Για την ανθρώπινη φύση, την ιστορία και τη διακυβέρνηση στη σκέψη του Machiavelli, γράφει ο Δημήτρης Ψαλλίδας

Χρόνος και Λόγος. Η σκέψη μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Οι ιδέες μέσα στην εναλλαγή των εποχών. Ποια η δύναμη και η διάρκειά τους; Ποιος ο τρόπος μεταβίβασής τους; Ποιες οι συνθήκες δημιουργίας και διασφάλισης της γνώσης; Πού συναντιούνται το παλιό με το νέο; Υπάρχει άραγε αυτή η δεξαμενή σκέψης, η αρχαία κιβωτός που διαφυλάσσει μια παρακαταθήκη για την ανθρωπότητα ή αποτελεί προϊόν φαντασίας, μια χίμαιρα για να δικαιολογούν οι άνθρωποι την αδράνειά τους και να αποποιούνται των ευθυνών τους να στοχάζονται και να ανακαλύπτουν νέες ιδέες και νέους προορισμούς, για μια αενάως κινούμενη και μεταβαλλόμενη προοπτική της πραγματικότητας; «Μακρά είναι η πλέον αναγκαία οδός του στοχασμού μας. Οδηγεί προς εκείνο το απλό, το οποίο απομένει να στοχαστούμε με την ονομασία λόγος. Όμως λίγες είναι οι ενδείξεις που έχουμε ακόμα στη διάθεσή μας και δείχνουν την οδό», θα γράψει ο Martin Heidegger.

Σε μια επιστολή του Niccolo Machiavelli προς τον διπλωμάτη Francesco Vettori διαβάζουμε μεταξύ άλλων: «Όταν τελειώσω το φαγητό, επιστρέφω στο χάνι. Εκεί βρίσκονται ο πανδοχέας και συνήθως ένας χασάπης, ένας μυλωνάς και δύο φουρνάρηδες. Μαζί τους χάνω το μυαλό μου όλη μέρα, παίζοντας κρίκα και τρίκ – τράκ, και μετά από αυτά τα παιχνίδια ξεσπούν χίλιοι καβγάδες και ατέλειωτες βρισιές με λόγια βαριά. Τις περισσότερες φορές παίζουμε για πενταροδεκάρες κι ακουγόμαστε μέχρι το Σαν Κασιάνο. Έτσι, βουτηγμένος στη χυδαιότητα, δεν αφήνω το μυαλό μου να μουχλιάσει και ρουφώ την κακεντρέχεια τούτη της μοίρας μου, ευχαριστημένος που με ποδοπατεί σ’ αυτόν τον δρόμο, για να δω μήπως τελικά μπορέσει να νιώσει ντροπή. Μόλις πέσει το βράδυ γυρίζω στο σπίτι και μπαίνω στο γραφείο μου. Και στο κατώφλι του βγάζω από πάνω μου τα καθημερινά ρούχα , που είναι γεμάτα λάσπη και ιλύ, και φορώ ρούχα βασιλικά και επίσημα. Και ντυμένος όπως αρμόζει εισέρχομαι στις αρχαίες αυλές των αρχαίων ανδρών, όπου – όντας καλοδεχούμενος – τρέφομαι μ’ εκείνη την τροφή, που είναι αποκλειστικά δική μου και που γι’ αυτήν γεννήθηκα. Εκεί μέσα δεν ντρέπομαι να μιλώ μαζί τους και να τους ρωτώ για τις αιτίες των πράξεών τους. Κι εκείνοι από ευγένεια μου απαντούν και για τέσσερις ώρες δεν νιώθω την παραμικρή πλήξη, ξεχνώ κάθε στενοχώρια, δεν φοβάμαι την φτώχεια, δεν με τρομάζει ο θάνατος. Αφοσιώνομαι ολότελα σ’ αυτούς. Και καθώς ο Dante λέει πως δεν γίνεται γνώση αληθινή χωρίς να συγκρατείς αυτά που έμαθες, κράτησα σημειώσεις απ’ τα όσα έμαθα συζητώντας μαζί τους και συνέθεσα ένα σύντομο έργο, το De principatibus».  

