό. Άλλωστε, τόσο η ιερότητα της ζωής όσο και τα δικαιώματα ενός ανθρώπου επάνω στο σώμα του είναι έννοιες που ξεπερνούν κατά πολύ την δυνατότητα μιας επιφυλλίδας να τις αναλύσει. Κατά την ταπεινή μας άποψη, το ίδιο ισχύει για τιτιβίσματα ή άλλες αναρτήσεις σε κοινωνικά δίκτυα.
Αυτό που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η απόφαση αυτή σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως όχι μόνο από Αμερικανούς πολιτευτές και ψηφοφόρους, αλλά διεθνώς, τόσο από πολιτικούς, όσο και από πολίτες. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδος ήταν ανάμεσα στους πολιτικούς που σχολίασε την απόφαση αυτή δημοσίως, δηλώνοντας τα εξής διαμέσου του επισήμου πρωθυπουργικού λογαριασμού στο Twitter: «Really troubled by the decision of the US Supreme Court. It is a major step back in the fight for women’s rights» (τουτέστιν, «Είμαι πολύ προβληματισμένος από την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Είναι ένα μεγάλο βήμα πίσω στον αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών») .
Προφανώς, ο πρωθυπουργός έχει λύσει όλα τα εγχώρια προβλήματα της πατρίδας και του μένει χρόνος να λαμβάνει θέσεις και για τα πολιτικά ζητήματα της Αμερικής… Ας το έκανε από τον προσωπικό του λογαριασμό, αλλά όχι με την ιδιότητα του πρωθυπουργού της χώρας. Ειδικά όταν η ελληνική νομοθεσία εμφανίζει μεγαλύτερους περιορισμούς, σε κάποια σημεία, από την ανάλογη κείμενη νομοθεσία στις ΗΠΑ.
Μη συνετή η ανάμειξη του Έλληνα πρωθυπουργό στα εσωτερικά ξένης χώρας
Όπως ενοχλεί η τοποθέτηση των αμερικανικών αρχών ή οποιασδήποτε άλλης τρίτης χώρας στα εσωτερικά ζητήματα της Ελλάδος, το ίδιο ισχύει και όταν Έλληνες πολιτικοί τοποθετούνται δημοσίως επί ξένων ζητημάτων. Φυσικά, η τοποθέτηση Μητσοτάκη προδήλως αφορούσε πρωτίστως στους διεθνείς κύκλους που τον προωθούν, όπου ήθελε να επιβεβαιώσει το ιδεολογικό του στίγμα και δευτερευόντως στην εσωτερική κατανάλωση. Το σίγουρο είναι ότι ουδείς Αμερικανός ενδιαφέρθηκε για τις απόψεις του, με τις οποίες όμως δεν βοηθάει την Ελλάδα, αλλά μάλλον την εκθέτει σε αχρείαστο κίνδυνο.
Οι ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου προμηνύουν αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ, με τους Ρεπουμπλικανούς να αναμένονται να κερδίσουν τουλάχιστον την Βουλή, πιθανόν και την Γερουσία. Από την στιγμή που οι περισσότεροι εξ αυτών τάσσονται υπέρ της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ποιος ο λόγος να εμπλακεί ο πρωθυπουργός σε μιαν αχρείαστη ιδεολογική αντιπαράθεση μαζί τους;
Εξάλλου, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέταζε κυρίως το δικαίωμα των εκάστοτε πολιτειών να διαμορφώνουν την πολιτική τους διαμέσου των εκλεγμένων βουλευτικών σωμάτων τους αντί να δεσμεύονται από την απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου. Η ουσία της αντιπαράθεσης υπήρξε η «πάλη» μεταξύ βουλευτικού και δικαστικού σώματος.
