Το νερό είναι ένα δημόσιο, περιβαλλοντικό και βιολογικό αγαθό, αποτελεί μοναδικό και πολύτιμο φυσικό πόρο απαραίτητο σε όλα τα έμβια όντα, καθώς και αναγκαία προϋπόθεση, για την ύπαρξη ζωής στον πλανήτη, ενώ δεν μπορεί να αντικατασταθεί με κάτι άλλο και δεν μπορεί να παραχθεί σε μεγάλες ποσότητες με άλλα υλικά. Δεν πρόκειται για έναν μονοδιάστατο οικονομικό πόρο, αλλά πρωτίστως για ένα περιβαλλοντικό αγαθό, που εμπεριέχει σημαντικές οικονομικές παραμέτρους, λόγω των αναγκών της ορθής διαχείρισης, επεξεργασίας, μεταφοράς και διανομής του.

Το νερό που έχουμε στη διάθεσή μας για τις διάφορες χρήσεις βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες στον πλανήτη μας, ωστόσο, παρά τα μεγάλα υδατικά αποθέματα, είναι πολλοί οι παράγοντες που υπεισέρχονται, με αποτέλεσμα να διακυβεύεται η επάρκειά του για όλους. Αξίζει να σημειωθεί ότι πάνω από 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλο τον κόσμο δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό.

Σήμερα, η αγωνία για τη διατήρηση της ζωής και το μέλλον του πλανήτη μας είναι πιο έκδηλη από ποτέ, ωστόσο δεν πρέπει να  μας διαφεύγει το γεγονός, ότι μέχρι πρότινος κυρίαρχη σκέψη για τον άνθρωπο ήταν η οικονομική ανάπτυξη, η οποία θεωρεί τους φυσικούς πόρους αποκλειστικά ως οικονομική και χρηματική αξία.

Το περιβάλλον δεν θεωρήθηκε ποτέ από τον άνθρωπο ως «ποιοτική διάσταση» στην αναπτυξιακή διαδικασία που υιοθέτησε από την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης μέχρι και τις μέρες μας, με αποτέλεσμα σήμερα να προσπαθούμε για τη βελτίωση της ποιότητας του νερού που έχει υποστεί ρύπανση και για τη διατήρηση των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας. Η αντίληψη της αφθονίας και του φθηνού νερού μας έχει οδηγήσει στην υποτίμηση της οικονομικής αξίας του, με συνέπεια τη σπατάλη στη χρήση του, τη μη προστασία του και τελικά την ποιοτική και ποσοτική υποβάθμισή του.

 Τις τελευταίες δεκαετίες, η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της γης που επέφερε την ολοένα και αυξανομένη ανθρώπινη δραστηριότητα, η ανάπτυξη της γεωργίας, της βιομηχανίας, και η έντονη αστικοποίηση, αλλά και η ανάγκη του ανθρώπου για διατήρηση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, απαίτησαν αυξημένες ποσότητες νερού. Οι προσπάθειες που πραγματοποιήθηκαν προκειμένου να ικανοποιηθεί η αυξημένη ζήτηση του νερού, προσανατολίζονταν κυρίως στην αύξηση της παροχής νερού μέσω της εκμετάλλευσης των πηγών νερού.

Έτσι στον “ανεπτυγμένο” κόσμο, στον οποίο ανήκει και η χώρα μας, νέα φράγματα κατασκευάστηκαν, καινούργιες μονάδες αφαλάτωσης εγκαινιάστηκαν, λίμνες αποστραγγίστηκαν, ενώ έγιναν και εκτροπές ποταμών προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ακόρεστες ανάγκες μας, καταστρέφοντας τους τελευταίους εναπομείναντες υγροβιότοπους. Επίσης σε πολλές περιοχές οι υδατικοί πόροι χρησιμοποιήθηκαν αλόγιστα από τον άνθρωπο ως φυσικοί αποδεκτές για την αποχέτευση ανεπεξέργαστων ή μερικώς επεξεργασμένων αστικών και βιομηχανικών λυμάτων, καθώς και αγροτικών καταλοίπων (λιπάσματα, εντομοκτόνα κ.α.), με συνέπεια τη ρύπανση μεγάλων ποσοτήτων νερού.

Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν αφενός στη βαθμιαία εξάντληση των υδατικών πόρων, τόσο των επιφανειακών όσων και των υπόγειων όσο και στην ποιοτική τους υποβάθμιση. Ιδιαίτερα οξύ εμφανίζεται το πρόβλημα στα μεγάλα αστικά κέντρα και στις πλούσιες αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες, όπου υπάρχει και μεγαλύτερη ζήτηση για τέτοιου είδους χρήσεις του νερού, με αποτέλεσμα τη μείωση των διαθέσιμων εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων. Η συνεχόμενη μείωση των υδατικών υποθεμάτων αλλά και η ποιοτική υποβάθμιση αποτελούν φαινόμενα που παρουσιάζονται έντονα και στην Ελλάδα.