grecobooks-1Ο Machiavelli για να στοχαστεί για το παρόν και με σκοπό να δώσει λύσεις στα θέματα που τον απασχολούν, εξάγει από το κάδρο αυτό το ίδιο το παρόν, την καθημερινότητά του, που στην εξιστόρησή του στον Vettori εμφανίζεται ως χυδαία, και στρέφει τα μάτια του στο παρελθόν. ‘’ Συνομιλεί ’’ με πρόσωπα χαμένα στο βάθος του χρόνου και της ιστορίας, συνδιαλέγεται με διανοητές και συγγραφείς περασμένων εποχών και προσπαθεί να σταχυολογήσει, να συγκρίνει και να εξάγει ασφαλή συμπεράσματα, συνενώνοντας το παρελθόν με το παρόν. Επαφίεται στα λόγια των αρχαίων, εμπιστεύεται τις καταγραφές τους και προσπαθεί κριτικά να διδαχθεί από αυτές. Αντλεί τα διδάγματά του για την αξία της ιστορίας από  το Θουκυδίδη, όταν τον παρακολουθεί να γράφει: «Εάν όμως κρίνουν το έργο μου ωφέλιμο όσοι θα θέλουν να σχηματίσουν σαφή εικόνα για όσα έγιναν και για όσα όμοια ή παρόμοια με αυτά πρόκειται να συμβούν, σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, πάλι στο μέλλον, αυτό θα μου είναι αρκετό. Κι έχει γραφτεί πιο πολύ για να αποτελέσει απόκτημα παντοτινό παρά ένα εντυπωσιακό πρόσκαιρο ακρόαμα». Αφουγκράζεται τη σπουδαία αποστολή της ιστορικής καταγραφής στα λόγια του Ηροδότου: «Ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς παρουσιάζει την έρευνά του αυτή για να μη λησμονηθούν με τον καιρό τα έργα των ανθρώπων και να μη μείνουν αμνημόνευτα τα μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα των Ελλήνων και των βαρβάρων, ούτε, ειδικότερα, τα αίτια για τα οποία πολέμησαν μεταξύ τους». Ο φλωρεντινός στοχαστής αποστασιοποιείται από το παρόν για να το ανακαλύψει εκ νέου, ίσως και για να το επανεφεύρει , συνεπικουρούμενος από τις καταγεγραμμένες εμπειρίες των παλαιοτέρων, προκαταλαμβάνοντας στην πράξη τη ρήση του Vladimir Jankelevitch: «Ότι έχει υπάρξει δεν μπορεί πιά εφεξής να μην έχει υπάρξει: εφεξής αυτό το μυστηριώδες και βαθιά σκοτεινό γεγονός του να έχει υπάρξει είναι το εφόδιό του για την αιωνιότητα».

Ωστόσο η ίδια η ιστορία θα προσεγγίσει με αμφίσημο και αντιφατικό τρόπο τον Machiavelli και τη σκέψη του. Όπως αναφέρει ο Ernst Cassirer: «Σε ολόκληρη την ιστορία της φιλολογίας η μοίρα του Ηγεμόνα του Machiavelli αποτελεί την καλύτερη μαρτυρία για την αλήθεια του αποφθέγματος: «pro captu lectoris habent sua fata libelli (η τύχη ενός βιβλίου εξαρτάται από την ικανότητα των αναγνωστών του). Η φήμη του βιβλίου υπήρξε μοναδική και πρωτοφανής». Κάποιοι, όπως ο Spinoza, ο Rousseau, ο Hegel και ο Gramsci θα εγκωμιάσουν τον Machiavelli, αντιμετωπίζοντάς τον ως ένα νηφάλιο, έντιμο στοχαστή, υπέρμαχο της ελευθερίας και άλλοι όπως ο Friedrich II και οι Ιησουίτες θα τον στηλιτεύσουν. Mάλιστα οι τελευταίοι θα τον χαρακτηρίσουν ως «υπέρτατο τεχνουργό των σκέψεων του διαβόλου». Στην Εγκυκλοπαίδεια του Denis Diderot διαβάζουμε στο λήμμα Μακιαβελλισμός: «Είδος μισητής πολιτικής που μπορούμε να αποδώσουμε με δύο λέξεις ως «η τέχνη της τυραννίας», τις αρχές της οποίας προπαγάνδισε στα έργα του ο φλωρεντινός Machiavelli. Λίγα έργα έχουν κάνει τόσο θόρυβο όσο η πραγματεία περί Ηγεμόνος: σ’ αυτήν διδάσκει τους κυρίαρχους να περιφρονούν τη θρησκεία, τους κανόνες του δικαίου, την ιερότητα των συνθηκών κι όλων όσων έχουν κάτι το ιερό, εφόσον το επιβάλλει το συμφέρον».