Λίγη αυτοκριτική από Έλληνες πολιτικούς θα ακουστεί ποτε;
Εκεί, βέβαια, οι πλείστοι, κατά τα άλλα λαλίστατοι, Έλληνες πολιτικοί χάνουν ξαφνικά τα λόγια τους. Και τι να πουν, δηλαδή, μετά τα όσα αντισυνταγματικά συνέβησαν στην πατρίδα μας τα τελευταία χρόνια. Μήπως τα μνημόνια δεν αποτέλεσαν κατάφορη παραβίαση του Συντάγματος, με την επίσημη εγκαθίδρυση των δανειστών ως πολιτικοί άρχοντες του τόπου; Μήπως το περιβόητο δημοψήφισμα του 2015, όπου η συντριπτική λαϊκή ετυμηγορία του «Όχι» μετετράπη ξαφνικά σε «Ναι» κατόπιν αυθαίρετης πρωθυπουργικής ερμηνείας και ευρωπαϊκού εκβιασμού δεν διατάραξε συθέμελα τον καταμερισμό των εξουσιών στην Ελλάδα; Μήπως η κατάπτυστη Συμφωνία των Πρεσπών δεν παρέκαμψε κάθε δημοκρατική δικλείδα ασφαλείας, αγγίζοντας τα όρια της προδοσίας;
Δυστυχώς, ο σημερινός πρωθυπουργός, αλλά και οι περισσότεροι συνάδελφοί του στην Βουλή και στα πολιτικά κόμματα δεν εντοπίζουν «πισογυρίσματα» στις περιπτώσεις αυτές. Ούτε δείχνουν να κόπτονται για «τα δικαιώματα των γυναικών» να δημιουργήσουν την δική τους οικογένεια, γεννώντας όσα παιδιά θέλουν, χωρίς τον φόβο ότι το άδικο φορολογικό σύστημα, ο ΕΝΦΙΑ, οι παράλογες χρεώσεις της ΔΕΗ, η κρατική κερδοσκοπία στις τιμές πετρελαίου θα καταδικάσουν τα παιδιά τους στην πείνα και την ανέχεια.
Αντί να τιτιβίζει τις απόψεις του για μια δικαστική απόφαση που δεν αφορά στην χώρα του, θα ήταν πολύ προτιμότερο να ασχοληθεί ο πρωθυπουργός με το φλέγον θέμα του δημογραφικού και την επικίνδυνη συρρίκνωση του ελληνικού πληθυσμού.
Ποιοί στερούν το δικαίωμα της πολυτεκνίας από τον ελληνικό λαό;
Όσο εκείνος και οι συνυπεύθυνοι διαχρονικά πολιτικοί φροντίζουν για την αντικατάσταση του γηγενούς πληθυσμού με επήλυδες που δεν αποβλέπουν καν στην πολιτιστική τους αφομοίωση, γίνονται πολλές δεκάδες χιλιάδες εκτρώσεις ετησίως στην Ελλάδα, η οποία έχει όσο ποτέ την ανάγκη αυτής της νέας γενιάς. Προφανώς και δεν τερματίζονται όλα εκείνα τα τοκετά απλά και μόνο επειδή κάποιες γυναίκες θέλουν να πάνε τον αγώνα για τα δικαιώματά τους «ένα βήμα μπροστά».
Υπαγορεύονται, σχεδόν επιβάλλονται, από τις επικρατούσες συνθήκες, για τις οποίες είναι συνυπεύθυνο το ελλαδικό κράτος, που όχι μόνο δεν προνοεί για να στηρίξει οικονομικά ευάλωτες μητέρες ή πολύτεκνες οικογένειες, αλλά περίπου τους τιμωρεί με την ισχύουσα πολιτική. Ας αναρωτηθεί λοιπόν πρώτα ο κ. πρωθυπουργός τι μπορεί να κάνει εκείνος και η κυβέρνησή του να στηρίξει τα νέα ζευγάρια που θέλουν να δημιουργήσουν οικογένεια.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η πράξη αυτή θα ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να κάνει να στηρίξει «τον αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών». Εφόσον τα στηρίζει, θα πρέπει πρώτα και κυριότερα να στηρίξει το δικαίωμα στην μητρότητα!