Στη σημερινή εποχή, η παροχή καλής ποιότητας νερού και η προστασία των υδατικών συστημάτων αποτελούν κύρια ζητήματα. Επομένως, η ορθολογική διαχείριση των υδάτινων πόρων και η εξοικονόμηση νερού, κυρίως όμως η καλλιέργεια μιας νέας κουλτούρας αναφορικά με τη διαχείριση των υδάτων προβάλλουν ως επιτακτική ανάγκη για τη διασφάλιση των αναγκών των σύγχρονων κοινωνιών αλλά και των οικοσυστημάτων.

Οι επικρατούσες τάσεις και δυνατότητες για τη διαχείριση των υδατικών πόρων περιλαμβάνουν την αύξηση της απόδοσης των χρήσεων νερού, την ανάπτυξη αποκεντρωμένων συστημάτων, την επιδίωξη διαχείρισης κυρίως της ζήτησης, με παράλληλη ανάπτυξη της διαθεσιμότητας των υπαρχόντων πόρων και τη χρήση εναλλακτικών πηγών νερού που προηγουμένως θεωρούνταν άχρηστες.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διεθνής τάση προς την επαναχρησιμοποίηση των επεξεργασμένων υγρών αποβλήτων, για άρδευση χώρων πρασίνου, αλλά και για ανάκτηση ενέργειας. Όλο και περισσότερο δίνεται έμφαση σε συστήματα διαχείρισης υδατικών πόρων, που θα βασίζονται σε τεχνολογίες ανακύκλωσης, επαναχρησιμοποίησης και γενικά χρήσης μη συμβατικών υδατικών πόρων. Ειδικότερα η ανακύκλωση και η επαναχρησιμοποίηση, σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο, αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς και ως εκ τούτου επιβάλλεται η λήψη άμεσων μέτρων τόσο σε επίπεδο ΕΕ, όσο και σε εθνικό επίπεδο.

Μεταξύ αυτών των πιθανών νέων πηγών εφοδιασμού νερού είναι και το «γκρίζο νερό», το οποίο περιλαμβάνει κυρίως τα λύματα από τον νιπτήρα, τη μπανιέρα, τη ντουζιέρα και το πλυντήριο ρούχων.  Όταν το γκρίζο νερό επαναχρησιμοποιείται, είτε επί τόπου είτε κοντά στην πηγή του, έχει τη δυνατότητα να μειώσει τη ζήτηση για νέα παροχή νερού, την ενέργεια και το αποτύπωμα άνθρακα των υπηρεσιών ύδατος, και να πληροί ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών και οικονομικών αναγκών. Ειδικότερα, η επαναχρησιμοποίηση του γκρίζου νερού στη βιομηχανία και άλλες αστικές χρήσεις, μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της ζήτησης του πιο δαπανηρού και υψηλής ποιότητας πόσιμου νερού. Τέλος, η επαναχρησιμοποίηση του «γκρίζου νερού» προσφέρει μια σειρά από ευκαιρίες και προκλήσεις, ενώ οι χρήσεις, οι πολιτικές και η τεχνολογία των συστημάτων ποικίλουν ευρέως σε όλο τον κόσμο.

Στο πλαίσιο της διπλωματικής εργασίας που εκπονήθηκε στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, υπό την επίβλεψη της Επίκουρης Καθηγήτριας Αντιγόνης Ζαφειράκου, από τους φοιτητές Άγγελο Βαντσιώτη και Φιλόθεο Τάσιο (2016), μελετήθηκε η δυνατότητα εγκατάστασης ενός συστήματος επεξεργασίας του «γκρίζου νερού» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, το οποίο συλλέγεται από την γύρω οικιστική περιοχή (Εικόνα 1). Στόχος είναι η χρήση του για τον καθαρισμό των χώρων του λιμανιού και των πλοίων που εξυπηρετεί. Παρουσιάζονται οι υδατικές ανάγκες του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, το υφιστάμενο δίκτυο ύδρευσης του καθώς και το ετήσιο κόστος ύδρευσης. Η εργασία συμπεριλαμβάνει μία τεχνικο-οικονομική μελέτη, προκειμένου να υπολογιστεί το τελικό κόστος αυτής της επένδυσης για την εταιρεία, με ανακατασκευή όλου του δικτύου από τον διαχωρισμό του γκρίζου νερού στις πολυκατοικίες (Εικόνα 2) και την μεταφορά του ως το λιμάνι βαρυτικά, την κατασκευή αντλιοστασίου για την μεταφορά του ως μια μικρή μονάδα επεξεργασίας του πριν την τελική διάθεση. Τέλος εξετάζεται η βιωσιμότητα αυτού του εγχειρήματος και αν είναι τελικά οικονομικά συμφέρον για την εταιρία Ο.Λ.Θ Α.Ε να προχωρήσει σε μία τέτοια επένδυση

11.PNG

 

22.PNG

Originally posted 2017-12-15 07:55:35.