Όπως θα  γράψει ο Louis Althusser: «Γνωρίζουμε ότι μόλις δημοσιεύτηκε ο Ηγεμόνας προκάλεσε τις πιο βίαιες καταδίκες από αυτούς που ο Marx ονομάζει «επαγγελματίες ιδεολόγους», από τους ανθρώπους της θρησκείας και της ηθικολογίας – για λόγους ικανούς να εξασφαλίσουν στον Machiavelli το σπάνιο ιστορικό προνόμιο να έχει παραγάγει ένα επίθετο: μακιαβελλικός, όχι ένα ταξινομικό επίθετο (που ταξινομεί είτε το έργο είτε τη σκέψη του Machiavelli: μακιαβελλιανός, όπως θα λέγαμε καντιανός), αλλά δηλωτικό ποιότητας (μακιαβελλικός, όπως θα λέγαμε πλατωνικός ή δαντικός), και μάλιστα μειωτικό γιατί βλέπει τη θρησκεία ως μέσο πολιτικής, υποτάσσει την ηθική στην πολιτική πρακτική και, για να φτάσουμε στα άκρα, υπερασπίζεται το δικαίωμα του ηγεμόνα, σε ορισμένες περιστάσεις, να καταφεύγει στη βαναυσότητα, στον δόλο και την κακοβουλία». Στη μακραίωνη ιστορία της σκέψης οι περισσότεροι καινοτόμοι στοχαστές στην αρχή λοιδορούνται. Ο κόσμος ποτέ δεν εμφανίζεται έτοιμος να αποδεχτεί τις νέες ιδέες τη στιγμή που αυτές διατυπώνονται. Ο Machiavelli το γνώριζε πολύ καλά και ο ίδιος όταν έγραφε όχι για τις νέες ιδέες αλλά για τους νέους  θεσμούς: «Η εισαγωγή νέων θεσμών είναι το πιο δύσκολο εγχείρημα για τον ηγεμόνα. Γιατί έχει απέναντί του όλους εκείνους για τους οποίους οι παλιοί θεσμοί ήταν επωφελείς […], και ο λαός είναι καχύποπτος και διστακτικός στο να υποστηρίξει τις μεταρρυθμίσεις, πριν δει συγκεκριμένα αποτελέσματα».

grecobooks-1  Ο Machiavelli αφιερώνει το έργο του Il Principe στον Lorenzo de Medici (παππούς του οποίου υπήρξε ο Lorenzo il Magnifico) και μεταξύ άλλων αναφέρει στην αφιέρωσή του: «Το έργο τούτο δεν το στόλισα ούτε το παραγέμισα με μακροσκελή ρητορικά συμπεράσματα ή με όμορφες και πομπώδεις εκφράσεις ή με οποιοδήποτε άλλο τέχνασμα και εξωτερικό στολίδι, με τα οποία πολλοί συνηθίζουν να ντύνουν και να στολίζουν τα γραπτά τους. Γιατί θέλησα κανένα άλλο πράγμα να μην του προσδίδει αξία παρά να το κάνει ευχάριστο μόνο η μοναδικότητα του περιεχομένου του και η βαρύτητα του θέματος. Ούτε θέλω να θεωρηθεί αλαζονεία που ένας άνθρωπος κατώτερης και ταπεινής θέσης τολμά να μελετήσει και να συστηματοποιήσει κανόνες για τη διακυβέρνηση των ηγεμόνων. Γιατί όπως εκείνοι που σχεδιάζουν τις χώρες κατεβαίνουν στην πεδιάδα για να παρατηρήσουν τη φύση των βουνών και των υψηλών τόπων, ενώ για να παρατηρήσουν τους κάμπους στέκονται ψηλά πάνω στα βουνά, ανάλογα για να γνωρίσει κανείς καλά τη φύση των λαών είναι ανάγκη να είναι ηγεμόνας και για να γνωρίσει καλά τη φύση των ηγεμόνων να είναι άνθρωπος του λαού».

Ο φλωρεντινός συγγραφέας είναι ένα δημιούργημα της ιστορικής συγκυρίας, ένας οραματιστής και αν γράφει απλά χωρίς στολίδια στο λόγο του, το κάνει γιατί γράφει έχοντας ένα και μόνο σκοπό. Τη συγκρότηση της ιταλικής εθνικής ενότητας, την ενοποίηση της Ιταλίας κάτω από την εξουσία ενός Ηγεμόνα. Ο Machiavelli ζει σε μια Ιταλία διαιρεμένη, βορά των γειτόνων της που εισβάλλουν σε αυτή κατά βούληση και τη λεηλατούν. Παρακολουθεί τις ισχυρές πόλεις να πολεμούν μεταξύ τους για την ηγεμονία και τη Ρωμαϊκή Εκκλησία να παίρνει μέρος στα παιχνίδια της εξουσίας. Μέσα σε αυτή τη χαοτική κατάσταση κρίνεται απαραίτητη η παρουσία ενός Ηγεμόνα, ο οποίος θα ενώσει τη χώρα και θα τη βγάλει από το τέλμα. Ο προσανατολισμός αυτός θα ωθήσει τον Gramsci να χαρακτηρίσει το Il Principe ως πολιτικό μανιφέστο: «Ο ουτοπικός χαρακτήρας του Ηγεμόνα (Il Principe) έγκειται στο γεγονός ότι ο Ηγεμόνας δεν υπήρχε στην ιστορική πραγματικότητα, δεν παρουσιαζόταν στον ιταλικό λαό με χαρακτηριστικά αντικειμενικής αμεσότητας, αλλά ήταν μια καθαρή θεωρητική αφαίρεση, το σύμβολο του ηγέτη, του ιδανικού condotierre».

Η προσέγγιση του Machiavelli όχι μόνο δεν είναι ουτοπική αλλά διακρίνεται από έναν αυστηρό ρεαλισμό και o ίδιος έχει απόλυτη επίγνωση της αποστολής που αναλαμβάνει. Στο προοίμιο του έργου του Discorsi sopra la prima deca di Tito Livio διαβάζουμε: «Μ’ όλο που εξαιτίας της ζηλόφθονης φύσης των ανθρώπων, που πάντα είναι πιο πρόθυμοι να κατηγορήσουν παρά να επαινέσουν τις πράξεις των άλλων, στάθηκε πάντα το ίδιο επικίνδυνο να βρεις καινούριους κανόνες και θεωρίες όσο και το να εξερευνήσεις άγνωστες θάλασσες και στεριές, ωστόσο εγώ – κεντρισμένος από τη φυσική εκείνη λαχτάρα που πάντοτε έκλεινα εντός μου, ν’ ανακατεύομαι μ’ ότι πιστεύω πως μπορεί να δώσει καλό σε όλο τον κόσμο – αποφάσισα να μπω σε μια στράτα, που επειδή κανένας ως τα σήμερα δεν την πάτησε, ίσως μου φέρει στενοχώρια και δυσκολία, μα θα μπορούσε ακόμα να μου δώσει κι ανταμοιβή απ’ τη μεριά όσων θα δούνε καλόγνωμα το έργο του κόπου μου». Όπως ο ίδιος γράφει, είναι αποφασισμένος να χαράξει ένα νέο δρόμο, που θα συνδυάζει τη γνώση που έχει αποκτήσει τόσο από την εμπειρία των σύγχρονων πραγμάτων όσο και από τη συνεχή μελέτη των αρχαίων.

Σύμφωνα με το Machiavelli κανείς πλέον δεν αφουγκράζεται τα διδάγματα της αρχαιότητας: «Όταν από την άλλη μεριά, βλέπω ότι τις λαμπρότερες πράξεις που φέρνουν μπροστά στα μάτια μας οι ιστορίες (όσα δηλαδή κάνανε τα αρχαία βασίλεια και οι δημοκρατίες, οι βασιλιάδες, οι πολέμαρχοι, οι πολίτες, οι νομοθέτες και άλλοι που μόχθησαν για την πατρίδα τους), πιο πολύ τις θαυμάζει σήμερα ο κόσμος παρά τις μιμείται, και μάλιστα τόσο πολύ τις αποφεύγουν όλοι και στο παραμικρό, που δεν έμεινε πια ούτε χνάρι από την αρχαία εκείνη αρετή – τότε δεν μπορώ να μη νιώσω ανάκατα την απορία με το παράπονο[…]. Κι όμως δε βρίσκουμε ούτε ηγεμόνα, ούτε δημοκρατία καμιά, που να ανατρέχει στο παράδειγμα των αρχαίων, όταν έχει να κάνει με τη σύνταξη της πολιτείας, με τη διατήρηση του κράτους, με την κυβέρνηση ενός βασιλείου, με τη συγκρότηση της εθνοφρουράς και τη διεξαγωγή του πολέμου, με την κρίση των υπηκόων ή με το μεγάλωμα της επικράτειας[…]. Γιατί δε βρίσκεις αληθινή γνώση της ιστορίας, αφού κανένας δε ρουφάει με το διάβασμα την ουσία της, ούτε και γεύεται τη γλύκα που κλείνει εντός της». Αυτόματα μας έρχεται στο μυαλό η σκέψη ενός άλλου συγγραφέα, οποίος είχε χαρακτηρίσει το Machiavelli ‘’ οξυδερκέστατο ‘’:«Είμαι πράγματι πλήρως πεπεισμένος πως η εμπειρία έχει δείξει όλα τα είδη των πολιτευμάτων, που μπορούν να νοηθούν, ώστε οι άνθρωποι να ζουν εν ομονοία, καθώς επίσης και τα μέσα με τα οποία πρέπει να χειραγωγείται το πλήθος, να συγκρατείται δηλαδή εντός καθορισμένων ορίων».

Ποια είναι λοιπόν η στόχευση της σκέψης του Machiavelli; Τι επιδιώκει να περιγράψει μέσα από το στοχασμό του; Σε μια πραγματικότητα που συντίθεται τόσο από τους νόμους της εναλλαγής καθώς: «Όλα τα πράγματα στη γη βρίσκονται σε αέναη κίνηση και δεν μπορούν να παραμείνουν σταθερά: αυτή η αστάθεια τα οδηγεί είτε στην άνοδο είτε στην πτώση. Η αναγκαιότητα κατευθύνει συχνά προς ένα στόχο, στον οποίο ο ορθός λόγος δεν θα μπορούσε να οδηγήσει», όσο και από τους νόμους της σταθερότητας: «Όποιος μελετάει τα τωρινά και τα περασμένα βλέπει αμέσως ότι όλες οι πολιτείες και όλοι οι λαοί, πάντοτε διεγείρονταν και διεγείρονται από τα ίδια πάθη, από τις ίδιες διαθέσεις. Είναι λοιπόν εύκολο για όποιον εξετάζει φιλόπονα τα περασμένα, να προβλέπει και τα μελλούμενα[…]. Έτσι λοιπόν που κάθομαι και τα σκέφτομαι όλα τούτα κι αναλογίζομαι τι δρόμο ακολουθούν, κρίνω πως από πάντα ο κόσμος βρίσκεται στην ίδια κατάσταση και μέσα του έχει τόσο καλό όσο και κακό, μόνο που το καλό και το κακό κυκλογυρίζουν από χώρα σε χώρα, όπως το βλέπουμε άμα εξετάσουμε τα αρχαία βασίλεια εκείνα, που το ένα ερχόταν στη θέση του άλλου καθώς παραλλάζανε τα ήθη τους. Όμως ο κόσμος απόμενε ο ίδιος» και όλα (και στην περίπτωση που τον απασχολεί, τα πολιτεύματα) εναλλάσσονται κυκλικά στο διηνεκές, η κύρια επιδίωξη του Machiavelli είναι να περιγράψει τα χαρακτηριστικά ενός κράτους που θα μπορέσει να έχει διάρκεια. Θα λέγαμε με σπινοζικούς όρους πως έχουμε την επιδίωξη για την περιγραφή του ‘’ απόλυτου ‘’ κράτους.    

Για τον Baruch Spinoza, συγγραφέα του Tractatus Politicus, ως απόλυτο κράτος ορίζεται το κράτος που μπορεί να διατηρηθεί αιώνια, το κράτος που μπορεί να έχει διάρκεια μέσα στο χρόνο, που δεν μπορεί να καταστραφεί από εξωτερικές ή εσωτερικές αιτίες αλλά διατηρεί την ύπαρξη και την υπόστασή του, μέσω της αποδοχής του από τους πολλούς. Το κράτος που μπορεί τρόπον τινά να είναι ‘’ αθάνατο ‘’: «Προφανώς, αν ένα κράτος μπορεί να είναι αιώνιο, αυτό κατ’ ανάγκην θα είναι το κράτος του οποίου το δίκαιο, αφού θεσμοθετήθηκε με ορθό τρόπο, παραμένει απαραβίαστο. Γιατί το δίκαιο αποτελεί την ψυχή του κράτους. Αν αυτό διατηρείται, θα διατηρείται αναγκαία και το κράτος». Και πότε ένα κράτος αρχίζει να χάνει τον απόλυτο χαρακτήρα του και οδεύει προς την καταστροφή του; Όταν με τον τρόπο διακυβέρνησής του παρέχει λόγους στους πολίτες του να στασιάσουν, να εξεγερθούν και να υπονομεύσουν την ύπαρξή του. Να γιατί ένα τυραννικό καθεστώς, που περιορίζει τις ελευθερίες των πολιτών του, στην ουσία προετοιμάζει το ίδιο τη διάλυσή του. «Κανένας δεν μπορεί να μεταβιβάσει στον άλλον το φυσικό του δικαίωμα, δηλαδή την ικανότητά του να σκέφτεται ελεύθερα και να κρίνει όλα τα πράγματα, ούτε μπορεί να εξαναγκαστεί να το κάνει. Γι’ αυτό και μια εξουσία θεωρείται βίαιη όταν επιχειρεί να επιβληθεί στις ψυχές. Και γι’ αυτό η ανώτατη Αρχή φαίνεται να καταπιέζει τους υπηκόους και να παραβιάζει το δικαίωμά τους, όταν θέλει να υπαγορεύσει στον καθένα τι θα πρέπει να δέχεται ως αληθές και να απορρίπτει ως ψευδές[…]. Καμιά πολιτεία δεν μπορεί να αναγκάσει τους ανθρώπους, των οποίων οι σκέψεις είναι αποκλίνουσες και αντίθετες, να μιλούν αυστηρά και μόνο με εντολή της ανώτατης Αρχής γιατί αυτό θα οδηγούσε σε πλήρη αποτυχία. Διότι ακόμα και οι ικανότεροι, για να μην αναφερθώ στον όχλο, δεν ξέρουν να σιωπούν. Είναι κοινό ελάττωμα των ανθρώπων να εκμυστηρεύονται τη γνώμη τους στους άλλους, ακόμα και όταν απαιτείται εχεμύθεια. Συνεπώς, το πιο βίαιο κράτος θα είναι εκείνο όπου ο καθένας θα στερείται την ελευθερία του να λέει και να διδάσκει αυτό που σκέφτεται[…]. Λέω όχι σκοπός της πολιτείας δεν είναι να μετατρέπει τους ανθρώπους από ορθολογικά όντα σε ζώα ή σε μηχανές. Αντίθετα σκοπός της είναι η ψυχή και το σώμα των ανθρώπων να επιτελούν με ασφάλεια όλες τις λειτουργίες τους[…]. Άρα ο σκοπός της πολιτείας είναι στην πραγματικότητα η ελευθερία», διαβάζουμε στον Tractatus Theologico-Politicus.

Για τους ίδιους λόγους ο Machiavelli αποστρέφεται τα τυραννικά καθεστώτα. Γιατί η τυραννία με τη χρήση της βίας και της καταπίεσης αλλά και με την ασυδοσία της, προκαλεί το μίσος και την περιφρόνηση του δυστυχισμένου λαού και τον ωθεί να εξεγερθεί και να καταλύσει το κράτος. Η τυραννία κρίνεται λοιπόν ως αυτοκαταστροφική, ως το πολίτευμα ενός κράτους που είναι καταδικασμένο να μην έχει διάρκεια. «Ο Ηγεμόνας πρέπει να προσέχει και να αποφεύγει εκείνα τα πράγματα που τον κάνουν μισητό και καταφρονητέο. Και όσες φορές τα αποφεύγει, θα έχει εκπληρώσει το καθήκον του και δεν θα κινδυνεύει καθόλου να βγάλει κακό όνομα[…]. Αλλά ως προς τους υπηκόους, όταν επικρατεί ηρεμία στο εξωτερικό, πρέπει να ανησυχεί μήπως συνωμοτούν κρυφά. Από την περίπτωση αυτή ο ηγεμόνας εξασφαλίζεται ικανοποιητικά, αποφεύγοντας να είναι μισητός ή αξιοκαταφρόνητος και κρατώντας το λαό ευχαριστημένο μαζί του», διαβάζουμε στο Il Principe.

Ο Ηγεμόνας είναι λοιπόν ο μοναδικός που μπορεί, σύμφωνα με το Machiavelli, μέσα σε αυτή την ιστορική συγκυρία να επιτύχει τη δημιουργία ενός ενωμένου και ασφαλούς κράτους , το οποίο θα μπορέσει να διαρκέσει. Μπορεί όλα τα υπόλοιπα πολιτεύματα να κρίνονται αναποτελεσματικά αλλά η σκέψη του Machiavelli ξεφεύγει από την τυπολογία των πολιτευμάτων ακόμα και αν σύμφωνα με τον Rousseau: «Προσποιούμενος ότι δίνει μαθήματα στους βασιλιάδες, έχει δώσει τα μεγαλύτερα μαθήματα στους λαούς. Ο Ηγεμόνας του Machiavelli είναι από τα πιο δημοκρατικά βιβλία». Όπως θα γράψει ο Louis Althusser, ο Machiavelli: «Τα απορρίπτει όλα για την ιστορική τους ανεπάρκεια. Αλλά ταυτόχρονα θέτει το πρωτόκολλο και τις μορφές της συνάντησης ανάμεσα σε μια ευνοϊκή συγκυρία και σε ένα virtuoso άτομο: συνάντηση δυνατή και αναγκαία. Δεν δίνει ωστόσο κανένα όνομα: ούτε τόπου, ούτε ανθρώπου. Αυτή η σιωπή έχει ένα θετικό πολιτικό νόημα. Σημαίνει ότι η συνάντηση αυτή θα λάβει χώρα, πέραν όλων όμως των υπαρκτών κρατών και Ηγεμόνων, κάπου στην Ιταλία[…]. Μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι αυτή η σύλληψη είναι τελείως ουτοπική και ότι η συνθήκη την οποία ο Machiavelli προσδιορίζει για την ιστορία της ιταλικής ενότητας, μια εκκίνηση που απορρίπτει τις υπάρχουσες πολιτικές μορφές, μια εκκίνηση από το τίποτα, συνιστά ένα όνειρο. Στην πραγματικότητα, για τον Machiavelli, αυτές οι συνθήκες είναι επιτακτικές πολιτικές συνθήκες ως προς τις οποίες κανένας συμβιβασμός δεν είναι δυνατός, διότι όποιος δεν τις σεβαστεί θα παλινδρομήσει στο παρελθόν, στον νόμο των υπαρκτών κρατών και της ανεπάρκειάς τους».

Και αν ο σκοπός του Spinoza είναι να προσπαθήσει να ‘’ εκδημοκρατίσει ‘’ όλα τα πολιτεύματα για χάρη της ασφάλειας του κράτους, ο Machiavelli επιδιώκει τη ρεαλιστική περιγραφή τόσο της ανθρώπινης φύσης, όσο και της φύσης του ηγεμόνα και της πολιτικής εν γένει, για χάρη της διάρκειας του κράτους. Για το λόγο αυτό δεν πρέπει ούτε να ξαφνιάζεται αλλά ούτε και να δυσανασχετεί κανείς όταν διαβάζει φράσεις όπως: «Επομένως ένας συνετός ηγεμόνας δεν μπορεί ούτε πρέπει να τηρεί το λόγο του, όταν κάτι τέτοιο στρέφεται εις βάρος του κι όταν οι αιτίες που τον έκαναν να δώσει υπόσχεση έχουν εκλείψει. Κι αν όλοι οι άνθρωποι ήταν καλοί, το δίδαγμα αυτό δεν θα ήταν καλό. Αλλά επειδή είναι μοχθηροί και οι ίδιοι δεν θα κρατούσαν το λόγο τους απέναντί σου, εσύ ακόμα περισσότερο δεν χρειάζεται να τον κρατήσεις προς αυτούς[…]. Βλέπουμε από την εμπειρία του καιρού μας ότι οι Ηγεμόνες που μεγαλούργησαν είναι εκείνοι που δεν έδωσαν σημασία στο να κρατούν το λόγο τους και που μπόρεσαν με πανουργία να παραπλανήσουν το πνεύμα των ανθρώπων[…] Και πρέπει να καταλάβουμε το εξής: ένας ηγεμόνας και κυρίως ένας καινούριος ηγεμόνας, δεν μπορεί να τηρεί όλα εκείνα τα πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι θεωρούνται καλοί, γιατί συχνά βρίσκεται στην ανάγκη, για να διατηρήσει την εξουσία, να ενεργήσει με τρόπο αντίθετο στην καλή πίστη, τη συμπόνια, την ανθρωπιά, τη θρησκεία. Γι’ αυτό πρέπει να είναι ψυχικά προετοιμασμένος να στρέφεται κατά εκεί που τον προστάζουν οι άνεμοι της τύχης και οι μεταβολές των πραγμάτων και να μην απομακρύνεται από το καλό, εφόσον μπορεί, αλλά να ξέρει και να γυρνά στο κακό, εφόσον προκύψει ανάγκη». Οι παραπάνω πρακτικές δικαιολογούνται από τη στιγμή που όπως γράφει ο Machiavelli: «Όποιος θέλει να εδραιώσει ένα έννομο κράτος πρέπει να θεωρεί τους ανθρώπους κακούς και έτοιμους ανά πάσα στιγμή να δείξουν τη μοχθηρία τους με την πρώτη ευκαιρία[…]. Οι άνθρωποι, εν γένει, κρίνουν περισσότερο με βάση τα μάτια παρά τα έργα. Γιατί όλοι μπορούν να δουν λίγοι όμως καταλαβαίνουν. Ο καθένας βλέπει αυτό που φαίνεται, λίγοι όμως καταλαβαίνουν αυτό που πραγματικά είσαι».

 Ένας Ηγεμόνας λοιπόν δεν μπορεί να υπολογίζει στην αγάπη του ευμετάβλητου όχλου καθώς: «Μπορούμε να πούμε για τους ανθρώπους γενικά το εξής: είναι αχάριστοι, ευμετάβλητοι, ψεύτες και υποκριτές, φυγάδες μπροστά στον κίνδυνο, άπληστοι για κέρδος. Και όσο τους κάνεις καλό, όλοι είναι δικοί σου, προσφέροντάς σου το αίμα, τα υπάρχοντα, τη ζωή και τα παιδιά τους, όταν ο κίνδυνος είναι μακριά. Όταν όμως σε πλησιάσει αλλάζουν». Επομένως όποιος επιθυμεί να κυβερνήσει πρέπει να εμφυσήσει στους ανθρώπους το φόβο: «Είναι πιο ασφαλές να σε φοβούνται παρά να σε αγαπούν[…]. Να ποτίζεις τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόμο και φόβο, όπως όταν πρωτοπήρες (το κράτος) στα χέρια σου, τσακίζοντας όσους πορεύονται στραβά σε σχέση με τις πρώτες αρχές που μπήκαν[…]. Οι άνθρωποι αγαπούν σύμφωνα με τη φαντασία τους και φοβούνται ανάλογα με τις διαθέσεις του Ηγεμόνα. Ένας συνετός και καλά ενημερωμένος Ηγεμόνας πρέπει να βασίζεται σε αυτό που εξαρτάται από εκείνον και όχι σε αυτό που εξαρτάται από τους άλλους». Παρόλα αυτά όμως ο Ηγεμόνας οφείλει να πράττει έτσι ώστε να αποφύγει να γίνει μισητός από το λαό αφού: «Το καλύτερο οχυρό που υπάρχει: να μη γίνεις μισητός στο λαό», αλλά μέσω του νομοθετικού πλαισίου να κρατά το λαό στα όριά του και έτσι να αποφύγει τις επαναστάσεις και να διασφαλίσει την πολυπόθητη διάρκεια της εξουσίας του αλλά και του κράτους από τη στιγμή που: «Η αρετή του κράτους είναι η ασφάλεια».

Κείμενα σαν του Machiavelli μπορούν να λειτουργήσουν σαν καθοδηγητικά φανάρια μέσα στο σκοτάδι της νύχτας του κόσμου. Σαν μεταφορείς φωτεινών μηνυμάτων για όποιον μπορεί να αφουγκραστεί. Για όποιον έχει το σθένος να ακούσει: «Πιστεύετε πραγματικά ότι θα ακούσει κανείς τότε; Κι αν δε γίνει θα περιμένουμε. Θα μεταβιβάσουμε τα βιβλία στα παιδιά μας, στόμα με στόμα, και θα αφήσουμε τα παιδιά μας να περιμένουν, με τη σειρά τους, τους άλλους ανθρώπους. Ασφαλώς αρκετά θα χαθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όμως δεν μπορείς να υποχρεώσεις τους ανθρώπους να ακούσουν. Πρέπει να προσέλθουν μόνοι τους, όταν νιώσουν έτοιμοι και αναρωτηθούν τι συνέβη και γιατί ο κόσμος διαλύθηκε κάτω από τα πόδια τους. Δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα αυτό».                      

Originally posted 2018-04-22 12:00:02.